Δεν πρέπει να είναι εύκολη υπόθεση να είσαι γιος του Τσάρλι Τσάπλιν και ταυτόχρονα µέλος µιας πολυµελούς οικογένειας που αριθµεί οκτώ παιδιά (από τα συνολικά έντεκα του ηθοποιού). Ο Γιουτζίν Τσάπλιν, ο πέµπτος στη σειρά καρπός του γάµου του αξεπέραστου κωµικού µε την Ούνα Ο’Νιλ, κόρη του αµερικανού θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ο’Νιλ, κουβαλάει µε χάρη και µε µια ελαφράδα τη βαριά καταγωγή του, και όχι µόνο επειδή διανύει πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής του.

Ανθρωπος ευγενής και χαµηλών τόνων, έρχεται στην Αθήνα για να συµµετάσχει σε µια πρωτότυπη παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η τιτλοφορούµενη «Chaplin Pianissimo» (θα πραγµατοποιηθούν δύο παραστάσεις στις 27 Ιανουαρίου) αναβιώνει την ατµόσφαιρα των ταινιών του µεγαλοφυούς καλλιτέχνη µέσα από τις µουσικές που έγραψε για τα έργα του. Δύο πιανίστες, οι Ζαν-Πασκάλ Μπεντίς και Σιλβάν Μοριζέ, οι οποίοι είναι από τους καλύτερους ενορχηστρωτές και διασκευαστές στον κόσµο του κινηµατογράφου, µεταγράφουν τη µουσική σε σουίτες για δύο πιάνα ενόσω προβάλλονται εικόνες από τη ζωή και την καριέρα του Τσάπλιν και καθώς ο γιος του Γιουτζίν µοιράζεται αναµνήσεις από τον διάσηµο πατέρα του.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Οι δυο πιανίστες επικοινώνησαν µαζί µου γιατί ήθελαν να κάνουν µια συναυλία για δύο πιάνα µε τη µουσική του. Ακουσα ένα δείγµα και µου άρεσε, είναι ενδιαφέρον ότι µε τα δύο πιάνα µπορείς να αναπαραγάγεις την αίσθηση που δίνει µια µεγάλη ορχήστρα. Τους είπα λοιπόν: «Mπορείτε να το κάνετε, αλλά αν θέλετε µπορείτε να έχετε και εµένα να λέω ιστορίες για τη ζωή και τη µουσική του». Μιλάω για την παιδική του ηλικία στο Λονδίνο, για τον τρόπο που συνέθετε µουσική. Ξέρετε, τον παλιό καιρό ένας πιανίστας αυτοσχεδίαζε τη µουσική παράλληλα µε την προβολή της ταινίας, αλλά του πατέρα µου δεν του άρεσαν οι επιλογές τους. Το καλύτερο που µπορούσε να κάνει ήταν να γράφει ο ίδιος τη µουσική για τις ταινίες του. Η πρώτη µουσική που έγραψε ήταν το 1916, λεγόταν «The Peace Patrol», αλλά δεν τη χρησιµοποίησε για κάποια ταινία του. Ο αµερικανός συνθέτης Εργουιν Μπερλίν, που ήταν φίλος του, του είπε ότι πρέπει να προστατέψει τη δουλειά του, να διασφαλίσει τα πνευµατικά δικαιώµατα.

«Τον θυµάµαι να ακούει ιταλική µουσική, τις όπερες του Πουτσίνι, ναπολιτάνικα τραγούδια. Και µια και είστε από την Ελλάδα, να πω ότι τον θυµάµαι να ακούει Μίκη Θεοδωράκη, είχε πολλούς δίσκους του».

Εµαθε ποτέ να γράφει νότες;

Ηταν αυτοδίδακτος, έπαιζε πολλά όργανα, αλλά δεν ήξερε να γράφει ή να διαβάζει µουσική. Οπότε αυτό που έκανε ήταν να συνθέτει µια µελωδία για κάποια από τις ταινίες του και µετά, όταν ήταν έτοιµη, θα έπαιρνε έναν ενορχηστρωτή να κάτσει δίπλα του για να κρατήσει σηµειώσεις πάνω στο χαρτί. Εκανε τη µουσική για όλες τις ταινίες του. Σε ορισµένες, όπως «Ο χρυσοθήρας», «Το τσίρκο», που ήταν ταινίες του βωβού κινηµατογράφου, έγραψε µουσική δεκαετίες µετά. Ηταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη µουσική.

Τι είδους µουσική του άρεσε;

Τον θυµάµαι να ακούει ιταλική µουσική, τις όπερες του Πουτσίνι, ναπολιτάνικα τραγούδια. Και µια και είστε από την Ελλάδα, να πω ότι τον θυµάµαι να ακούει Μίκη Θεοδωράκη, είχε πολλούς δίσκους του. Του άρεσε η µουσική από το Περού, άκουγε πολύ κλασική µουσική, ήταν µεγάλος θαυµαστής της Μαρίας Κάλλας. Του άρεσαν οι µουσικές που ήταν πολύ µελωδικές.

Ποιες είναι οι πιο έντονες αναµνήσεις που έχετε από αυτόν;

Θυµάµαι που µας πήγαινε στο τσίρκο, όλη την οικογένεια, αλλά και το προσωπικό που δούλευε στο σπίτι µας. Θυµάµαι πόσο απολάµβανε το θέαµα, πώς καλούσε όλους τους καλλιτέχνες µετά την παράσταση στο σπίτι µας για ποτό. Αυτό συνέβαινε κάθε, µα κάθε χρόνο. Βλέπαµε το Circus Knie, ένα ελβετικό τσίρκο το οποίο ακόµα και σήµερα εξακολουθεί να είναι ένα από τα πέντε καλύτερα του κόσµου. Ερχόταν στην πόλη τον Οκτώβριο και εκείνος σηκωνόταν νωρίς το πρωί για να δει πώς έστηναν τις τέντες τους, του άρεσε πολύ το θέαµα. Μετά ήθελε να βλέπει και τη διαδικασία µεταφοράς των ζώων από τον σταθµό του τρένου στο τσίρκο. Του άρεσαν πολύ και οι κλόουν, του θύµιζαν το µιούζικ χολ.

Φωτό Celine Michel

Δεν πηγαίνατε σε άλλα θεάµατα ή εκδηλώσεις;

Εκείνος πήγαινε στο θέατρο όταν επισκεπτόταν το Λονδίνο, µια στο τόσο. Μαζί ταξιδεύαµε κάθε Πάσχα και πηγαίναµε στην Ιρλανδία για ψάρεµα. Η επιλογή της χώρας γινόταν µάλλον εξαιτίας της µητέρας µου, της Ούνα Ο’Νιλ, που είχε καταγωγή από την Ιρλανδία. Του άρεσε όµως η χώρα γιατί ήταν ακόµα πολύ άγρια η φύση της, του άρεσε πολύ να βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα.

Ηταν δύσκολο για εσάς να έχετε πατέρα τον άνθρωπο που υπήρξε ο πιο διάσηµος στον κόσµο;

Ποτέ δεν το είδα έτσι, ποτέ δεν αισθάνθηκα ανταγωνισµό. Δεν είπα: «Θέλω να γίνω καλύτερος από αυτόν». Γιατί ήξερα ότι ήταν αδύνατο, ο πήχης ήταν πάρα πολύ ψηλά. Προτίµησα να είµαι ο εαυτός µου και νοµίζω ότι είναι και αυτό που επιθυµούσε για εµάς, να µη συγκρίνουµε τον εαυτό µας µε κανέναν. Σίγουρα θα ήθελε να δει κάποιον/α από εµάς να γίνεται τραπεζίτης ή νευροχειρουργός, αλλά κανείς µας δεν το έκανε, όπως και να ‘χει.

Δεν είχατε ανταγωνισµό ούτε µε τις αδελφές και τους αδελφούς σας για το ποιος/α θα τραβήξει την προσοχή του;

Μπορώ να µιλήσω για εµένα, τα πράγµατα δεν ήταν άσχηµα. Η µητέρα µου ήταν εκεί και µας αποζηµίωνε. Δεν αισθάνθηκα ποτέ κάποιο κενό.

Οπότε εκείνη ήταν ο εξισορροπητικός παράγοντας;

Ηταν ο πραγµατικός ήλιος στις ζωές µας. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Η ζωή του πατέρα µου χωρίστηκε σε τρία κεφάλαια: στην παιδική του ηλικία που αφορούσε τον αγώνα για επιβίωση, στα χρόνια της Αµερικής που χαρακτηρίστηκαν από τη µεγάλη φιλοδοξία του και τη σκληρή δουλειά και στην περίοδο που βίωσε την αγνή ευτυχία αφότου γνώρισε τη µητέρα µου. Τη συνάντησε σε µια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής του και είναι αστείο ότι αυτός ο άνδρας, που ήταν τόσο επικεντρωµένος στη δουλειά του, άλλαξε εντελώς όταν τη γνώρισε. Δεν µπορούσε πλέον να κάνει τίποτα χωρίς τη συνδροµή της. Οταν έγραφε ένα σενάριο, έπρεπε να το διαβάσει και να πει τη γνώµη της για να κάνει εκείνος τις διορθώσεις. Οταν τον κάλεσαν στην Αµερική για το ειδικό τιµητικό Οσκαρ το 1972, δεν ήθελε να κάνει το ταξίδι, όµως η µητέρα µου τελικά τον έπεισε. Πέντε λεπτά προτού ανεβεί στη σκηνή είπε «Δεν πηγαίνω, στα κοµµάτια να πάει και το Οσκαρ», όµως η µητέρα µου τον ενθάρρυνε: «Πήγαινε και θα έρθω κοντά σου, θα είµαι πίσω σου». Οπότε εκείνος άλλαξε γνώµη.

«Οταν µου είπε «δεν συνειδητοποιείς πόσο τυχερός είσαι που πηγαίνεις σχολείο» ήµουν 12 ετών και δεν µπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω τι σήµαινε η µόρφωση για έναν άνθρωπο που έµαθε τα πάντα µόνος του».

Διάβαζα ότι εκείνη δυσκολεύτηκε πολύ να διαχειριστεί την απώλειά του.

Υστερα από 35 χρόνια γάµου βρέθηκε µόνη και της ήταν δύσκολο. Επιπλέον, έπρεπε να αντιµετωπίσει και το βάρος των προσδοκιών που έχει ο κόσµος από µια χήρα. Οτι πρέπει να φοράει συνέχεια µαύρα, να µη χαµογελάει, να είναι δυστυχισµένη. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Της έλειπε τροµερά ο πατέρας µου, όµως ταξίδευε, διάβαζε πολύ, συνέχισε να ζει. Ηταν καταπληκτική γυναίκα η µητέρα µου, τη θαύµαζα πολύ. Οταν ο πατέρας µου ήταν πολύ θυµωµένος µε κάποιον από εµάς, εκείνη µεσολαβούσε για να εκτονωθεί η ένταση. Θυµάµαι µια φορά που δεν τα είχα πάει καθόλου καλά στο σχολείο και εκείνος το έµαθε. Με έπιασε λοιπόν θυµωµένος: «Δεν εκτιµάς την τύχη που έχεις να πηγαίνεις σχολείο, δεν προσπαθείς καθόλου, παίρνεις όλους αυτούς τους κακούς βαθµούς…». Με µάλωνε για µισή ώρα, κάτι που συνέβη και την επόµενη µέρα. Την τρίτη µέρα ήταν εκεί η µητέρα µου για να µου πει: «Πήγαινε γρήγορα στο δωµάτιό σου πριν σε δει ο πατέρας σου». Ηταν εκεί για να µας προστατεύει.

Ηταν τόσο αυστηρός και σκληρός µαζί σας όσο γράφεται στις βιογραφίες του; Εχω κατά νου εκείνη του Πίτερ Ακρόιντ, για να είµαι πιο συγκεκριµένη.

Ηταν αυστηρός µαζί µας, µε την έννοια ότι ήθελε να έχουµε καλή συµπεριφορά, να έχουµε τρόπους στο τραπέζι, να µην κάνουµε θόρυβο ορισµένες ώρες κ.λπ. Μεγαλώσαµε σε ένα σπίτι όπου υπήρχαν πολύ συγκεκριµένοι κανόνες. Ηταν ένας τρόπος ζωής, ίσως αν τον συγκρίνεις σήµερα µε άλλων οικογενειών να σκεφτείς: «Θεούλη µου, τι περνούσαν αυτά τα παιδιά!». Οµως ποτέ δεν υποφέραµε – εγώ σίγουρα δεν αισθάνθηκα ποτέ έτσι. Η σχέση µας ήταν καλή, είχαµε τις διαφωνίες µας, όπως συµβαίνει σε όλες τις οικογένειες. Ηταν πολύ αυστηρός και όσον αφορά τη µόρφωσή µας ήθελε να είµαστε όλοι καλοί µαθητές και µαθήτριες και µας πίεζε να το καταφέρουµε γιατί γνώριζε πόσο σηµαντικό ήταν. Οταν µου είπε «δεν συνειδητοποιείς πόσο τυχερός είσαι που πηγαίνεις σχολείο» ήµουν 12 ετών και δεν µπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω τι σήµαινε η µόρφωση για έναν άνθρωπο που έµαθε τα πάντα µόνος του.

Οι πιανίστες Ζαν Πασκάλ Μπεντίς και Σιλβάν Μοριζέ έχουν μετραγράψει τη μουσική από τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν σε σουίτες για δύο πιάνα με φόντο εικόνες από τη ζωή και την καριέρα του θρυλικού κωμικού. Φωτό: Celine Michel

Υπήρχε κάποια περίοδος της ζωής του την οποία αναπολούσε περισσότερο;

Οταν είχε κάποιο πρόβληµα, πάντα προσπαθούσε να το ξεχάσει και να το αφήσει πίσω του, δεν µιλούσε ποτέ για αυτό. Ποτέ δεν µας µίλησε για την παιδική του ηλικία ή για το πώς έκανε τις ταινίες του. Για πολύ καιρό δεν µιλούσε για «Το τσίρκο», µια από τις πιο αστείες του ταινίες, την οποία δεν ανέφερε ούτε στην αυτοβιογραφία του. Γιατί; Επειδή εκείνο το διάστηµα χώριζε από τη δεύτερη σύζυγό του και ήταν δύσκολη περίοδος, το κινηµατογραφικό στούντιο είχε πιάσει φωτιά… Οµως αποφάσισε να συνθέσει τη µουσική της ταινίας σαράντα χρόνια αργότερα. Τότε άρχισε να του αρέσει ξανά αυτό το έργο του.

Ηθελε να ακολουθήσετε καλλιτεχνική πορεία ή σας απέτρεπε όπως κάνουν κάποιοι καλλιτέχνες µε τα παιδιά τους;

Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει σε κάποιον ή κάποια από εµάς «θέλω να γίνετε αυτό ή το άλλο». Πάντα έλεγε: «Ο,τι και να διαλέξετε, θέλω να κάνετε ό,τι καλύτερο µπορείτε. Ακόµα και αν καθαρίζετε τους δρόµους, βάλτε την καρδιά σας στη δουλειά σας και κάντε την καλά, κι εγώ τότε θα είµαι περήφανος. Δεν θέλω να σας βλέπω να τεµπελιάζετε».

Εσείς γίνατε τελικά ηχολήπτης και συνεργαστήκατε µε τα µεγαλύτερα ονόµατα της ποπ και ροκ µουσικής.

Ξεκίνησα ως stage manager και δούλεψα στην Οπερα, αλλά και σε ένα καζίνο (σ.σ.: στο Μοντρέ της Ελβετίας). Σε αυτό το καζίνο άνοιξε ένα στούντιο ηχογράφησης, το Mountain Studios, οπότε έκανα αίτηση για δουλειά και µε πήραν. Οι πρώτοι πελάτες που είχαµε ήταν οι Rolling Stones και ηχογραφήσαµε το άλµπουµ «Black and Blue». Ηρθε και ο Ντέιβιντ Μπόουι αφότου ηχογράφησε το άλµπουµ «Heroes» στο Βερολίνο για να το µιξάρουµε, όπως και οι Queen, οι οποίοι αγόρασαν τελικά το στούντιο. Με τον Μπόουι γίναµε οικογενειακοί φίλοι, ήρθε σπίτι, γνώρισε τη µητέρα µου και τα αδέλφια µου, ύστερα αγόρασε ένα σπίτι στην Ελβετία κοντά σε εµάς. Πηγαίναµε µαζί διακοπές στη Βουργουνδία, µας κάλεσε στην πρεµιέρα του έργου «The Elephant Man» στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας µου είχε πλέον µεγαλώσει πολύ και δεν παρακολουθούσε τα µουσικά δρώµενα και την πορεία αυτών των συγκροτηµάτων.

Ποια ήταν τελικά η σχέση του πατέρα σας µε τη φήµη;

Τον ενδιέφερε η δουλειά του και η επόµενη ταινία του. Οταν επέστρεψε στην Αγγλία ύστερα από πολλά χρόνια και είδε τα πλήθη που τον περίµεναν, είχε πάθει σοκ, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο διάσηµος ήταν. Νοµίζω ότι κάθε άνθρωπος προτού πεθάνει θέλει να αφήσει κάτι πίσω του για να τον θυµούνται, αυτό ήταν το βαθύτερο κίνητρό του. Γι’ αυτό φρόντιζε τις ταινίες του µε τόση επιµέλεια. Φοβόταν ότι θα ξεχαστεί.