«Αυτό που μπορώ να πω με ασφάλεια είναι ότι οι παρούσες τιμές του κρέατος δεν αντανακλούν το πραγματικό οριακό κόστος παραγωγής του. Μελέτες που έχουν γίνει σχετικά με αυτό το θέμα υποστηρίζουν ότι οικονομικά εργαλεία, όπως για παράδειγμα η φορολόγηση της κατανάλωσης κρέατος, ειδικά στις πλούσιες χώρες, θα μπορούσε να μειώσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, να προστατεύσουν την υγεία και να προωθήσουν εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης όπως είναι το καλλιεργημένο κρέας.
Χρειαζόμαστε περισσότερες μελέτες του κύκλου ζωής του καλλιεργημένου κρέατος για να καταγραφούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του και να μπορούμε να το συγκρίνουμε με το συμβατικό κρέας. Αυτό είναι ένα ακόμη ζήτημα που συνεργάτες της ομάδας μας μελετούν».
Σε μια πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα η Γεωργία Μαυρομμάτη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικολογικών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε επάνω σε μια τελευταία εργασία της σχετικά με την υποθετική κατανάλωση τεχνητού κρέατος από κατοίκους κράτους της Αφρικής.
Η συζήτηση όμως άγγιξε και άλλα θέματα όπως το ποιο από τα δύο είδη κρέατος (το συμβατικό ή το τεχνητό) φαίνεται να έχει περιβαλλοντικό πλεονέκτημα και αυτό της αναπόφευκτης ελάττωσης της παραγωγής γάλακτος. Διότι αν μειωθεί ο αριθμός των ζώων που μας έδιναν έως τώρα (εκτός από το κρέας τους) και το γάλα, πώς θα αναπληρωθεί η αναπόφευκτη έλλειψή του;
Νιγηρία και Gen Z
Η κυρία Μαυρομμάτη και η ερευνητική ομάδα της είχαν την ιδέα να απευθυνθούν σε κατοίκους της Νιγηρίας για μια έρευνα πρωτότυπη σε παγκόσμια κλίμακα, που δείχνει και την ευαισθησία αυτών που την πραγματοποίησαν.
Το σκεπτικό τους ήταν ότι ένας από τους λόγους, όπου πραγματικά θα απέβαινε χρήσιμο το κρέας, από τα αντίστοιχα εργοστάσια πλέον και όχι από τα σφαγεία, θα ήταν αν μπορούσε αυτό να ικανοποιήσει τις αντίστοιχες διατροφικές ανάγκες σε πρωτεΐνη, πληθυσμών σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Βέβαια σε μια έρευνα που έχει διεξαχθεί διαδικτυακά οι ερευνητές δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν άμεσα ανθρώπους, ίσως και αναλφάβητους με τόπους διαμονής «λασποκαλύβες», οπότε πήραν απαντήσεις στην έρευνά τους από εκπροσώπους διαφόρων τάξεων της γενιάς Ζ (γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012, αποτελώντας το 32% του πληθυσμού).
Εχουν αναπτύξει ξεχωριστές διατροφικές προτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός αυξανόμενου ενδιαφέροντος για εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης και άλλωστε για την εισαγωγή μιας τόσο ρηξικέλευθης διατροφικής καινοτομίας φαίνεται πως θα χρειαστεί ένα άλλο πιο εναλλακτικό πληθυσμιακό στρώμα να έλθει πρώτο σε επαφή με μια τέτοια διατροφική «επανάσταση».
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι πολλοί καταναλωτές της Γενιάς Ζ είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν και να αγοράσουν κρέας φυτικής προέλευσης και κρέας καλλιεργειών. Στην έρευνα συμμετείχαν 725 άτομα με ηλικίες από 19 έως 27 ετών (85,52% χριστιανοί, 14,48% άλλες θρησκείες).
Το κύριο συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι η αξιολόγηση του κόστους, της ευημερίας των ζώων και της περιέργειας δοκιμής νέων γεύσεων επηρεάζει περισσότερο την πρόθεση δοκιμής και αγοράς του τεχνητού κρέατος και θαλασσινών σε σύγκριση με την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ετσι γίνεται πιο κατανοητή η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν οι πολιτικές αν θέλουν να προωθήσουν αυτό το είδος πρωτεΐνης στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.
Στην παρατήρησή μας πως δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα πραγματικά αξιόπιστη αποτίμηση για το ποιο από τα δύο είδη κρέατος είναι πιο κερδοφόρο αλλά και πόσο επιβαρυντικό για το περιβάλλον, η κυρία Μαυρομμάτη είπε ότι «η κερδοφορία από μόνη της δεν σημαίνει βιωσιμότητα. Οσο για το δεύτερο που με ρωτάτε στην κτηνοτροφία, πόροι όπως η γη και το νερό φαίνονται φθηνοί και άφθονοι, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι.
Η υπερκατανάλωσή τους υποβαθμίζει τη γη, μειώνει τα αποθέματα νερού και περιορίζει την ικανότητα των οικοσυστημάτων να μας παρέχουν βασικές υπηρεσίες, όπως καθαρό νερό, γόνιμα εδάφη και ρύθμιση του κλίματος. Οσο αυτές οι περιβαλλοντικές απώλειες δεν ενσωματώνονται στο κόστος, η αγορά θα συνεχίζει να ενισχύει (στα τυφλά) πρακτικές που εξαντλούν το φυσικό κεφάλαιο αντί να το προστατεύουν».
Η περίπτωση του γάλακτος
Τέλος, στο σχόλιό μας ότι αν ελαττωθεί ο αριθμός των κτηνοτροφικών ζώων θα ελαττωθεί η παραγωγή γάλακτος και η παραγωγή τυριού, μας παρέπεμψε σε μια πολύ πρόσφατη εργασία όπου γίνεται κατανοητό πως και για το γάλα υπάρχει «κατασκευαστικός» οργασμός.
Νεοσύστατες επιχειρήσεις όπως η Remilk και η PerfectDay χρησιμοποιούν ζύμωση ακριβείας για να παράγουν πρωτεΐνες πανομοιότυπες με τα γαλακτοκομικά προϊόντα χωρίς να βασίζονται σε αγελάδες, προσφέροντας μια εναλλακτική προσέγγιση στην παραδοσιακή γαλακτοκομική παραγωγή.
Σε αντίθεση με τη ζύμωση ακριβείας, η οποία παράγει μόνο επιλεγμένες πρωτεΐνες γαλακτοκομικών προϊόντων, το προϊόν UnRealMilk δημιουργείται χρησιμοποιώντας καλλιέργεια κυττάρων θηλαστικών, παράγοντας μια πλήρη σύνθεση γάλακτος. Αυτή η μέθοδος διασφαλίζει ότι το UnRealMilk μπορεί να μετατραπεί σε βούτυρο, τυρί και παγωτό χωρίς πρόσθετα ή αναδιάρθρωση, καθιστώντας το μια πιο κοντινή εναλλακτική λύση στα παραδοσιακά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Συνοψίζοντας τις απόψεις της έρευνάς της μας είπε ότι «η μετάβαση στο τεχνητό κρέας μπορεί να επιφέρει δυνητικά περισσότερη διατροφική ασφάλεια, μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και περιορισμό της σφαγής ζώων.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί καθώς μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ζωική παραγωγή αφήνοντας πίσω τους μικρούς κτηνοτρόφους και μειώνοντας τα εισοδήματά τους. Η ενεργή συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων και οι κατάλληλες πολιτικές είναι καθοριστικές για να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη και να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες, ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς».
Καλλιεργείται από κύτταρα αγελάδας
Σε αντίθεση με το λεγόμενο χορτοφαγικό κρέας, το οποίο είναι ήδη διαθέσιμο στα σουπερμάρκετ διαφόρων χωρών – από ψεύτικες φέτες μπέικον φτιαγμένες από πρωτεΐνη μπιζελιού μέχρι μπριζόλες από σόγια και βαμμένες έντονα κόκκινες για να μοιάζουν με το πραγματικό –, το κρέας που καλλιεργείται σε εργαστήριο είναι βιολογικά πραγματικό κρέας, που καλλιεργείται από κύτταρα αγελάδας.
Αφού έλαβε την πρώτη κανονιστική έγκριση για πώλησή του στη Σιγκαπούρη το 2020, έκτοτε έχει λάβει κανονιστικές εγκρίσεις παγκοσμίως. Για παράδειγμα, το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) έχουν επιτρέψει στις εταιρείες GOOD Meat και UPSIDE Foods να πωλούν καλλιεργημένο κοτόπουλο σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Το 2024, το Ισραήλ έγινε η πρώτη αγορά στη Μέση Ανατολή που επέτρεψε την πώληση καλλιεργημένου κρέατος, χορηγώντας κανονιστική έγκριση στην ισραηλινή εταιρεία AlephFarms για την εμπορία του προϊόντος AlephCuts.
Την ίδια χρονιά, η Meatly, μια εταιρεία κρέατος κυτταροκαλλιέργειας με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, έλαβε έγκριση για την πώληση καλλιεργημένου κρέατος για χρήση σε τροφές για κατοικίδια εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών, όπως η Ισπανία, η Ελβετία και η Ολλανδία, εργάζονται ενεργά για την έγκριση των κανονισμών ώστε να επιτραπεί η πώληση καλλιεργημένου κρέατος στις εγχώριες αγορές τους.





