Συνομιλώντας με τον ζωγράφο Δημήτρη Ξόνογλου, λίγο καιρό αφότου η έκθεσή του με τίτλο «Aller retour» στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της (από τις 24 Ιανουαρίου έως τις 15 Μαρτίου του τρέχοντος έτους), δύο είναι τα πράγματα που συγκρατείς.

Πρώτον, τη σημασία της εκπαίδευσης και, δεύτερον, έναν στοχασμό του ζωγράφου γύρω από την αξία που έχει στις μέρες μας η ζωγραφική. Ή που θα όφειλε να έχει.

«Kάποιος γεννιέται ζωγράφος και στην πορεία εξελίσσεται» πιστεύει ο Δημήτρης Ξόνογλου, ο οποίος γεννήθηκε το 1949 στην Πρώτη Σερρών και σήμερα ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. «Αν επιμείνει και εξελίξει το ταλέντο που υποτίθεται ότι έχει, τότε πάει μπροστά. Αν επαναπαυθεί στο ταλέντο και την τεμπελιά του, τότε τα πράγματα θα είναι διαφορετικά».

Για τον Ξόνογλου, που διδάσκει στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «χωρίς την εκπαίδευση δεν γίνεται τίποτα. Πέρα από το ότι σήμερα οι σπουδές είναι πολύ εξειδικευμένες, κάτι που βλέπουμε κυρίως στους επιστήμονες, η ιστορία τέχνης αριθμεί αιώνες. Ενας ζωγράφος σήμερα οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και τις κατακτήσεις της επιστήμης και οτιδήποτε συμβαίνει σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο στον πλανήτη. Οχι απλώς πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι, αλλά και να έχουμε σπουδάσει αυτά τα πράγματα για να προχωρήσουμε. Φυσικά, χωρίς ποτέ να αγνοούμε την τέχνη του παρελθόντος».

Επίσης, ο ζωγράφος δίνει έμφαση στην αφαίρεση, «ένα στοιχείο που ο 20ός αιώνας έφερε στη ζωή μας πέρα από τη βιομηχανική επανάσταση, τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα, τις πολιτικές αλλαγές κ.λπ. Αυτό το στοιχείο οδήγησε την τέχνη πάρα πολύ μακριά, πιο μακριά από άλλου είδους τέχνες. Από τη στιγμή που η φωτογραφία μπήκε στη ζωή μας, τα κινήματα της τέχνης έπαψαν να ασχολούνται με τον ρεαλισμό. Το να ζωγραφίζει κανείς ρεαλιστικά σήμερα θα έλεγα ότι είναι σαν να φορά κάποιος ταυτόχρονα τα ρούχα του χειμώνα, της άνοιξης, του καλοκαιριού και του φθινοπώρου και να απορεί γιατί ζεσταίνεται και οι άλλοι τον κοιτάζουν περίεργα. Χρειάζεται λοιπόν μια ισορροπία στα πράγματα».

Εργο από πλέξιγκλας (2019)

Από εκεί και πέρα, για να δημιουργήσει κανείς «πρέπει να συντονιστεί με τις ανάγκες του ουρανού» όπως σημειώνει ο ζωγράφος, που σπούδασε ζωγραφική στην Accademia di Belle Arti di Roma και κεραμική στη Scuola Arti Ornamentali της Via San Giacomo στην ιταλική πρωτεύουσα, για να προσθέσει: «Και η καρδιά του να χτυπάει συγχρόνως με την καρδιά του Σύμπαντος. Τότε ανακαλύπτει καινούργια πράγματα, καινούργια χρώματα, δημιουργεί καινούργιες εικόνες…».

Γιατί το να κατακτήσει κανείς με τη δουλειά του έναν λοφίσκο για τον Δημήτρη Ξόνογλου δεν σημαίνει και τίποτε: «Μπορεί από την άλλη μεριά να τον περιμένει ένα φαράγγι που για να το διαβεί θα πρέπει να αποφύγει βράχους. Εκεί από όπου πέφτουν τα αγριοκάτσικα, εκεί όπου κυκλοφορούν ερπετά. Και αν είσαι τυχερός, ίσως βρεις και έναν βοσκό να σε βοηθήσει να βγεις σε ένα πιο φωτεινό μονοπάτι».

Και έτσι φτάνουμε στο δεύτερο σκέλος των δύο στοιχείων που συγκρατήσαμε από τη συνομιλία μας με τον Δημήτρη Ξόνογλου: η βοήθεια για τον εικαστικό είναι απαραίτητη, όχι μόνο σε πνευματικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο: «Ενα χαρακτηριστικό της τέχνης του 20ού αιώνα είναι ότι υπήρχαν και πάρα πολλοί χορηγοί. Ομως τα τελευταία χρόνια στερεύουν, στους καιρούς μας μάς έχουν λείψει πάρα πολύ οι χορηγοί στην τέχνη. Εγώ, για παράδειγμα, ανέκαθεν ήμουν εκείνος που, με κάποιες εξαιρέσεις, χρηματοδοτούσα τα έργα μου. Αλλά δεν είμαι ο μόνος. Ολοι οι καλλιτέχνες βιώνουν τέτοιες καταστάσεις. Και η τέχνη χρειάζεται χρήματα για να προχωρήσει».

Πού οφείλεται όμως η «ύφεση» στο θέμα των χορηγιών σε αυτή τη μορφή τέχνης; Γιατί σε άλλες τέχνες – τον κινηματογράφο, όπως και το θέατρο – έχουν βρεθεί κάποιες διέξοδοι χορηγιών; Γιατί στη ζωγραφική, για παράδειγμα, υπάρχει αυτή η έκπτωση; «Η ζωγραφική είναι πιο ερμητική τέχνη» αναφέρει ο Δημήτρης Ξόνογλου. «Ο κινηματογράφος και το θέατρο, όπως και η μουσική, είναι πιο λαϊκές τέχνες. Τα εικαστικά δεν έχουν τόσο πολύ κοινό».

Τέχνη Vs κρατικής εξουσίας

Το παράδοξο, βέβαια, είναι – και το επισημαίνω στον εικαστικό – ότι όταν δεν υπήρχε ο κινηματογράφος, η ζωγραφική με έναν τρόπο ήταν ο κινηματογράφος της εποχής και αργότερα επηρέασε πάρα πολύ την 7η Τέχνη, όπως και τη μουσική και το θέατρο. Επομένως, εφόσον τα παλαιότερα χρόνια η ζωγραφική ήταν η πιο κοντινή τέχνη στο απόλυτα λαϊκό που θα γινόταν αργότερα ο κινηματογράφος, η πρόσβαση προς τους χορηγούς θα ήταν και πιο εύκολη.

«Η προσέγγιση ήταν όντως πιο εύκολη εκείνες τις εποχές» λέει ο ζωγράφος. «Αλλά η τέχνη ήταν πάντα απέναντι από την κρατική εξουσία. Η εξουσία θεωρεί την τέχνη εχθρό της». Βέβαια, ο αντίλογος εδώ είναι ότι υπουργείο Πολιτισμού υπάρχει. «Ναι, αλλά έχει άλλους λόγους για να υπάρχει» σχολιάζει ο Δημήτρης Ξόνογλου. «Επειδή η Ελλάδα είναι μια χώρα με πάρα πολλές αρχαιότητες, την πλειονότητα του πακέτου με όλες τις χορηγίες για την τέχνη την κερδίζουν οι αρχαιότητες».

Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση «Aller retour» στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης στέφθηκε με επιτυχία. «Είχα καιρό να κάνω έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο, από το 2012, και οφείλω να πω ότι είναι ένας χώρος ιδανικός» σημειώνει ο ζωγράφος. «Ο χώρος είναι μεγαλύτερος από 245 τ.μ. και ενδείκνυται και για επιτοίχια έργα, έργα χώρου όπως και κατασκευές. Και επειδή και οι γκαλερί σιγά-σιγά εξαφανίζονται – μόνο δυο-τρεις έχουν παραμείνει στη Θεσσαλονίκη – ο χώρος του Γαλλικού Ινστιτούτου είναι πραγματικά πολύτιμος».

Το έργο που ο καλλιτέχνης δημιούργησε για τη μαθητική εφημερίδα «Το Βήμα της Δράμας»

Η συνεργασία με «Το Βήμα»

Οταν η κουβέντα μας φτάνει στην εικονογράφηση της μαθητικής εφημερίδας «Το Βήμα της Δράμας» (8 Δεκεμβρίου 2024), ο Δημήτρης Ξόνογλου μοιράζεται μαζί μας μια αρκετά προσωπική ιστορία σε σχέση με την έμπνευση της εικονογράφησης, που είναι η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα. Η Πρώτη Σερρών από την οποία κατάγεται ο Ξόνογλου βρίσκεται πολύ κοντά στη Δράμα – σε μια απόσταση μόλις 17 χλμ., περίπου ένα 20λεπτο με το αυτοκίνητο: «Μαθητής Λυκείου, πήγαινα και παρακολουθούσα την ομάδα ποδοσφαίρου, τη Δόξα Δράμας» θυμάται ο ζωγράφος.

«Τότε η Δόξα βρισκόταν στην Α’ εθνική κατηγορία και είχε μεγάλα ονόματα στη σύνθεσή της, όπως ο Τάκης Λουκανίδης. Αν και από τα μαθητικά μου χρόνια μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες οι φορές που πήγα στη Δράμα, πάντα μου έκανε εντύπωση η λίμνη της Αγίας Βαρβάρας. Οταν αργότερα έμαθα την ιστορία με τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας, ότι υπήρχε ένα παλιό εκκλησάκι που κατακλύστηκε από τα νερά και τα λοιπά, αυτό με οδήγησε στο να προσπαθήσω να αποδώσω με ζωγραφικό τρόπο το έργο που φιλοξένησε το εξώφυλλο της μαθητικής εφημερίδας του “Βήματος”».