Στις έθνικ, ολοζώντανες γειτονιές της Αθήνας – από την Ομόνοια, την Βάθη, την Αχαρνών μέχρι την Κολιάτσου και την Κυψέλη, όσοι αγαπάμε την εξερεύνηση ταξιδεύοντας στα άδυτα της πόλης, ανακαλύπτουμε την αθηναϊκή Νέα Ορλεάνη.
Εκεί, όπου οι γονείς μας στα ’70s και ’80s, έκλειναν τα μαγαζιά και μας πήγαιναν για βραδινό, να ξεσκάσουν με κιθάρες και μπουζούκι, τώρα μπάντες γκόσπελ αντηχούν και χορωδίες πιστών συναντιούνται με την πηγαία τους χαρά. Εκεί, που οι μετανάστες της ελληνικής επαρχίας μετακόμιζαν στις πολυκατοικίες του ’60, σήμερα μένουν οικογένειες από τη Mama-Africa, την Ασία και το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ο Αντώνης Σαμαράκης που έγραψε «ποτέ οι στέγες δεν ήταν τόσο κοντά και οι καρδιές ποτέ τόσο μακριά», θα χαμογελούσε αν έβλεπε σήμερα, στις οικογένειες Αφρικανών να γιορτάζουν μαζί π.χ το πρώτο μπάνιο ενός μωρού.
Μωσαϊκό του κόσμου
Κυριακή πρωί στα τσιμεντένια σοκάκια. Μενάνδρου, Φυλής, Αριστομένους, Νάξου. Ψηφιακοί νομάδες με ροζ μαλλιά και σακάκια των γονιών τους, τρώνε στο αφγανικό καπηλειό της Βικτώριας δίπλα σε φοιτητές Erasmus και Αφγανούς οικοδόμους· Αφρικάνες με νιγκάμπ και Πακιστανές με σάρι παζαρεύουν καρπούζια σε έναν τσιγγάνο που έχει παρκάρει το κόκκινο ΤΟΥΟΤΑ του στην Αχαρνών μπροστά στα μπαγκλαντεσιανικά μπακάλικα – που’ναι ανοιχτά μέρα – νύχτα με λαμπιόνια που αναβοσβήνουν σαν κλαμπ «after».
Στις 10:30 π.μ σαν guest star εμφανίζονται οι Αφρικανοί ντυμένοι «στην τρίχα», με καλογυαλισμένα λουστρίνια, κοστούμια και κόκκινα παπιγιόν. Οι γυναίκες, μεγαλόσωμες σαν θεότητες, με ψηλά, χονδρά παστέλ τακούνια μοιάζει να ισορροπούν πάνω στα μισοσπασμένα, μικρά πεζοδρόμια. Τα βρέφη κουρνιασμένα και δεμένα με υφάσματα στις πλάτες τους ανακατεύονται με τις περίτεχνες λεπτεπίλεπτες και μακριές κοτσίδες των μαμάδων τους. Ακολουθούν τα παιδιά όλων των ηλικιών, ντυμένα κι αυτά με τα «καλά» τους.

Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί με δυτικό στυλ, επιστρέφουν από τις λειτουργίες του Αγίου Παντελεήμονα, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Λουκά. Άλλων εθνικοτήτων οικογένειες κατευθύνονται σε καθολικές και πεντηκοστιανές εκκλησιές της Κυψέλης και της Λιοσίων. Ένα μωσαϊκό του κόσμου σε στιγμές ειρήνης.
«H μουσική έρχεται από την καρδιά μου»
Η spiritual μουσική όμως είναι που ταράζει την Κυριακάτικη ησυχία! Μια άλλη Αρίθα Φράνκλιν ακούγεται μέσα από τις λευκή καγκελόπορτα ενός ισόγειου ναού, αλλοτινού λαϊκού κέντρου διασκέδασης, της οδού Νάξου.
Η βίβλος και το ντέφι στο χέρι. Ο ποιμένας κηρύσσει τη συγχώρεση, την ελπίδα, την εμπιστοσύνη. Όποιος το νιώθει σηκώνεται στη «σκηνή» του ιερού, και εξομολογείται τραγουδώντας με όλη τη δύναμη των σπλάχνων του. Ένα μικρό αγόρι στη ντραμς, ένας μεσήλικας «ανάβει» τις χορδές της ηλεκτρικής κιθάρας. Το πλήθος σηκώνεται και με μάτια κλειστά, υψώνει τα χέρια ζητώντας με πάθος την κάθαρση.

Τα μωρά τυλιγμένα στην πλάτη νανουρίζονται όταν οι πιστοί σιγανά προσεύχονται εξομολογώντας τους φόβους, τις αμαρτίες και τις ενοχές τους. Τα μουρμουρητά φθάνουν στο αποκορύφωμα με ψαλμούς πνευματικούς που παρασέρνουν το πλήθος σε εκστατικό χορό με ξύλινα κρουστά. Μια εμπειρία λυτρωτική.
Στα πλήκτρα ο 45χρονος Εζέ Κρις Ουτέ μοιάζει να αιωρείται συνοδεύοντας τη φωνή της 35χρονης συζύγου του Άμπιγκαϊλ, που λυγίζει φορτισμένη συναισθηματικά μπροστά στο φθηνό μικρόφωνο μέσα από τους στίχους του “The old rugged Cross” που γράφτηκε από έναν πονεμένο ιεροκήρυκα το 1912. «Που έμαθες τραγούδι;» την ρωτώ.

«H μουσική έρχεται από την καρδιά μου, τα λόγια από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη. Κι απλά ακολουθώ», απαντά. Ήρθαν κι οι δύο από το Οουέρι της ανατολικής Νιγηρίας, μετά από ταλαιπωρίες στα σύνορα. Γνωρίστηκαν στην Αθήνα, ερωτεύτηκαν και έχουν δυο μικρά παιδιά.
«Ούτε καν θυμούμαστε τι περάσαμε από σύνορο σε σύνορο. Πολλές ιστορίες». Ο Κρις, αυτοδίδακτος πιανίστας, ταλαντούχος εικονολήπτης και μοντέρ σε βαφτίσια και γάμους. Τα χαράματα ξεκινά κάθε πρωί για τον Ασπρόπυργο όπου εργάζεται σε αποθήκη σούπερ-μάρκετ. «Εμείς συνεχίζουμε το μονοπάτι που χάραξαν οι γονείς μας. Το ίδιο θέλουμε για τα παιδιά μας», λέει. Η πανέμορφη Αμπιγκάϊλ Όμπου Εζέ ξενυχτά από τις 21:00 έως τις 06:00, ετοιμάζοντας τις μερίδες φαγητού επιβατών αεροπορικών πτήσεων. «Μου αρέσει η εργασία μου», λέει.

«Την επέλεξα για να είμαι τη μέρα με τα παιδιά μου». «Μάνα», σκέφτομαι. Από τότε που ο νέος Κινέζος ιδιοκτήτης τούς έδιωξε για να ανακαινίσει και να εκμεταλλευτεί το διαμέρισμα ως Airbnb, ζουν σε μια γκαρσονιέρα. Ζητά συνχώρεση για την απληστία με τη τζαζ, μπάσα φωνή της απελευθερώνοντάς μας όλους από το νου. Την παρακολουθώ καθώς, μαζί με τη Φιλιππινέζα Μπένι, βάζει όρια στα παιδιά με αγάπη και περιέργεια, στο μικροσκοπικό πατάρι του κατηχητικού. Μαζί βλέπουν στην τηλεόραση ένα DVD με κινούμενα σχέδια για τη ζωή του Χριστού. Ταπεινά, η Mahalia Jackson των Πατησίων μας αποχαιρετά κερνώντας μας χειροποίητα νιγηριανά μεζεδάκια breadfruits.
Χώροι λατρείας υπό διωγμόν
Συναντώ τον παλιό μου φίλο, τον πάστορα Ακόντα Σαμουέλ Ολουακάγιοντε. Απογοητευμένος: «Μας έκλεισε η αστυνομία. Οι άδειες καθυστερούν. Από τριάντα εκκλησιές, μείναμε λίγες». Γελάμε όταν με ρωτά αν θέλω να γίνει οδηγός μου, και κατηφορίζουμε για νέο ναό στα Σεπόλια. Η Νάνα Μποατέμα από τη Γκάνα, με το φόρεμα που θα ενέμπνεε κάθε σχεδιαστή, χαμογελά: «Η εκκλησιά μου θυμίζει την γενέτειρα». Μπαίνουμε σε πρώην στρωματάδικο· κατάμεστο. Μια γυναίκα ξαπλωμένη στην κόκκινη μοκέτα προσεύχεται, παιδιά τρέχουν, τα κλικ της κάμεράς μου συγχρονίζονται ρυθμικά με τα μπόνγκος της Τζόι, μοδίστρας από την Ουγκάντα. Αναπολώ το Σοβέτο του 1998: μια παράγκα κάτω από κουτσουπιά, ιδρώτας, δονήσεις, αγαλλίαση που σε ανασηκώνει.

Τα αυτοσχέδια τζαμιά κι οι ινδουιστικές εκκλησίες προετοιμάζονται για τις απογευματινές λειτουργίες. Στην οχταόροφη πολυκατοικία του ’50 της Σοφοκλέους, σχεδόν κάθε όροφος και μια εκκλησιά. Στο υπόγειο, ο ιμάμης ψέλνει τόσο συγκινητικά, που νομίζεις πως ο dj του διπλανού κλαμπ σταματά για να αφεθεί στη μουσική προσευχή.
Πάνω από τετρακόσιοι Έλληνες Πεντηκοστιανοί ψέλνουν στα ελληνικά, στο πρώτο όροφο. Περίπου τριάντα ευαγγελιστές Αφρικανοί ξεσηκώνουν ολόκληρο το κτίριο με πνευματικά γκόσπελ, στον 4ο. Ο πάστορας Οϊέκμεμ Αμπράχαμ και ιδιοκτήτης ταξιδιωτικού γραφείου στην Κυψέλη, μου προσφέρει σε ποτηράκι την κοινωνία κι η Στέλλα από την Ουγκάντα σε άπταιστα ελληνικά, με ρωτά: «Είσαι έτοιμη να δεχθείς τον άρτο και την κοινωνία;».

Η 40χρονη Ζακλίν έφθασε πέρυσι από τη Σιέρα Λεόνα, μόνη, με βάρκες διακινητών, για να εγχειριστεί· στα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, ο πόνος λάμπει μαζί με την ελπίδα. Κάθε έξι μήνες κατεβαίνει στην εκκλησιά από τον καταυλισμό της Ριτσώνας, όταν βρίσκει 20 ευρώ για ταξί, «Μπαίνω διαδικτυακά στη λειτουργία από το κινητό. Θέλω να φύγω από το καμπ, να εργαστώ, να ζήσω, να δημιουργήσω», λέει με απαλή φωνή. Ο Γιώργος ήρθε πρώτη φορά στον ναό του 4ου ορόφου απογοητευμένος από έναν ποιμένα του 1ου. «Τις Τετάρτες όμως είναι ένας άλλος, όλος καρδιά», λέει. «Μου δίνουν ρούχα, παπούτσια. Άστεγος είμαι· σε μια πυλωτή μένω». Όταν με είδε με την κάμερα, χάθηκε. Λυπήθηκα.
«Πώς να δώσεις αγάπη, αν δεν την έχεις λάβει;»
Κάτω από κρεμασμένα κεντήματα με λόγια της Βίβλου, ένας 17χρονος ζητά λύτρωση: «Θέλω να φύγω από τις παρέες που με σπρώχνουν αλλού». Γονατίζει· οι λίγοι πιστοί φωνάζουν για να διώξουν το κακό. «Στην εκκλησία μαθαίνουμε να αγαπάμε, να σεβόμαστε». Κάποιος λέει πως ο Τραμπ «ίσως βοηθήσει αναιρώντας τους γάμους των ομοφυλοφίλων». Μα, ο Χριστός είπε «Αγαπάτε αλλήλους» λέει κάποιος άλλος. « Πως βοηθάνε οι πόλεμοι κι ο ρατσισμός;». «Πώς να δώσεις αγάπη, αν δεν την έχεις λάβει;» δίνεται ως απάντηση σε όλα.
Στην υπόγεια εκκλησία της Κυψέλης, ο πάστορας Φίνιξ Γκρίσιμ χορεύει με εξήντα ψυχές από Κένυα, Νιγηρία, Αιθιοπία, Φιλιππίνες. Το νοίκι 350 ευρώ· «Όταν κάποιος δυσκολεύεται, όλοι συνεισφέρουμε». Εκείνος δουλεύει σε εταιρεία ποτών, η γυναίκα του μεγαλώνει τα παιδιά των εργοδοτών του. «Τους νιώθω φίλους», λέει. Χαίρομαι. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που κοιτούν τον φόβο του διαφορετικού κατάματα, και αντί για μίσος, δίνουν φροντίδα. Αλληλούια.
Φωτογραφίες – Βίντεο: Μάρω Κουρή



