Πρωτογνώρισα τον Τσιγκόζιε Οµπιόµα το, φαινοµενικά µακρινό, 2016, σε µια διαδικτυακή µας συνάντηση µέσω Skype. Αφορμή τότε, το πρώτο του μυθιστόρημα, «Οι ψαράδες» (εκδ. Μεταίχμιο), μια βαθιά αλληγορική ιστορία για τη μοίρα, την αδελφική αγάπη και τις καταστροφικές συνέπειες του φόβου, που είχε ήδη βρεθεί στη βραχεία λίστα του βραβείου Man Booker. Σχεδόν μία δεκαετία μετά, οι τρόποι επικοινωνίας έχουν αλλάξει και ο ίδιος δεν είναι πια απλώς ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, αλλά εδραιωμένος σε βαθμό ώστε να γίνεται και ο ίδιος κριτής στα διαπρεπή βραβεία (συγκεκριμένα το 2021). Είναι επιπλέον και καθοριστική μορφή του Oxbelly Retreat, μιας διεθνούς πρωτοβουλίας που από το 2023 εδρεύει στη Μεσσηνία και φιλοξενεί κάθε καλoκαίρι storytellers, κοινώς ανθρώπους του κινηματογράφου ή λογοτέχνες από όλον τον κόσμο, σε έναν χώρο απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας στην Costa Navarino. O Oμπιόμα είναι συγκεκριμένα Program Director του Fiction Writers Program, το οποίο ξεκίνησε το 2023 (To Oxbelly Retreat ξεκίνησε το 2015).

Πρωτοβρέθηκε εκεί το 2022 ως προσκεκλημένος της Faliro House και του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος είχε διαβάσει το δεύτερο βιβλίο του, «An Orchestra of Minorities» (2019). «Καθώς βρέθηκα σε αυτό το μέρος, συνειδητοποίησα ότι έγραφα συνεχώς. Και έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να προσκαλέσουμε συγγραφείς και να οργανώσουμε ένα retreat για τη μυθοπλασία. Μου πρότειναν να γράψω μια πρόταση για το πώς θα μπορούσε να στηθεί και το έκανα έχοντας κατά νου ένα λογοτεχνικό retreat που πραγματοποιείται στην Ισλανδία. Δέχτηκαν να το χρηματοδοτήσουν και έτσι μαζί με την Executive Director Κάρολιν Φον Κουν, με την οποία συνεργαστήκαμε στενά, φτιάξαμε αυτό το πρόγραμμα». Η Φον Κουν, όπως και ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος, είναι επικεφαλής αυτού του οκταήμερου retreat που έχει γίνει ιδιαίτερα περιζήτητο. Φέτος, για παράδειγμα, κατατέθηκαν 2.000 αιτήσεις από 116 χώρες για μόλις 10 θέσεις, οι οποίες εξετάζονται από ομάδα 60 αναγνωστών και κριτών από όλον τον κόσμο. Ο Ομπιόμα, ως Program Director, βοηθά στην οργάνωση αλλά και στο φιλτράρισμα των αιτήσεων στα τελικά στάδια.

Το όραμά μας είναι να αφαιρέσουμε κάθε εμπόδιο συμμετοχής: δεν υπάρχει κόστος συμμετοχής και καλύπτονται όλα τα έξοδα. Ολα είναι δωρεάν ώστε να μην αποκλείεται κανείς. Εχουμε συμμετέχοντες/ουσες από όλον τον κόσμο που λαμβάνουν μέρος στα workshops με advisors καταξιωμένους συγγραφείς – εφέτος, για παράδειγμα, ήταν η Ναμουάλι Σέρπελ και ο Ισμαελ Μπέα – και μετά ακολουθεί λίγος χρόνος για συγγραφή, σαν ένα mini residency. Δεν ζητούμε να παραδώσουν τίποτα, το κείμενο είναι δικό τους. Αυτό που έχει σημασία είναι όσα κερδίζουν: δεξιότητες, ανταλλαγή ιδεών, διασυνδέσεις. Στόχος μας είναι να τους προσφέρουμε κάτι που θα τους συνοδεύει για πάντα στην πορεία τους ως συγγραφείς. Πρόσφατα, μάλιστα, κάναμε μια σημαντική συμφωνία με το λογοτεχνικό περιοδικό “Granta”: οι fellows και οι alumni μας μπορούν πλέον να στέλνουν κείμενα τα οποία θα διαβάζονται στο σύνολό τους. Συνήθως, χωρίς λογοτεχνικό ατζέντη, διαβάζεται μόλις μία σελίδα. Τώρα, όμως, είναι υποχρεωμένοι να τα διαβάσουν ολόκληρα και να δημοσιεύσουν τουλάχιστον ένα από αυτά».

Φωτογραφία: Βαγγέλης Πατσιάλος

Το όνειρο της Ευρώπης

Το δεύτερο βιβλίο του, «An Orchestra of Minorities», που τον έφερε στη Μεσσηνία και μπήκε στη βραχεία λίστα του Booker το 2019 – αν και παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά – είναι ένα σύγχρονο οδοιπορικό, όπου η ομηρική περιπέτεια συναντά τη μεταφυσική των Iγκμπο. Πρωταγωνιστεί ένας νεαρός νιγηριανός πτηνοτρόφος, ο οποίος, για να κερδίσει την αποδοχή της πλούσιας οικογένειας της αγαπημένης του, πουλά τα πάντα και ταξιδεύει στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου για σπουδές.

Τελικά, πέφτει θύμα απάτης από τους λεγόμενους «fixers» που ξεγελούν επίδοξους φοιτητές να πληρώσουν μεγάλα ποσά για να περάσουν στην Ευρώπη, για να ανακαλύψουν στην άφιξή τους ότι η περιοχή δεν αναγνωρίζεται καν ως τμήμα της ΕΕ και ότι δεν είναι καν εγγεγραμμένοι σε πανεπιστήμια της περιοχής όπως τους είχαν υποσχεθεί. Είναι ένα βιβλίο εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, διότι ένας φίλος που εξαπατήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο πέθανε πέφτοντας από ένα κτίριο σε ένα «αυτοκτονικό δυστύχημα», όπως θα το περιγράψει.

«Ηταν συντετριμμένος, είχε πιει πολύ, πίστεψε ότι κατέβαινε σκάλες, αλλά στην πραγματικότητα περπατούσε προς το κενό». Αυτό το τραγικό συμβάν αποτέλεσε έμπνευση για το έργο του, μαζί με τις εμπειρίες εκμετάλλευσης μεταναστών και τις υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον που ποτέ δεν υλοποιούνται. Ο Ομπιόμα είχε και αυτός βρεθεί εκεί για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία, αλλά η πορεία του ήταν διαφορετική. «Εγώ είχα οικονομική υποστήριξη από τους γονείς μου για τις σπουδές και είχα κάνει μια μικρή έρευνα προτού ταξιδέψω, οπότε δεν χρειαζόμουν μεσάζοντες. Ομως πολλοί άλλοι δεν είχαν την ίδια τύχη. Ο φίλος μου ο Jay εξαπατήθηκε. Του είχαν πει πως πηγαίνει στην Ευρώπη να σπουδάσει, αλλά βρέθηκε σε μια φτωχή, υπανάπτυκτη περιοχή. Λίγο πριν πεθάνει μου είπε: “Δεν θα ερχόμουν εδώ αν δεν ήμουν ερωτευμένος. Ηθελα να μαζέψω λεφτά για να παντρευτώ τη γυναίκα που αγαπώ”. Μετά τον θάνατό του άρχισα να αναρωτιέμαι: τι θα γίνει αυτή η γυναίκα τώρα; Αυτές οι σκέψεις στάθηκαν η αφετηρία για το μυθιστόρημά μου».

Ενας νιγηριανός τραγικός

Ο Ομπιόμα, που μεγάλωσε σε μια οικογένεια με δώδεκα παιδιά στην Ακουρε, στη Νοτιοδυτική Νιγηρία, στάθηκε τυχερός σε πολλά. Πρώτα απ’ όλα, μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου υπήρχε η βιβλιοθήκη του πατέρα του, ενός ανθρώπου με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογιστική και τα χρηματοοικονομικά. «Ηταν μορφωμένος άνθρωπος και πάρα πολύ σοβαρός αναγνώστης. Διάβαζε εφημερίδες κάθε μέρα, ακόμα και τους “New York Times”. Δεν ήταν εύκολο τότε να φθάσουν μέχρι τη Δυτική Νιγηρία, αλλά κάθε εβδομάδα κάποιος τις έφερνε από το Λάγος. Η βιβλιοθήκη του δεν ήταν μεγάλη, τώρα που έχω δικές μου καταλαβαίνω πόσο μικρή ήταν, αλλά τότε μου φαινόταν τεράστια. Θυμάμαι, υπήρχαν έργα του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, λίγα, αλλά αρκετά για να φυτέψουν μέσα μου την αγάπη για τη λογοτεχνία. Ημουν και μέλος σε μια τοπική βιβλιοθήκη, οπότε άρχισα μόνος μου να τα ψάχνω.

Διάβασα την “Οδύσσεια”στα 11 ή 12, πολύ νωρίς δηλαδή. Και μετά φυσικά την “Ιλιάδα”, την “Αντιγόνη”, έργα που έζησα πολύ έντονα στην εφηβεία μου. Τα διάβαζα σχεδόν παράλληλα με Σαίξπηρ και κάποιους άγγλους συγγραφείς της κλασικής περιόδου, όπως τον Ντίκενς και τον Τόμας Χάρντι. Πιστεύω πως η ελληνική λογοτεχνία με διαμόρφωσε πιο πολύ και από την αφρικανική, την οποία γνώρισα αργότερα. Ισως γι’ αυτό και πολλοί χαρακτηρίζουν το έργο μου “τραγικό”. Δεν το κάνω συνειδητά, αλλά νομίζω πως αυτό το αρχαίο αισθητικό πλαίσιο εγκαταστάθηκε νωρίς μέσα μου και παραμένει».

Πολίτης του κόσμου

Ο Ομπιόμα γνώρισε την Ελλάδα προτού γίνει συχνός επισκέπτης της εξαιτίας του Οxbelly Writers Retreat. Μέσα από τη σχέση του με μια Ελληνίδα ήρθε κοντά στον ελληνικό πολιτισμό: «Μου μαγείρευε γεμιστά, με φώναζε Γιάννη – αφού το μεσαίο μου όνομα είναι Τζον – και πηγαίναμε βόλτες στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στην Ακρόπολη. Οταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, γύρω στο 2012, ένιωσα αμέσως οικεία. Η Μεσόγειος, το φως, το τοπίο… όλα μού θύμιζαν την Κύπρο. Εκεί όμως είχα βιώσει έντονα τον ρατσισμό. Τόσο έντονα, που κάποια στιγμή σκέφτηκα να αλλάξω ακόμη και τη γλώσσα μου. Στην Αθήνα, όχι τόσο».

Πλέον ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια και διατηρεί θέση καθηγητή στο University of Georgia (είναι Helen S. Lanier Distinguished Professor of English and Creative Writing) και βρίσκεται να μεγαλώνει τα δύο παιδιά του σε έναν κόσμο που φέρει το αποτύπωμα του Τραμπ: «Το πρόβλημα είναι η πόλωση. Δεν νοιάζεται κανείς για τον λαό πραγματικά. Ο καθένας απλώς θέλει να “τη φέρει” στον αντίπαλο. Η Αριστερά προασπίζεται μια χώρα “χωρίς σύνορα, χωρίς τείχη”, που είναι ακραίο. Ποια χώρα δεν έχει σύνορα; Οπότε οι άλλοι απαντούν με την άλλη υπερβολή: “Να τους απελάσουμε όλους”. Αντί να πει κάποιος κάτι λογικό, όπως “ας έχουμε ένα ανθρώπινο, αλλά ελεγχόμενο σύστημα μετανάστευσης”, οι δύο πλευρές σπρώχνουν η μία την άλλη στα άκρα. Και οι λογικοί στη μέση φωνάζουν, αλλά κανείς δεν τους ακούει. Βέβαια, πέρα από όλα αυτά, οι πολιτικές του Τραμπ είναι τρέλα, δεν έχουν καμία λογική».

Ωστόσο, η συζήτησή μας γίνεται όσο βρίσκεται στο Λάγος, όπου επιστρέφει όποτε το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του: «Προφανώς, η Νιγηρία δεν είναι όπως θα την ήθελα, αλλά έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εχω αρκετούς φίλους που επιστρέφουν ξανά εδώ. Υπάρχει πολιτική σταθερότητα, από το 1970 και μετά η χώρα δεν έχει γνωρίσει πόλεμο ή κρίση. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στη διαφθορά και στην κακοδιαχείριση από εκείνους που βρίσκονται στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας. Ομως, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, αν ανήκεις στην ανώτερη τάξη, μπορείς να ζήσεις καλά».

Επιστροφή στις ρίζες

Ο Ομπιόμα επιστρέφει στη γενέτειρά του και μέσα από το τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο «The Road to the Country», το οποίο κυκλοφόρησε το 2024 και αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στη νιγηριανή κυβέρνηση και την αποσχισθείσα περιοχή της Μπιάφρα (1967-70).

«Ημουν μόλις οκτώ ή εννέα χρόνων όταν πρωτοπήγα σε αυτή την πλευρά της χώρας. Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα πως αντίκρισα ανθρώπους με παραμορφώσεις, κάποιοι είχαν χάσει τα άκρα τους. Ημουν παιδί, γεμάτος περιέργεια, και ρώτησα γιατί ήταν έτσι αυτοί οι άνθρωποι. Μου απάντησαν: “Εξαιτίας του πολέμου”. Αυτές οι εικόνες με ακολουθούσαν για χρόνια. Αρχισα να αναρωτιέμαι τι είδους πόλεμος ήταν αυτός που μπορούσε να καταστρέψει τόσο βαθιά ανθρώπινες ζωές και σώματα. Ηξερα από τότε ότι μια μέρα θα έγραφα για αυτό. Ηταν σαν κάτι να είχε ριζώσει μέσα μου, κάτι που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Και ο λόγος δεν ήταν μόνο προσωπικός. Οι αιτίες που οδήγησαν στον πόλεμο της Μπιάφρα εξακολουθούν να είναι ορατές στη Νιγηρία σήμερα. Υπάρχουν ακόμη εντάσεις, πολιτισμικές διαφορές και βαθιά κοινωνικά ζητήματα που παραμένουν άλυτα. Ενιωσα ότι ήταν σημαντικό να στρέψω την προσοχή του κόσμου σε αυτή την ιστορική πληγή, να βοηθήσω τις νεότερες γενιές να κατανοήσουν το παρελθόν, όχι μόνο ως χρονικό γεγονός, αλλά ως κάτι που συνεχίζει να επηρεάζει το παρόν».

Παρ’ όλη του τη σύνδεση με τη γενέθλια γη, ο Ομπιόμα εκφράζεται σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του. Δεν γράφει σε κάποια διάλεκτο της Νιγηρίας, συγκεκριμένα γιορούμπα ή ίγκμπο, που μιλιούνται στη γεωγραφική περιοχή όπου μεγάλωσε, αλλά στα αγγλικά, που είναι η επίσημη γλώσσα της Νιγηρίας. «Είναι η γλώσσα της λογοτεχνικής μου έκφρασης, η γλώσσα με την οποία μπορώ να μιλήσω στον κόσμο» θα πει. Είναι και η γλώσσα που δίνει τελικά μεγαλύτερη ορατότητα σε συγγραφείς από «μικρές» χώρες. «Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που, στο πλαίσιο του Oxbelly Retreat, θέλουμε να ενθαρρύνουμε τις συμμετοχές από την Ελλάδα (σ.σ.: μέχρι στιγμής έχουν συμμετάσχει οι Ειρήνη Λουκαΐδη και Ερατώ Ιωάννου από την Κύπρο και η Κατερίνα Μαλακατέ από την Ελλάδα). To φθινόπωρο θα ξεκινήσει το ανοιχτό κάλεσμα για όσους ενδιαφέρονται».