Τρεις από τις σημαντικότερες ανεξάρτητες αρχές παραμένουν εδώ και καιρό ακέφαλες. Συγκεκριμένα, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και ο Συνήγορος του Πολίτη είναι πρακτικά διοικητικά ακάλυπτες μετά την αφυπηρέτηση των κ.κ. Χρ. Ράμμου, Κ. Μενουδάκου και Α. Ποττάκη, αντίστοιχα.
Ειδικά στον Συνήγορο του Πολίτη έχουν περάσει τρία χρόνια από την ολοκλήρωση της θητείας του κ. Ποττάκη χωρίς να έχει βρεθεί ο διάδοχός του, με αποτέλεσμα να συνεχίζει ο ίδιος να ασκεί «προσωρινά» τα καθήκοντά του. Και αυτό επειδή κυβέρνηση και κόμματα δεν καταφέρνουν σε συμφωνήσουν, δεν συναινούν στα πρόσωπα, παρότι άλλαξε η νομοθεσία και πλέον απαιτείται πλειοψηφία τριών πέμπτων, αντί τεσσάρων πέμπτων, που ίσχυε μέχρι πρότινος, για την έγκριση των υποψηφίων προέδρων και αντιπροέδρων των ανεξάρτητων αρχών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.
Δυσκολία συναίνεσης
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, προ του επιμένοντος αδιεξόδου, ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ Νίκος Ανδρουλάκης πρότεινε να ανοίξει η σχετική διαδικασία και να προβλεφθεί η υποβολή προτάσεων, τόσο από τα κόμματα όσο και από τους ίδιους τους διεκδικητές των θέσεων, ώστε να διευρυνθεί η δεξαμενή των υποψηφίων.
Κάτι που υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός, και έτσι ο Πρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης κάλεσε τους ενδιαφερομένους μέσω σχετικής πρόσκλησης στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου να καταθέσουν βιογραφικά σημειώματα και σχετικά δικαιολογητικά στην Ειδική Γραμματεία του Προέδρου της Βουλής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι περίπου 32 πρόσωπα έχουν καταθέσει υποψηφιότητες για τις κενές θέσεις των τριών ανεξάρτητων αρχών, τα βιογραφικά έχουν διανεμηθεί στους συμμετέχοντες στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κ. Χατζηδάκης συναντήθηκε ήδη με τον Ν. Ανδρουλάκη προκειμένου να βρουν κοινό τόπο. Παρά ταύτα, επί του παρόντος τουλάχιστον, ουδέν νεώτερον από το μέτωπο των υποψηφιοτήτων για τις ανεξάρτητες αρχές. Η δυσκολία συναίνεσης είναι δεδομένη.
Η επισήμανση της δυσχέρειας επιλογής προέδρων και αντιπροέδρων στις ανεξάρτητες αρχές, λόγω αδυναμίας των κομμάτων να συναινέσουν στα πρόσωπα, ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα, ο οποίος ευλόγως διερωτάται τι θα συμβεί αν χρειαστεί οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να συμφωνήσουν για κάτι κρισιμότερο.
Κατά τον Κώστα Τασούλα, η ρευστότητα είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού και δεν είναι απίθανο να φέρει τη χώρα προ πολιτικού αδιεξόδου.
Ο κ. Τασούλας παρακολουθεί στενά και αξιολογεί συστηματικά τις διαμορφούμενες πολιτικές συνθήκες, έχει τις εκτιμήσεις του, τις οποίες και δεν κρύβει από τους συνομιλητές του. Κατ’ αυτόν, η ρευστότητα είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού και δεν είναι απίθανο να φέρει τη χώρα προ πολιτικού αδιεξόδου. Ο κίνδυνος ενδεχόμενης ακυβερνησίας τον απασχολεί εντόνως. Αγωνιά κατά βάση μην αποδειχθεί σωστή στο μέλλον η πρόγνωση του Βαγγέλη Βενιζέλου περί μη κυβερνησιμότητας του τόπου.
Ο Πρόεδρος αισθάνεται τη φθορά του χρόνου που πιέζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει και την αδυναμία της αντιπολίτευσης, επί του παρόντος τουλάχιστον, να παρουσιάσει ελκυστική και αξιόπιστη πρόταση διακυβέρνησης. «Η κυβέρνηση έχει υπέρ της τη σύγκριση των αποτελεσμάτων, ιδιαιτέρως στο πεδίο της οικονομίας, αλλά βαρύνεται από τη φθορά του χρόνου» φέρεται να σημειώνει στις συζητήσεις του και «η αντιπολίτευση δείχνει αδύναμη να κεφαλαιοποιήσει το αποτέλεσμα αυτής» λέει χαρακτηριστικά.
Η προεδρία της ΕΕ
Το τρέχον πολιτικό εκκρεμές λοιπόν δεν είναι απίθανο να διαμορφώσει συνθήκες ακυβερνησίας τα προσεχή δύο χρόνια, όταν εκείνος θα βρίσκεται στο μέσον της προεδρικής θητείας του. Ο ίδιος δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση η Ελλάδα να τελεί υπό καθεστώς ακυβερνησίας το καλοκαίρι του 2027, κατά τον χρόνο δηλαδή ανάληψης της εξάμηνης προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Να σημειωθεί ότι η προπροηγούμενη ελληνική προεδρία εξελίχθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2003 και είχε στεφθεί με ξεχωριστή επιτυχία. Τότε συμφωνήθηκε η μεγαλύτερη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και εισήλθε στους κόλπους της η Κύπρος.
Έπειτα από σχεδόν είκοσι τέσσερα χρόνια, θα προτιμούσε η χώρα να κυβερνάται από μια ισχυρή και ικανή κυβέρνηση να βάλει τη σφραγίδα της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και βεβαίως να προωθήσει κατά το δυνατόν ελληνικά συμφέροντα. Αυτή είναι η μεγάλη αγωνία που τον καταδιώκει, δεδομένης της τοξικότητας και της αδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων να συναινέσουν σε οτιδήποτε, ακόμη και για τη διοίκηση των ανεξάρτητων αρχών.
Ωστόσο γνωρίζει ότι την άνοιξη του 2027 θα ανοίξει ο χορός αμφίρροπων, κατά τα φαινόμενα και με βάση τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες, εκλογικών αναμετρήσεων.
Η αυτοδυναμία είναι μεν διεκδικήσιμη από τον κ. Μητσοτάκη αλλά μάλλον δύσκολα επιτεύξιμη. Το πιθανότερο είναι δε να μην αρκέσει μια εκλογική αναμέτρηση και πιθανόν να χρειαστεί και δεύτερη, ίσως και τρίτη, αν δεν εξασφαλίζονται οι απαιτούμενες έδρες για αυτοδύναμες ή έστω βιώσιμες κυβερνήσεις συνεργασίας. Δεν είναι απίθανο δε στο μέσον αυτών των αναμετρήσεων να υπάρξει, εκ των αποτελεσμάτων τους, αλυσίδα πολιτικών γεγονότων και συνθηκών, που να επιδεινώσουν έτσι περαιτέρω τις πολιτικές συνθήκες.
Η μεγαλύτερη πρόκληση
Υπό το βάρος αυτών των εκτιμήσεων ο κ. Τασούλας αναλογίζεται τη θέση και τον ρόλο του. Οπως υπολογίζει, αυτή θα είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη πρόκληση της θητείας του. Και ήδη προετοιμάζεται για αυτό το ενδεχόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι κοιμάται και ξυπνά με το Σύνταγμα στο προσκεφάλι του. Μόνιμα ανοιχτό, στις σελίδες του άρθρου 37, που περιγράφουν λεπτομερώς τις διαδικασίες των διερευνητικών εντολών, στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή.
Ως γνωστόν, προβλέπονται τρεις διερευνητικές εντολές σχηματισμού κυβέρνησης στους ηγέτες των τριών πρώτων κομμάτων στις εκλογές. Κάθε μια εντολή διαρκεί τρεις ημέρες. Αν όλες αποδειχθούν άγονες και ατελέσφορες, το Σύνταγμα δίδει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να καλέσει τους αρχηγούς των τριών κομμάτων και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα για τη διενέργεια εκλογών.
Στην περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για να διενεργήσει εκλογές.
Ο κ. Τασούλας απεύχεται προφανώς μια τέτοια εξέλιξη. Χαριτολογώντας λέει ότι δεν θα ήθελε ποτέ να λάβει η πολιτική ζωή της χώρας χαρακτηριστικά γενικής συνέλευσης πολυκατοικίας, όπου συνήθως όλοι διαφωνούν με όλους και δεν βρίσκουν ποτέ λύσεις.
Ωστόσο δεν κρύβει ότι θα εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες που προβλέπει το Σύνταγμα προκειμένου να μην περιπέσει η χώρα σε καθεστώς ακυβερνησίας, ειδικά στο εξάμηνο της ελληνικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.



