Ζώντας στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, ομολογώ ότι έχω πάθει μια ανοσία στην παρουσία των γκράφιτι. Δεν είναι ότι δεν τα βλέπω, τα βλέπω. Στους απελπισμένους κύκλους για τη μοναδική εναπομείνασα θέση παρκαρίσματος (ευτυχώς όχι τον Αύγουστο), έχω συχνά την ευκαιρία να κάνω και επαναλήψεις.

Σηκώνω λίγο το φρύδι όταν βλέπω οπαδικές αναφορές (ειδικά στις αντίπαλες ομάδες), χαμογελάω όταν βλέπω τον πόθο να οπλίζει το χέρι με σπρέι «Κατέβα κάτω, ρε Μαρία» και κάπως αισθάνομαι μεταξύ φίλων στα «Θέλουμε μετανάστριες σε κάθε γειτονιά» και «Καλός ο φεμινισμός αλλά πλύνε και κάνα πιάτο».

Τα ψιλά γράμματα

Και, ναι, το ξέρω, είναι προφανές ότι μιλάμε για ένα αδίκημα, αλλά ας αφουγκραστούμε λίγο τους ήχους πίσω από το ψέκασμα, πίσω από την επαφή της υγρής ακόμη μπογιάς με τον τοίχο. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό των συνθημάτων που βλέπουμε στους δρόμους είναι ότι μοιάζουν πολλές φορές να μιλούν μια άλλη γλώσσα από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Συχνά λειτουργούν σαν μια αντι-εφημερίδα.

Με κάθε καινούργιο σύνθημα βλέπεις μια άλλη όψη της επικαιρότητας, έναν αντίλογο στο κυρίαρχο αφήγημα. Είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με όσα γράφονται, δεν μπορείς να παρακάμψεις το γεγονός ότι τα ντουβάρια γίνονται ένα βήμα, ένα μέσο έκφρασης για τους περιθωριοποιημένους αυτής και κάθε εποχής. Και συχνά τα ζητήματα που θίγονται, έστω με αυτές τις πέντε-έξι λέξεις, είναι αυτά που θα μείνουν εκτός της κεντρικής επικαιρότητας.

Είναι ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων που έχουμε εκπαιδευθεί να τις θεωρούμε από αυτονόητες έως επιθυμητές: «Βοήθα μας, φτωχέ, να μη σου μοιάσουμε». Είναι ζητήματα αλληλεγγύης, μια λέξη που έχουμε εκπαιδευθεί πια να την ταυτίζουμε με γραφικότητες, «παράλογα αιτήματα» ή πράξεις βίας.

Και είναι και ζητήματα διαφθοράς και κρατικής αυθαιρεσίας, με τα οποία έχουμε εκπαιδευθεί να ασχολούμαστε μόνο όταν αγγίζουν τον δικό μας κύκλο (ή δεν προλάβαμε να συμμετάσχουμε).

Ταυτόχρονα, ακόμη και η ίδια η πράξη της ιδιοποίησης μιας ιδιωτικής ή δημόσιας περιουσίας δρα επιτελεστικά ως διαμαρτυρία για έναν εχθρικό δημόσιο χώρο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά, επειδή το τσιμέντο της πόλης μοιάζει να πνίγει κάθε διέξοδο στον καθαρό αέρα, και, μεταφορικά, επειδή η βολική ατζέντα κάθε περιόδου αφήνει στο σκοτάδι πραγματικά ζητήματα που άπτονται της πραγματικής ύπαρξης πραγματικών ανθρώπων.

Φυσικά όλα αυτά είναι η δική μου άποψη, πιθανότατα μειοψηφική. Και το καταλαβαίνω αυτό όταν κάνω βόλτες στη γειτονιά με φίλους «επισκέπτες» από άλλες περιοχές, όπου συχνά ακούγεται το «Πωπώ! κοίτα τι έκαναν στο σπίτι του ανθρώπου…».

Η αυθόρμητη αντίδρασή μου είναι: «Ε, δεν του έκαναν και τίποτα. Με τόσους τουρίστες στα Εξάρχεια, το πολύ-πολύ το σπίτι του θα κυκλοφορήσει σε περισσότερες σέλφι στα σόσιαλ». Κοινώς, αν ζούσαμε σε καμιά ιδανική πολιτεία, ποιος ξέρει, μπορεί και να στενοχωριόμουν για τα ντουβάρια.

Οι καθαροί

Μια και είπα για τουρισμό, πιο πολύ από τους λερωμένους τοίχους με προβληματίζουν οι καθαροί των νέων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης (ας μην κάνουμε και διαφήμιση στη γνωστή πλατφόρμα) που ξεφυτρώνουν ομαδόν στην περιοχή.

Kαθένα από αυτά τα μοντέρνα θυροτηλέφωνα που πρέπει να βάλεις τον κωδικό σου ισοδυναμεί στο μυαλό μου με μια αύξηση 10%-20% στα ενοίκια της περιοχής, με κάποιους καημένους οικογενειάρχες και οικογενειάρχισσες που πρέπει να ψάξουν για σπίτι «επειδή αυτό το θέλω για “ιδιοκατοίκηση”».

Σαν να παίζει ένα κινηματογραφικό voiceover με την αγουροξυπνημένη ψιθυριστή φωνή του Αθανάσιου Πλεύρη να λέει: «Οχι μόνο θα σας πήξουμε στους τουρίστες, αλλά θα σας διώξουμε κι από εδώ».

Και, μιλώντας – μεταξύ άλλων – για καθαρούς ή «βρώμικους» τοίχους, ένας ευεξήγητος συνειρμός με οδήγησε στην αγαπημένη μου ατάκα του Βασίλη Ραφαηλίδη: «Καθαροί λαοί υπάρχουν μόνο στους βρώμικους εγκεφάλους των σοβινιστών».