Μετά από την «εικαστική χορογραφία» του «Εκκλησιαστή», ένα μοναδικό υβρίδιο τεχνών όπου συμπορεύονται η κίνηση με τον λόγο του αρχετυπικού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης σε μια καθηλωτική περφόρμανς, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Αντώνης Αντωνόπουλος επιστρέφει με μια νέα δημιουργία, την «Τελευταία Επιθυμία».
Η παράσταση φιλοξενείται στον χώρο «Τζάμια Κρύσταλλα», ένα παλιό εργαστήριο στο Μεταξουργείο, το οποίο έχει μεταμορφωθεί εδώ και έναν χρόνο σε πεδίο δημιουργικής εξερεύνησης. Με σπίθες έμπνευσης μια σκηνή από την ταινία «Πόνος και Δόξα» (2019) του Πέδρο Αλμοδόβαρ, όπου δύο πρώην εραστές συναντιούνται, μιλούν, φιλιούνται και ίσως δεν ξαναβρεθούν ποτέ (μήπως είναι ήδη νεκροί;) αλλά και το θεατρικό του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το κοινό» (1930), «ένα σουρεαλιστικό, ανοιχτό έργο, γεμάτο παραληρηματικές εικόνες και ποιητική τρέλα», ο Αντωνόπουλος όχι μόνο σκηνοθετεί αλλά και συν-γράφει το έργο με την Κέλλυ Παπαδοπούλου.
Μια συνομιλία με τον άλλον κόσμο που εμπλουτίζεται με διακειμενικότητα, όπως η ποίηση του Σεφέρη ή του Τ. Σ. Ελιοτ αλλά και τα προσωπικά τους βιώματα, ώστε να αποκτήσει ο σκηνικός κόσμος «μια εσωτερική αλήθεια, έστω κι αν κινείται ανάμεσα στο ονειρικό και το μεταφυσικό», όπως θα εξηγήσει ο ίδιος. Δεν είναι άμεσα προφανές τι θα συναντήσεις, ακόμα και αν έχεις ήδη μυηθεί στους κόσμους που πλάθει.
Παρότι ο ίδιος εκφράζει ξεκάθαρα τις προθέσεις του, το είδος τέχνης που δημιουργεί παραμένει ασυμβίβαστο με τα καθιερωμένα: «Με απασχολεί βαθιά η έννοια της τελετουργίας. Πιστεύω ότι μέσα από την επανάληψη – στην κίνηση, στον ήχο, στο κείμενο – μπορεί να γεννηθεί μια άλλη ποιότητα παρουσίας. Το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει σαν τελετή. Στον “Εκκλησιαστή”, για παράδειγμα, η κυκλική ροή του λόγου και οι απλές κινήσεις που εξελίσσονταν αργά, μετέφεραν αυτή την αίσθηση. Αυτή τη φορά, σχεδιάζουμε να είμαστε όλοι παρόντες στη σκηνή από την αρχή. Πέντε άτομα σε παράλληλες δράσεις, χωρίς δραματουργική ιεράρχηση. Ενας χαρακτήρας σκάβει έναν τάφο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Η παράσταση φιλοξενείται στον χώρο «Τζάμια Κρύσταλλα», ένα παλιό εργαστήριο στο Μεταξουργείο
Μπροστά του εκτυλίσσεται μια συνομιλία, υπάρχει ένα φιλί που διαρκεί. Ο θεατής καλείται να φτιάξει το δικό του μοντάζ. Να επιλέξει πού θα σταθεί. Με ενδιαφέρει πολύ το “ζουμ” πάνω σε μια στιγμή που στην καθημερινότητα θα προσπερνούσες. Ενα φιλί. Πώς μπορεί να υπάρξει στη σκηνή χωρίς να υπηρετεί την ένταση ή την πλοκή; Αναρωτιέμαι πώς μια πράξη, όπως η προσευχή, που δεν εξελίσσεται εξωτερικά αλλά βαθαίνει εσωτερικά, μπορεί να μεταφερθεί θεατρικά. Μια δράση που δεν πάει μπροστά αλλά προς τα κάτω. Κάθετα.
Πιστεύω ότι όλα μπορούν να γίνουν θέατρο, αρκεί να τα κοιτάξεις με προσοχή και να τους δώσεις χώρο. Αυτό επιδιώκω: να δημιουργηθεί μια εμπειρία που προχωρά όχι με βάση την εξέλιξη αλλά με τη βύθιση. Και ίσως στο τέλος, να σταματήσει για λίγο ο χρόνος. Να υπάρξει μια παύση, εκεί όπου ο θεατής, χωρίς την αγωνία της συνέχειας, μπορεί απλώς να παρατηρήσει. Είναι κάτι που το έχω ανάγκη. Και στο θέατρο, ο χρόνος είναι το πιο δύσκολο πράγμα: να τον κρατήσεις, να τον τιθασεύσεις, να τον ακολουθήσεις».
Η διαστολή του χρόνου
Είναι σχεδόν ανακουφιστικό που ο Αντωνόπουλος δεν βιάζει τον χρόνο, όχι μόνο τον σκηνικό, αλλά και εκείνον της προετοιμασίας κάθε νέας του παράστασης. Είναι μια διαχείριση που αφήνει το αποτύπωμά της στο αποτέλεσμα της παράστασης, καθώς καμία λεπτομέρεια δεν αφήνεται στην τύχη της.
Η δραματουργία, ας πούμε, ένα από τα ευάλωτα σημεία της ελληνικής θεατρικής παραγωγής, αναζητεί τη συμβολή και συμβουλή τριών ατόμων, της Γκέλυς Καλαμπάκα, της Ευδοξίας Ανδρουλιδάκη και του Αγγελου Σκασίλα: «Οι παραστάσεις που έχω δημιουργήσει μέχρι τώρα προκύπτουν μέσα από μια ιδιότυπη πολυτέλεια: τον χρόνο. Συνήθως περνούν περίπου δύο χρόνια μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το διάστημα εργάζομαι σε άλλες παραγωγές, αλλά ταυτόχρονα έχω τον χώρο και τον χρόνο να οργανώσω στο μυαλό μου την επόμενη δική μου δουλειά. Κάθε φορά ξεκινώ από μια τυχαία αφορμή, κάτι που μου κάνει “κλικ”. Μπορεί να είναι μια εικόνα, ένας ήχος, μια ιδέα.
Δεν πρόκειται συνήθως για ένα ολοκληρωμένο έργο, σπάνια είναι κάτι τέτοιο. Απλώς αρχίζω να μαζεύω υλικό: σημειώσεις, αποσπάσματα, σκέψεις. Τα κρατάω σε έναν φάκελο και σιγά-σιγά αρχίζουν να σχηματίζουν ένα ενιαίο σύμπαν, έναν κόσμο με εσωτερική συνοχή. Οταν πλέον αρχίζει να ξεκαθαρίζει αυτή η ιδέα μέσα μου και, αν είμαι τυχερός, βρω χρηματοδότηση, χώρο και συνεργάτες, τότε προσπαθώ να ζωντανέψω αυτόν τον κόσμο στη σκηνή.
Μέχρι τώρα, αυτός ο τρόπος δουλειάς, όσο αργός και αν είναι, μου επιτρέπει να φτιάχνω κάτι που νιώθω βαθιά δικό μου». Ο Αντωνόπουλος, αν και είναι υπεύθυνος για τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία, ξέρει πώς να κάνει ομαδική δουλειά και δεν είναι τυχαίο ότι έχει κάποιους σταθερούς συνεργάτες. Για παράδειγμα, τη μουσική έχει αναλάβει ο Γιώργος Ραμαντάνης, γνωστός και ως Lowtronic, με τον οποίο συνεργάστηκαν πρώτη φορά στον «Εκκλησιαστή», ενώ την κίνηση έχει ετοιμάσει ο Κώστας Τσιούκας και τα κοστούμια υπογράφει η Ιωάννα Τσάμη.
Το δικαίωμα στον πειραματισμό
Από το ΒIOS Main, στην Αγγλικανική Εκκλησία και τώρα στα «Τζάμια Κρύσταλλα», ο Αντωνόπουλος βρίσκει εναλλακτικούς χώρους να ανεβάσει τις δουλειές του και είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς δεν του έχει δοθεί αντίστοιχο βήμα σε πιο «θεσμικές σκηνές», ιδίως μετά την καθολική word of mouth επιτυχία του «Εκκλησιαστή». Εξαίρεση η «Ουτοπία» του, που από τον Λόφο Νυμφών του Εθνικού Αστεροσκοπείου, όπου παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του MIRfestival το 2021, βρήκε τον δρόμο της για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για λίγες, ελάχιστες παραστάσεις.
«Στην Αθήνα, τουλάχιστον όπως την παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια, νιώθω ότι ο χώρος της έρευνας στο θέατρο – όχι απαραίτητα του πειραματισμού με την κλασική έννοια, αλλά της ανοιχτής διερεύνησης μορφών και σκέψης – περιορίζεται. Υπάρχουν κάποιες σημαντικές εστίες, όπως η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού ή το MIRfestival της Χριστιάνας Γαλανοπούλου, αλλά γενικά η τάση είναι να μικραίνει ο χώρος για τέτοιες προσπάθειες. Οι παραγωγές προσανατολίζονται ολοένα και περισσότερο προς το “ευπώλητο”. Καταλαβαίνω την ανάγκη, όλοι και όλες θέλουμε οι παραστάσεις μας να φτάσουν σε κοινό. Και είναι απόλυτα θεμιτό. Ομως προσωπικά αισθάνομαι την ίδια στιγμή την ανάγκη να μπορώ να ξεκινήσω από μια καθαρά εσωτερική αφετηρία.
Να πω: “Εχω αυτή την ιδέα, θέλω να δουλέψω πάνω στη διαστολή του χρόνου, θέλω να μείνω σε μια εικόνα χωρίς να την εξηγήσω”. Αν σκεφτώ εξαρχής με όρους εμπορικότητας, αυτό που με καίει δεν θα συμβεί ποτέ. Κι αυτό είναι ένα ρίσκο που θέλω να συνεχίσω να παίρνω. Οπως ο πειραματισμός, έτσι και ο χρόνος της επιμονής είναι κάτι που μου λείπει. Βλέπω συχνά τις παραστάσεις να ανεβαίνουν, να παίζονται για λίγες ημέρες και μετά να τελειώνουν. Και αυτό, φυσικά, είναι κατανοητό. Ετσι είναι η ζωή, έτσι είναι η δουλειά, υπάρχει ανάγκη να πας στο επόμενο. Ομως υπάρχει και μια άλλη ανάγκη. Η επιμονή. Να πεις: “Αυτό το έργο το δουλεύω καιρό, μήνες, χρόνια, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαντληθεί σε δέκα παραστάσεις”.
Να του δώσεις χώρο να ανασάνει και χρόνο να βρει το κοινό του. Να υπάρξει ως μέρος ενός ρεπερτορίου. Οχι με την παλιά, κλασική έννοια του ρεπερτορίου, αλλά ως ένα σώμα δουλειάς που δεν εξαφανίζεται με το που τελειώνει ο κύκλος του. Ενα έργο που επανέρχεται, που συνεχίζει να μιλά και να μεταμορφώνεται».
Η σημασία του «trial and error»
Είναι συγκινητικός ο ευλαβικός τρόπος με τον οποίο είναι δοσμένος στην τέχνη του ο Αντώνης Αντωνόπουλος. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εμπρός, με δασκάλους τον Τάσο Μπαντή αλλά και την Αννέζα Παπαδοπούλου, στην οποία «χρωστάει», όπως θα πει, τον «Εκκλησιαστή», μια και ήταν εκείνη που είχε φέρει το κείμενο σε ένα μάθημά της, βρέθηκε για έξι χρόνια και στον πυρήνα της θεατρικής ομάδας Vasistas, όπου συνάντησε την Αργυρώ Χιώτη, νυν καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου. Για τον Αντωνόπουλο, η δημιουργία δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον όσον αφορά το (μηδενικό) budget κάθε δουλειάς του. Από την πρώτη του σκηνοθεσία στην «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» το 2016 ως τον «Εκκλησιαστή» που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018, πρέπει να ανακαλύπτει ευρηματικούς τρόπους εξασφάλισης πόρων.
Τουλάχιστον «Η τελευταία επιθυμία» εξασφάλισε την αιγίδα και την, έστω μικρή, οικονομική υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού: «Μια μικρή επιχορήγηση, όσο κι αν ακούγεται απλό, μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά. Γι’ αυτό οι κρατικές επιχορηγήσεις είναι όχι μόνο χρήσιμες αλλά και απολύτως απαραίτητες. Το κράτος έχει την ευθύνη να στηρίζει τις τέχνες – ειδικά εκεί όπου δεν φτάνει εύκολα η ιδιωτική πρωτοβουλία. Ενας ιδιώτης παραγωγός δύσκολα θα επενδύσει σε μια καθαρά ερευνητική δουλειά, γιατί το κοινό δεν είναι εξασφαλισμένο. Και είναι κατανοητό.
Ομως το θέατρο δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα από το βέβαιο ή το εμπορικά ασφαλές. Χρειάζεται χώρος για δοκιμή, για ρίσκο και για αποτυχία. Γι’ αυτό και η κρατική στήριξη δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι ένα μαξιλάρι που επιτρέπει στους καλλιτέχνες να πειραματιστούν, να ψάξουν, να δοκιμάσουν, χωρίς τον φόβο του άμεσου αποτελέσματος. Μόνο έτσι μπορεί να παραχθεί κάτι αληθινά καινούργιο».
ΙΝFO «Τελευταία επιθυμία»: «Τζάμια Κρύσταλλα» (Αγίου Ορους 10, Μεταξουργείο), κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, έως τις 25 Μαΐου.





