Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιθετική ρητορική εκ μέρους της Τουρκίας σε σχέση με την αποστρατιωτικοποίηση (και όχι μόνο) έχει προκαλέσει συναγερμό σε Μέγαρο Μαξίμου, υπουργείο Εξωτερικών και υπουργείο Εθνικής Αμυνας. «Οδηγός» της στάσης που τηρείται είναι εκείνης του θέρους του 2020, με αρμόδιους επιτελείς του Πενταγώνου να διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη διά παν ενδεχόμενο. Αυτό που καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο σύνθετη όμως είναι ότι η επιθετικότητα κατά της Ελλάδας διατρέχει οριζόντια το πολιτικό φάσμα, όπως απέδειξε η «προτροπή» του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, να προχωρήσει στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Η πλειοδοσία Κιλιτσντάρογλου δείχνει ότι η πολιτική ζωή της Τουρκίας έχει εγκλωβιστεί πλήρως στον ακραίο εθνικισμό που προωθεί το δίδυμο Ταγίπ Ερντογάν – Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι η Αγκυρα διαθέτει μία σειρά από επιλογές στις οποίες θα μπορούσε να προσφύγει για να προκαλέσει νέα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – και αυτές ανεξαρτήτως του τι σχεδιάζει να κάνει στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Το πρώτο από τα άσχημα σενάρια είναι, σύμφωνα με διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές, μία κίνηση εντός της περιοχής του τουρκολιβυκού Μνημονίου νοτίως της Κρήτης. Με δεδομένο ότι η Αγκυρα εξακολουθεί να διατηρεί σχέσεις με διάφορες πλευρές στη Λιβύη (ουσιαστικά και με τις δύο ανταγωνιζόμενες κυβερνήσεις των Ντμπέιμπα και Μπασάγκα), θα μπορούσε να πιέσει για την «εφαρμογή» του Μνημονίου με την προκήρυξη οικοπέδων και στη συνέχεια την αποστολή ερευνητικού σκάφους.
Ενα άλλο σενάριο, εξίσου προβληματικό, θα ήταν η επίσημη προκήρυξη νέων οικοπέδων για έρευνες υδρογονανθράκων κοντά στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη. Υπενθυμίζεται ότι στις 30 Μαΐου 2020 η Αγκυρα δημοσίευσε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αιτήματα της Τουρκικής Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για άδειες σε περιοχές που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εφάπτονται ουσιαστικά με τα ελληνικά χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. νότια και νοτιοανατολικά της Ρόδου, νότια της Καρπάθου και της Κάσου, όσο και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Η χορήγηση των αδειών εκκρεμεί.