Σε εκδροµή στην Ηπειρο και στη Μακεδονία είχα επιλέξει ελληνικής κοπής bed and breakfast, όπου σου παραχωρούν δωµάτιο µέσα στο σπίτι τους και σου σερβίρουν πρωινό στην τραπεζαρία ή στην κουζίνα της οικογένειάς τους. Γνωρίζω πως η αίσθηση οικειότητας που δηµιουργούν οι µικρές αυτές επιχειρήσεις αρέσει σε πολλούς. Εγώ πάλι δεν θα ξεχάσω ποτέ τις µαρτυρικές ηµέρες που περάσαµε σε ένα σπίτι στα Μαστοροχώρια. Κυρίως τα πρωινά που εµφανιζόµασταν στην κουζίνα για να πάρουµε το πρωινό µας. Η κυρία του σπιτιού ετοίµαζε τα πάντα εκείνη τη στιγµή, µπροστά µας. Αυτό θα µπορούσε να ήταν υπέροχο, αν δεν µιλούσε ακατάπαυστα. Τι έκανε η απέναντι «µε την άχρηστη την κόρη της», γιατί ο πρόεδρος που πέθανε δεν άφησε τίποτε στη γυναίκα του, πόσες καστανιές έχουν τα χωράφια του ενός, πόσα πρόβατα έχουν τα µαντριά του άλλου, γιατί η Ελένη Μενεγάκη βρίσκεται στην πρώτη γραµµή της ψυχαγωγίας εδώ και χρόνια (και αυτό το ήξερε!). Ο παραληρηµατικός µονόλογός της διαρκούσε όσο διαρκούσε το πρωινό µας. Στα µισά της παράστασης και ενώ βρισκόµασταν στα πρόθυρα πονοκεφάλου, εµφανιζόταν στην κουζίνα ο άνδρας της. Καθόταν δίπλα µας στο τραπέζι, χωρίς να τον καλέσουµε, και άρχιζε: «Πού θα πάνε σήµερα τα παιδιά; Εγώ θα σας πω!». Το πρωί της εποµένης η ανάκριση συνεχιζόταν σε πιο αυστηρό ύφος: «Πήγατε εκεί που σας είπα; Θα σας µαλώσω! Γιατί δεν πήγατε;». Γιατί δεν θέλαµε, βρε θείο! Περίεργα ήταν τα πράγµατα και στην επόµενη στάση µας, κάπου έξω από την Καστοριά. «Τι ώρα να σας έχω το πρωινό;» ρώτησε η (ευγενέστατη) οικοδέσποινα. «Μπορείτε κατά τις οκτώ ή είναι πολύ νωρίς;». «Καλέ τι νωρίς, εγώ από τις έξι είµαι στο πόδι!». Πηγαίναµε για πρωινό στις οκτώ. Και τη βρίσκαµε µε το χαµόγελο στο στόµα αλλά χωρίς ψωµί στο τραπέζι: «Το φουρνίζω, σε δύο λεπτά θα είναι έτοιµο!». Και ερχόταν στις οκτώµισι το ψωµί τόσο καυτό που το τρώγαµε και κλαίγαµε. Και όταν σηκωνόµασταν µε εγκαύµατα στη γλώσσα για να φύγουµε, µας σταµατούσε: «Σε δέκα λεπτά βγαίνει η πίτα! Δεν θα πάτε πουθενά!». Τα δέκα λεπτά ήταν µισή ώρα οµηρείας, µε αποτέλεσµα να ξεκινάµε πάντα µε µεγάλη καθυστέρηση το πρόγραµµά µας. Αποφάσισα κι εγώ να πηγαίνω µόνο σε µεγάλα ξενοδοχεία. Είναι απρόσωπα; Πολλές φορές είναι. Πρόσφατα, µάλιστα, σε ένα ταξίδι µου στον ευρωπαϊκό Βορρά πέρασα για πρώτη φορά και από ξενοδοχεία όπου δεν υπήρχε ρεσεψιόν, όπου δεν έβλεπες κανέναν υπάλληλο και κανέναν ιδιοκτήτη. Σου έστελναν µε email έναν κωδικό για να µπεις στο δωµάτιο και αυτό ήταν. Είχε τα καλά του. Είχε και µια ψύχρα. Αναρωτήθηκα, τι να επιλέξω; Την ασφυκτική περιποίηση (και τους χαλαρούς χρόνους) α λα ελληνικά ή το τακτοποιηµένο, τυποποιηµένο και παγερό «έλα εσύ, φύγε εσύ» των Βορειοευρωπαίων; Η ιδανική µέση οδός, που σε περιποιούνται µε τρόπο ευγενικό, φιλικό και διακριτικό, χωρίς να κάθονται στον σβέρκο σου αλλά και χωρίς να σου γυρίζουν την πλάτη, µου έχει λείψει.