Διαβάζοντας τα «Εμβια όντα» της Ιντα Τουρπέινεν ξαφνιάζεται κανείς με τη συνειδητοποίηση του πόσο πρόσφατα άρχισε να αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τις επιπτώσεις της δραστηριότητάς του στον πλανήτη Γη. Αυτός όμως είναι ένας μόνο λόγος για να ασχοληθεί κάποιος με το συναρπαστικό βιβλίο της (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος) καθώς στις σελίδες του παντρεύονται η μυθοπλασία και η επιστημονική έρευνα, με αφορμή ένα τεράστιο, γλυκύτατο θηλαστικό το οποίο εξαφανίστηκε μόλις 27 χρόνια μετά την ανακάλυψή του.
Το ΒΗΜΑgazino μίλησε με τη φινλανδή συγγραφέα, η οποία πήρε για αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα το βραβείο Helsingin Sanomat και ήταν υποψήφια για τα βραβεία Finlandia και Torch-Bearer.
Τι σας τράβηξε αρχικά στη συνάντηση των φυσικών επιστημών με τη λογοτεχνία; Υπήρξε κάποια στιγμή ή εμπειρία που σας έκανε να θελήσετε να ενώσετε αυτά τα πεδία;
«Οταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου εργαζόταν σε ένα περιβαλλοντικό κέντρο στο νησί Harakka, κοντά στο Ελσίνκι. Περνούσα εκεί ατελείωτες ώρες παρακολουθώντας τους βιολόγους, τους χημικούς και τους άλλους ερευνητές. Ηταν ένα παράθυρο σε έναν κόσμο που με μάγευε, αυτόν της επιστήμης. Οταν ήρθε η στιγμή να επιλέξω σπουδές, ταλαντεύτηκα για καιρό ανάμεσα στις Φυσικές Επιστήμες και τη Λογοτεχνία. Η ζυγαριά έγειρε τελικά χάρη σε ένα και μόνο βιβλίο: το “Ο Μετρ και η Μαργαρίτα” του Μπουλγκάκοφ, που έτυχε να είναι το υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις εξετάσεις για τη Συγκριτική Λογοτεχνία. Από την πρώτη σελίδα ήξερα πως καμία γεωλογική δημοσίευση δεν θα μπορούσε να με συνεπάρει όσο εκείνο το μυθιστόρημα. Κι όμως, το ενδιαφέρον για την επιστήμη δεν έσβησε ποτέ. Οταν έφτασα στο σημείο των σπουδών μου όπου μπορούσα να επιλέγω τα δικά μου ερευνητικά θέματα, στράφηκα στην επίδραση των επιστημών στη λογοτεχνία, και αργότερα θέλησα να δω πώς αυτή η συνάντηση μπορεί να εκφραστεί μέσα από τη μυθοπλασία. Οταν άρχισα να γράφω τα “Εμβια όντα”, ένιωσα σαν να έκλεινε ένας κύκλος: μπορούσα πλέον να κατοικώ ταυτόχρονα στον κόσμο της επιστήμης και της λογοτεχνίας. Το πρώτο προσχέδιο το έγραψα στο ίδιο νησί, σε ένα παλιό κτίριο με τηλέγραφο που έτυχε να μείνει άδειο ένα καλοκαίρι και μου το παραχώρησαν. Εκεί η παρουσία της φύσης και της επιστήμης ήταν κυριολεκτικά απτή: δίπλα στο γραφείο μου υπήρχε ένας καταψύκτης όπου το προσωπικό φύλασσε κάθε νεκρό ζώο που έβρισκε ώσπου να εξεταστεί από τους ειδικούς. Μια μέρα η ησυχία διακόπηκε από έναν βιολόγο που μπήκε κρατώντας μια ολόκληρη φώκια για να την τοποθετήσει εκεί».
Ως ερευνήτρια που γράφει τη διδακτορική διατριβή της για τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας, πώς επηρεάζει η ακαδημαϊκή σας εργασία τη μυθοπλασία και το αντίστροφο;
«Το ότι έγραφα το μυθιστόρημα ενώ εργαζόμουν ως υποψήφια διδάκτορας το διαμόρφωσε σε βάθος. Ανήκω σε μια ερευνητική ομάδα που μελετά πώς η επιστημονική σκέψη έχει επηρεάσει τη λογοτεχνία μέσα στους αιώνες. Η έρευνα είναι μαγευτική, όμως ένιωθα την ανάγκη να μιλήσω για όσα μάθαινα με έναν διαφορετικό τρόπο, πιο ελεύθερα από όσο επιτρέπει η ακαδημαϊκή γλώσσα. Ως ερευνήτρια πρέπει να παραμένεις μέσα στα όρια της εξειδίκευσής σου· ως συγγραφέας, όμως, μπορείς να κινηθείς άφοβα ανάμεσα στην ιστορία, τη φυσική επιστήμη και τη φαντασία. Αυτή η ελευθερία ήταν μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της συγγραφής, αν και όχι χωρίς δυσκολίες. Για να γράψω το βιβλίο χρειάστηκε να εμβαθύνω στην επιστημονική γνώση – ένα απαιτητικό εγχείρημα για κάποιον που προέρχεται από τον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτό, ωστόσο, μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με επιστήμονες που με βοήθησαν με συγκινητική γενναιοδωρία. Αυτές οι συνεργασίες υπήρξαν από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της διαδικασίας και οδήγησαν σε φιλίες που κρατούν ακόμη. Ενα όμορφο αποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης είναι ότι προσκλήθηκα να γράψω το επόμενο βιβλίο μου ως researcher/author-in-residence στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ελσίνκι. Πλέον, η συνεργασία με επιστήμονες είναι ένα φυσικό, καθημερινό κομμάτι της δουλειάς μου».
Πώς βρήκατε τις πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα και τις επιστημονικές αποστολές που περιγράφετε, όπως τη Μεγάλη Βόρεια Αποστολή ή την αναζήτηση του σκελετού; Υπήρξαν απρόσμενα ευρήματα ή ιστορίες που μπήκαν τελικά στο βιβλίο;
«Η έρευνα ήταν μία από τις πιο απολαυστικές πλευρές αυτής της διαδικασίας. Η ιστορία είναι γεμάτη τυχαίες διαδρομές, και αυτό σημαίνει ότι κάθε χαρακτήρα τον γνώρισα με διαφορετικό τρόπο. Την Ανα Φούρουγελμ την ανακάλυψα μέσα από εκατοντάδες επιστολές που έστελνε από την Αλάσκα και που, σχεδόν από θαύμα, έχουν σωθεί. Για τον Γιον Γκρένβαλ δεν υπήρχε ούτε ένα ημερολόγιο, τον “συνάντησα” μέσα από μαρτυρίες συνεργατών του της δεκαετίας του ’60 και, προς μεγάλη μου χαρά, μέσα από τα κουτιά με τα προσωπικά του αντικείμενα που είχε αφήσει στο γραφείο του στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Και έπειτα ήταν η θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ, ένα από τα κεντρικά πλάσματα του βιβλίου. Ηθελα να τη χειριστώ σαν έναν κανονικό χαρακτήρα, να τη γνωρίσω όπως γνώριζα και τους ανθρώπους της ιστορίας μου. Αυτό φυσικά σήμαινε διάβασμα αμέτρητων επιστημονικών μελετών και συνομιλίες με ειδικούς. Οι πηγές με εξέπλητταν ξανά και ξανά. Αφού είχα γράψει τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου και ενώ ετοιμαζόμασταν για την έκδοση, ένιωθα ότι κάτι έλειπε. Εγραψα λοιπόν έναν μικρό επίλογο για την τύχη του σκελετού της θαλάσσιας αγελάδας όταν έφτασε στο Ελσίνκι. Μέσα από αυτή την έρευνα βρήκα τις εκπληκτικές ιστορίες της Χίλντα Ολσον και του Ζωολογικού Μουσείου του Ελσίνκι
– και το βιβλίο απέκτησε δύο εντελώς νέα κεφάλαια. Η έκδοση καθυστέρησε έναν χρόνο, αλλά το αποτέλεσμα άξιζε κάθε μέρα αυτής της αναμονής».
Το βιβλίο σας μιλά για τον αφανισμό, την επιστήμη, τη φιλοδοξία, τη μεταμέλεια και για τη μεταβαλλόμενη σχέση μας με τη φύση. Πιστεύετε πως, ως ανθρωπότητα, μάθαμε κάτι από τα λάθη του παρελθόντος;
«Διαβάζοντας τις σημειώσεις των εξερευνητών του 18ου αιώνα, ένιωθα πως κάτι παράξενο κρυβόταν στον τρόπο με τον οποίο περιέγραφαν τα ζώα που συναντούσαν. Χρειάστηκα χρόνο για να καταλάβω τι ήταν αυτό: μπορούσαν να τα κοιτούν με περιέργεια και χωρίς ανησυχία, γιατί δεν είχαν καμία αίσθηση της ευθραυστότητας της φύσης. Για εκείνους, ο κόσμος ήταν μια σταθερή τάξη, φτιαγμένη από τον Θεό για τον άνθρωπο, κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει. Η ίδια η ιδέα του αφανισμού των ειδών γεννήθηκε μόλις τον 19ο αιώνα, όταν οι παλαιοντολόγοι άρχισαν να ξεθάβουν τους σκελετούς δεινοσαύρων, μαμούθ, πτεροσαύρων. Οι επιστήμονες τότε αναρωτήθηκαν: πού πήγαν όλα αυτά τα πλάσματα; Ορισμένοι πίστευαν ότι είχαν απλώς αποσυρθεί σε κάποια μακρινή γωνιά του κόσμου. Ο Τόμας Τζέφερσον, πριν γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, έστειλε μάλιστα μια αποστολή να αναζητήσει μαμούθ στις πεδιάδες της Αγριας Δύσης! Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη του 19ου αιώνα για να γίνει κατανοητό ότι μπορεί η ίδια η ανθρώπινη δραστηριότητα να εξαφανίσει ένα είδος.
Ως απόφοιτη ανθρωπιστικών σπουδών, έμαθα να βλέπω τα φαινόμενα μέσα στο ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο. Οταν όμως άρχισα να γράφω για ένα ζώο που είχε εξαφανιστεί αιώνες πριν, συνειδητοποίησα ότι και η ίδια η εξαφάνιση έχει τη δική της πολιτισμική ιστορία. Η συνειδητοποίηση του ανθρώπινου αποτυπώματος στη φύση είναι σχετικά πρόσφατη, ενώ ολόκληρες κοινωνίες και οικονομίες χτίστηκαν πριν αυτή υπάρξει. Ετσι, η αργή αντίδρασή μας στην οικολογική κρίση δεν πηγάζει μόνο από την αδιαφορία, αλλά και από μια ειλικρινή αμηχανία μπροστά σε μια θεμελιώδη αλλαγή τρόπου σκέψης. Ταυτόχρονα, η γνώση της επίδρασής μας στο περιβάλλον μάς φέρνει αντιμέτωπους με μια ευθύνη που πλέον δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Ελπίζω μόνο να μάθουμε να προσαρμόζουμε τα οικονομικά και κοινωνικά μας συστήματα έτσι ώστε να την αναλαμβάνουμε πραγματικά».
Οι γυναίκες τι ρόλο παίζουν στο βιβλίο σας, σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα πεδίο παραδοσιακά ανδροκρατούμενο;
«Σε πολλά μυθιστορήματα για την ιστορία της επιστήμης οι γυναίκες απουσιάζουν – ή υπάρχουν απλώς στο περιθώριο. Δεν ήθελα να γράψω άλλο ένα βιβλίο για τα κατορθώματα σπουδαίων ανδρών. Εβαλα στον εαυτό μου έναν στόχο: οι μισοί από τους βασικούς χαρακτήρες να είναι γυναίκες, ακόμη και αν στην αρχή δεν ήξερα ποιες θα ήταν. Ημουν βέβαιη όμως ότι υπήρξαν γυναίκες που είχαν συνδεθεί, με κάποιον τρόπο, με τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ ή με τον σκελετό που έφτασε στο Ελσίνκι. Η έρευνα στα αρχεία σπάνια σε απογοητεύει· σχεδόν πάντα σου δίνει αυτό που ψάχνεις. Και πράγματι, ανακάλυψα θαυμαστές μορφές γυναικών. Παρότι δεν γίνονταν επίσημα δεκτές στην επιστήμη, δεν έμειναν μακριά – και όταν αρχίσεις να τις αναζητάς δεν μπορείς πια να τις αγνοήσεις. Η επιλογή να φωτίσω τα περιθώρια έκανε το βιβλίο πολύ πιο ενδιαφέρον από όσο θα ήταν αν ακολουθούσα τις προφανείς διαδρομές. Ενα από τα πιο όμορφα αποτελέσματα της έκδοσης του βιβλίου ήταν το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη Χίλντα Ολσον, μια σπουδαία επιστημονική εικονογράφο του 19ου αιώνα, η οποία κατέρριψε τα στερεότυπα της εποχής της. Την περασμένη άνοιξη, τα έργα της εκτέθηκαν στη Φινλανδική Εθνική Πινακοθήκη και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Εναν αιώνα και εξήντα χρόνια αργότερα, λαμβάνει επιτέλους την αναγνώριση που της άξιζε, όχι μόνο ως καλλιτέχνιδος, αλλά και ως επιστήμονος».
Βλέπετε το πόνημά σας ως μέρος της ευρύτερης συζήτησης γύρω από την κλιματική αλλαγή, τη βιοποικιλότητα και την οικολογική απώλεια; Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά σε αυτόν τον διάλογο;
«Μέσα από τη διαδικασία της γραφής, συχνά αναρωτήθηκα τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο πλαίσιο μιας οικολογικής ανασυγκρότησης. Στις συζητήσεις γύρω από τον γνωσιολογικό ρόλο της τέχνης, της αποδίδεται συχνά η ικανότητα να προσφέρει βιωματική γνώση – τη γνώση τού πώς είναι να είναι κάποιος σε μια συγκεκριμένη συνθήκη.
Τα στατιστικά δεδομένα συγκεντρώνουν περιπτώσεις για να δείξουν το γενικό πλαίσιο. Η λογοτεχνία, αντίθετα, ακόμη και όταν αγγίζει τεράστια θέματα, τα προσεγγίζει μέσα από το πρίσμα μιας προσωπικής εμπειρίας. Γι’ αυτό και μπορεί να μας συγκινήσει βαθιά: αγγίζει ένα διαφορετικό επίπεδο κατανόησης από την απρόσωπη, αφηρημένη γνώση της επιστημονικής έρευνας ή των ειδήσεων. Είναι πιο εύκολο να θρηνήσουμε για ένα μόνο ζώο παρά για τετρακόσια, και να κατανοήσουμε τις συνέπειες της εξαφάνισης ενός είδους πιο εύκολα από τις γενικές αναλύσεις της περιβαλλοντικής καταστροφής».
Αρα τα βιβλία μάς ξυπνούν από τον λήθαργο της καθημερινότητας;
«Η θεωρητικός Ρίτα Φέλσκι γράφει ότι ένας από τους λόγους που στρεφόμαστε στα βιβλία είναι η ανθρώπινη ανάγκη να αφυπνιστούμε, να ελευθερωθούμε από το μούδιασμα. Πιστεύω πως αυτή η ικανότητα της λογοτεχνίας να ταράζει και να αφυπνίζει σχετίζεται με τη δύναμή της να μετατρέπει αφηρημένα φαινόμενα – όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας ή η κλιματική αλλαγή – σε εμπειρίες που μπορούμε να βιώσουμε με τη φαντασία μας. Στην καθημερινή μας ζωή, σπάνια καθόμαστε να στοχαστούμε τα δικά μας συναισθήματα για την εξαφάνιση ή την οικολογική απώλεια. Η λογοτεχνία όμως μπορεί να μας καλέσει να το κάνουμε, και μάλιστα με τρόπο που είναι εμπλουτιστικός, ακόμα και απολαυστικός. Ενα ακόμη στοιχείο που θεωρώ κρίσιμο είναι η ικανότητα της τέχνης να φέρνει στο φως οπτικές, ιστορίες και εμπειρίες που αλλιώς ίσως δεν θα συναντούσαμε ποτέ. Στη δυτική λογοτεχνική παράδοση, η περιγραφή της εμπειρίας των ζώων αντιμετωπιζόταν συχνά με καχυποψία, ως ανθρωπομορφισμός. Εγώ, ωστόσο, πιστεύω ότι ο αποκλεισμός των άλλων ειδών από τη βιωματική αφήγηση είναι μια αρχή αδύνατη να διατηρηθεί. Η Μάρθα Νούσμπαουμ, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι τρόποι και οι γλώσσες με τις οποίες περιγράφουμε τα όντα και τα πράγματα επηρεάζουν καθοριστικά τα συναισθήματα που μας προκαλούν. Ετσι, για μένα ήταν ουσιώδες να φανταστώ τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ ως έναν χαρακτήρα με δική του υπόσταση, όχι απλώς ως αντικείμενο ανθρώπινης δράσης, ως θήραμα με νόστιμο κρέας, αλλά ως ένα πλάσμα με δικό του εσωτερικό κόσμο.
Η λογοτεχνία έχει τη μοναδική ικανότητα να προσφέρει μια βιωματική γνώση του “άλλου”, και αυτή η ικανότητα συνδέεται βαθιά με τη δυνατότητα της ενσυναίσθησης. Οπως σημειώνει η ερευνήτρια Σούζαν Κιν, για να νιώσουμε ενσυναίσθηση πρέπει πρώτα να είμαστε σε θέση να φανταστούμε τον άλλον ως ένα ον ικανό να βιώνει αισθήματα. Πιστεύω – και ελπίζω – ότι όταν η λογοτεχνία μάς καλεί να αναγνωρίσουμε τα άλλα είδη ως υπάρξεις με τη δική τους αυταξία, μπορεί να μας οδηγήσει να σκεφτούμε και να δράσουμε διαφορετικά. Να διευρύνουμε τον κύκλο της ενσυναίσθησης πέρα από τον άνθρωπο. Η οικοδόμηση μιας πιο βιώσιμης σχέσης με τη φύση είναι ένα τεράστιο εγχείρημα, που καμία επιστήμη ή τέχνη από μόνη της δεν μπορεί να ολοκληρώσει. Χρειάζεται πολλαπλές μορφές κατανόησης και επικοινωνίας. Η οικολογική ανασυγκρότηση βασίζεται στη γνώση και στην έρευνα, στη χάραξη καλύτερων πολιτικών και στην ακτιβιστική δράση. Αλλά, ειλικρινά, πιστεύω πως χρειάζεται και την τέχνη».



