Σε ένα μικρό νησί που δεν το δείχνουν καν οι χάρτες, όλο το χωριό μαζεύεται για να μοιραστεί θρύλους και ιστορίες-ανάμεσά τους την ιστορία των δίδυμων αδελφών Γκαρσές, που ο ένας διάλεξε να μην αφήσει ποτέ τη γενέτειρά του και ο άλλος έφυγε για να δει τον κόσμο. Οταν ο δεύτερος επιστρέφει και εγκλωβίζεται εκεί εξαιτίας μιας παράξενης πανδημίας, τα δύο αδέλφια θα προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν, να θυμηθούν, να πενθήσουν και να γιορτάσουν μαζί το παρελθόν. Αυτά συμβαίνουν στο πανέμορφο βιβλίο με τίτλο «Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα) του πολυβραβευμένου χιλιανού συγγραφέα και προφορικού αφηγητή Αντρές Μοντέρο. Το ΒΗΜΑgazino μίλησε μαζί του για τα συλλογικά τραύματα της χώρας του, για τη σημασία των μύθων σήμερα και για την αποξένωση που προκαλείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Υπάρχει κάποια ιδέα ή εικόνα που σας οδήγησε στη δημιουργία του μυθιστορήματος «Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα»;
«Το 2021, ακόμα εν μέσω της πανδημίας, είδα στον Νότο της Χιλής ένα μικρό σπιτάκι σκαρφαλωμένο σε έναν λόφο. Φαντάστηκα έναν γέρο να ζει εκεί μόνος του, να διαβάζει, να φροντίζει τα πρόβατά του και να μην τον ενοχλεί κανείς. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα: “Α, θα μπορούσα να ζήσω έτσι για το υπόλοιπο της ζωής μου”. Το περίεργο είναι ότι, δύο εβδομάδες αργότερα, βρέθηκα στη Βαρκελώνη, όπου είχα μετακομίσει για να κάνω μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή. Τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα εκεί, ένιωσα ξαφνικά πολύ χαρούμενος που βρισκόμουν σε αυτό που μου φαινόταν το κέντρο του κόσμου, σε μια πόλη γεμάτη ζωή – ήταν καλοκαίρι και, σε αντίθεση με τη Χιλή, η πανδημία φαινόταν να έχει τελειώσει. Εβλεπα όλους αυτούς τους χαρούμενους ανθρώπους να πίνουν μπίρα, να παίζουν μουσική στους δρόμους, και σκέφτηκα: “Α, θα μπορούσα να ζήσω έτσι για το υπόλοιπο της ζωής μου”. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έπρεπε είτε να πάω για θεραπεία είτε να γράψω ένα μυθιστόρημα. Επέλεξα το δεύτερο».
Στο μυθιστόρημά σας η θάλασσα κουβαλάει μυστικά και αναμνήσεις. Τη βλέπετε ως μεταφορά για την ιστορία και τα συλλογικά τραύματα της χώρας σας;
«Τα βουνά και η θάλασσα οριοθετούν τη Χιλή ανατολικά και δυτικά, αλλά ορίζουν και μεγάλο μέρος του χιλιανού χαρακτήρα. Είναι οι σημαντικότεροι μάρτυρες της ιστορίας αυτού του τόπου. Το να τα αντικρίζω σημαίνει για εμένα να νιώθω συνδεδεμένος με ένα γεωλογικό και ιστορικό παρελθόν. Εχουν υπάρξει λίκνο αλλά και σάβανο για πολλούς Χιλιανούς. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοτσέτ, κρατούμενοι ρίχνονταν στη θάλασσα από ελικόπτερα. Αλλά η θάλασσα έχει επίσης υπάρξει για εμάς νίκη, γαλήνη, τσουνάμι, καταστροφή, ειρήνη. Από αυτή την άποψη, περισσότερο από μεταφορά για την ιστορία της Χιλής, η θάλασσα πραγματικά φαντάζει, αν όχι η ίδια η Ιστορία, τουλάχιστον ένας παλιός συνομιλητής, με τον οποίο μπορούμε να μιλήσουμε για όλα μας τα τραύματα και τις χαρές».
Ενα από τα ισχυρά στοιχεία του πονήματός σας είναι η διαγενεακή αφήγηση – παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, όλοι λένε ιστορίες. Πώς βλέπετε αυτή τη μετάδοση μνήμης να διαμορφώνει τους χαρακτήρες σας;
«Η δουλειά μου ως προφορικού αφηγητή και συλλέκτη ιστοριών με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είμαστε αυτό που μας έχουν διηγηθεί: οι ιστορίες, τα παραμύθια, οι μύθοι, τα ανέκδοτα, τα αστεία. Μπορείς να γνωρίσεις πολύ καλά έναν άνθρωπο μόνο από τις ιστορίες που θυμάται ή τα ανέκδοτα που αφηγείται. Οταν δημιουργώ χαρακτήρες, σκέφτομαι πολύ τι τους έχουν πει κατά τη διάρκεια της ζωής τους για να τους γνωρίσω και να τους δώσω μορφή και προσωπικότητα. Και, βέβαια, σε αυτό το μυθιστόρημα ετούτο είναι ακόμα πιο ουσιαστικό, γιατί είναι ένα έργο που, μεταξύ άλλων, εξερευνά τις μεθόδους αφήγησης και τη σημασία της μνήμης σε μια κοινότητα».
Στα βιβλία σας υπάρχει πάντα και μια μυθολογική διάσταση. Γιατί πιστεύετε ότι εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε μύθους στον 21ο αιώνα;
«Πιστεύω ότι οι μύθοι είναι σαν χάρτες: μπορούν να μας καθοδηγήσουν όταν είμαστε χαμένοι. Είναι επίσης χάρτες που κουβαλάμε πάντα μαζί μας, όσο τους θυμόμαστε. Μια κοινωνία χωρίς μύθους είναι μια κοινωνία που προχωρά στα τυφλά, χωρίς ένα αφήγημα δικό της. Μια κοινωνία χωρίς μύθους είναι επίσης μια κοινωνία χωρίς τελετουργίες. Και αν χαθούν οι τελετουργίες, χάνεται η κοινότητα, το κοινωνικό πλέγμα διαλύεται και ανοίγει ο δρόμος για αφηγήματα που εξυμνούν την ατομικότητα και την έλλειψη ενσυναίσθησης».
Η Χιλή και η Ελλάδα έχουν βαθιές παραδόσεις προφορικών επών, μύθων και λαϊκών παραμυθιών. Βλέπετε παραλληλισμούς μεταξύ τους;
«Ναι, πολλούς. Φυσικά, η επιρροή των ελληνικών μύθων είναι τεράστια, αλλά είναι όμορφο να βλέπει κανείς πώς προσαρμόζονται σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Σε κάποιες περιοχές στον Νότο της Χιλής, για παράδειγμα, πιστεύεται ότι οι νεκροί πρέπει να ταφούν με ένα νόμισμα για να πληρώσουν τον βαρκάρη που θα μεταφέρει την ψυχή από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών. Υπάρχουν ακόμη και μέρη όπου λέγεται ότι φθάνουν οι ψυχές μετά θάνατον. Αυτό που με συναρπάζει είναι η σκέψη τού πώς η ιστορία του Χάροντα έφθασε σε ένα νησί της νότιας Χιλής – ή μήπως, τελικά, είμαστε μία και μόνη φυλή με τις ίδιες ιστορίες; Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με πιο σύγχρονες αφηγήσεις: για παράδειγμα, βρήκα πολλές ομοιότητες μεταξύ του Κονδορίτο, ενός εμβληματικού χαρακτήρα κόμικ της Χιλής, και του Καραγκιόζη, για τον οποίο έμαθα στην πρώτη μου επίσκεψη στην Αθήνα. Και χάρη στον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό, με τον οποίο μοιραζόμαστε την αγάπη για αυτού του είδους τις ιστορίες, έχω συνειδητοποιήσει ότι στην ελληνική περιφέρεια υπάρχουν αφηγήσεις πολύ παρόμοιες με εκείνες της χιλιανής υπαίθρου, τουλάχιστον όσον αφορά τις βασικές τους αγωνίες. Θα ήθελα πολύ να εξερευνήσω όλα αυτά πολύ περισσότερο, φυσικά».
Πώς βλέπετε να εξελίσσεται η χιλιανή λογοτεχνία σήμερα;
«Πιστεύω ότι η Χιλή περνάει μια καλή περίοδο στη λογοτεχνία της, και διακρίνω δύο κύριες τάσεις, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Η μία συνεχίζει την παράδοση του Ραούλ Σουρίτα, της Γκαμπριέλα Μιστράλ ή του Χόρχε Τεϊγιέρ. Η άλλη σχετίζεται με την επιρροή του Ρομπέρτο Μπολάνιο: πιο διεθνή βιβλία, με ποίηση λιγότερο στοχαστική και πιο ανατρεπτική, πιο punk. Μου αρέσουν πολύ τα βιβλία του Αλεχάντρο Σάμπρα, του Κριστιάν Xεΐσε ή της Μαρία Xοσέ Φεράδα, μεταξύ πολλών άλλων. Και στη Λατινική Αμερική, μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία της Μαριάνα Τραβάσιο, της Σέλβα Αλμάδα και της Σαμάντα Σβέμπλιν στην Αργεντινή ή της Φερνάντα Μελτσόρ και της Βαλέρια Λουσέλι στο Μεξικό. Υπάρχουν τόσο πολλοί συγγραφείς που γράφουν υπέροχα. Θα έλεγα ότι είναι προνόμιο το ότι μπορούμε να διδαχθούμε από τους σημερινούς συγγραφείς».
Τι σας έκανε, αλήθεια, να αγαπήσετε εξαρχής την αφήγηση ιστοριών;
«Ο πατέρας μου μας έλεγε παραμύθια και ιστορίες πριν κοιμηθούμε. Νομίζω ότι από τότε αυτό αναζητώ συνεχώς: τη φωνή που ακούγεται στο σκοτάδι, δίνοντας τροφή στη φαντασία, στο μυαλό που “προβάλλει” την ταινία της αφήγησης… Αργότερα, ως ενήλικος, άρχισα να αφηγούμαι δικές μου ιστορίες και αγάπησα τη ζωντανή επαφή με το κοινό – κάτι που σπάνια συμβαίνει με τη γραπτή λογοτεχνία. Σήμερα, αυτό που μου αρέσει περισσότερο στον κόσμο της προφορικής αφήγησης είναι η κοινωνική συνάθροιση, η κοινότητα που ακούει, οι λέξεις που ενώνουν ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους».
Συνιδρύσατε τη La Matrioska και είστε διευθυντής της Casa Contada – ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν στη ζωή σας τώρα;
«Η La Matrioska είναι η εταιρεία μέσω της οποίας παρουσιάζω παραστάσεις προφορικής αφήγησης για κάθε είδους κοινό, μαζί με τη σύζυγό μου Νικόλ Καστίγιο. Είναι και η κύρια δουλειά μου. Με υποχρεώνει να αναζητώ συνεχώς ιστορίες και νέους τρόπους να τις μοιράζομαι. Είναι μια δουλειά που αγαπώ – όχι μόνο το κομμάτι της αφήγησης, αλλά και όλα τα υπόλοιπα: το να μαθαίνω από δασκάλους, να ταξιδεύω σε φεστιβάλ, να αναζητώ ρεπερτόριο. Η Casa Contada είναι το σχολείο όπου διδάσκουμε πώς να αφηγούμαστε και να εκτιμάμε τις ιστορίες, είτε προφορικά είτε μέσω βιβλίων. Ομως σήμερα η συγγραφή απαιτεί μεγάλο μέρος του χρόνου μου και η Νικόλ είναι αυτή που κυρίως διαχειρίζεται την Casa Contada, δεν μπορώ να είμαι τόσο παρών όσο παλιά».
Πώς προσεγγίζετε το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Δεν υπάρχει θέση για την ψηφιακή πτυχή του κόσμου μας στα βιβλία σας.
«Είναι αλήθεια ότι δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να τα εντάξω στα έργα μου. Οταν εμφανίζονται, συνήθως αντιπροσωπεύουν ό,τι μας εμποδίζει να βρούμε αυτό που έχει πραγματική σημασία στη ζωή – είναι ό,τι μας αποσπά, μας απομονώνει, μας προκαλεί εθισμό και μοναξιά. Ετσι ακριβώς νιώθω, χωρίς να παραβλέπω τη χρησιμότητά τους στη διάδοση του πολιτισμού και στο ότι είναι, μερικές φορές, ένας χώρος συνάντησης – χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διαδικτυακές λέσχες ανάγνωσης».



