Κάπου στην ηλικία των 60 οι μεγάλοι ρόκερ είθισται να έρχονται αντιμέτωποι με αυτό που οι Jethro Tull περιέγραφαν εύγλωττα το 1976 στο «Too Old to Rock’n’Roll: Too Young to Die!» – το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Η παρέα του Ιαν Αντερσον στεκόταν βέβαια περισσότερο στην αίσθηση της αλλοτρίωσης από τα μουσικά δρώμενα της στιγμής και στην πεποίθηση ότι το πεπρωμένο του old rocker είναι να αναστηθεί μόλις η καταιγίδα της εκάστοτε μόδας περάσει. Οταν ο Μπομπ Ντίλαν στα 63 του, το 2004, ή ο Κιθ Ρίτσαρντς στα 67 του, το 2010, έγραφαν την αυτοβιογραφία τους, το έκαναν κυρίως με τη συνειδητοποίηση ότι ένα μείζον κεφάλαιο της ζωής τους είχε ολοκληρωθεί: ήταν παρόντες στη γέννηση μιας ολόκληρης κουλτούρας και ήταν ώρα να αφηγηθούν τις πρώτες ιστορίες από την ηρωική της εφηβεία. Η διαδοχή της αθωότητας από την εμπειρία, αν και σε μια άλλη, μεταγενέστερη εποχή, βρίσκεται στον πυρήνα της εξιστόρησης του Μπόνο που κυκλοφόρησε στις αρχές Νοεμβρίου με τον τίτλο «Surrender: 40 Songs, One Story» (εκδ. Alfred A. Knopf). Οντας 62 ετών πλέον, επικεφαλής ενός συγκροτήματος που μετράει 22 βραβεία Grammy και πάνω από 150 εκατομμύρια δίσκους σε πωλήσεις, ο ηγέτης των U2 δεν αρκείται εδώ σε ένα απλό εγχείρημα: προσωπική εξομολόγηση, οικογενειακό χρονικό, ιστορία του συγκροτήματος, βιογραφία 40 τραγουδιών του, δοκίμιο περί μουσικής και πολιτικής, το βιβλίο είναι πιστή αντανάκλαση του συγγραφέα του – πάντοτε πληθωρικό, ενίοτε αντιφατικό.

Αναμενόμενα, ίσως, ο αναστοχασμός έχει αφετηρία ένα πρόβλημα υγείας. Τα Χριστούγεννα του 2016 ο Μπόνο βρίσκεται στο νοσοκομείο εξαιτίας ενός σοβαρού καρδιακού ζητήματος. Εχει χρόνο να σκεφτεί σχετικά με το παρελθόν και το παρόν, την επιτυχία και το τίμημά της, τον στενό του κύκλο και τον ευρύ του περίγυρο. Νεότερος γιος μιας μεσοαστικής οικογένειας, μεγαλώνει στο Δουβλίνο της δεκαετίας του ’60 όπου ο απόηχος των «Ταραχών» της Βόρειας Ιρλανδίας είναι κοντινός. Τον παρορμητικό και ατίθασο 14χρονο Πολ Χιούσον (πετάει περιττώματα στο φαγητοδοχείο της καθηγήτριας Ισπανικών με συνέπεια την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος) σημαδεύει η ξαφνική απώλεια της μητέρας του, Αϊρις. Η σχέση με τον πατέρα του, Μπομπ, καθολικό που παντρεύτηκε προτεστάντισσα, λάτρη της όπερας, αλλά και όχι ιδιαίτερα διαχυτικό χαρακτήρα, θα αποβεί περίπλοκη: ο Πολ είναι ένας οργισμένος έφηβος που θα εξελιχθεί σε προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας, ο Μπομπ περήφανος γονέας που παρ’ όλα αυτά θα ρωτάει μεταξύ σοβαρού και αστείου τον ροκ σταρ γιο του «πότε θα βρεις κανονική δουλειά;» και θα αποκρύψει επιμελώς επί δεκαετίες το τρίτο παιδί του, καρπό εξωσυζυγικής σχέσης με την κουνιάδα του, Μπάρμπαρα.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω