«Η ίδρυση του  Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) ως χρηματοδοτικού φορέα της έρευνας ήταν ένα πραγματικό επίτευγμα. Ηταν έργο του Κώστα Φωτάκη αλλά και του Σπύρου Γεωργάτου, οι οποίοι έκαναν πράγματι εξαιρετική και πρωτοπόρα δουλειά» σημειώνει στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας θυμίζοντας ότι κατά τη θητεία του στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) αυτό «είχε πάρει θετική αξιολόγηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων».

Κατά παραγγελία μάλιστα του ΕΣΕΤΕΚ, ο αείμνηστος Αχιλλέας Μητσός, ο οποίος είχε διατελέσει ανώτατος αξιωματούχος της ΕΕ με μεγάλη εμπειρία στα θέματα της έρευνας, προήδρευσε μιας ιδιαίτερα αξιόλογης και έμπειρης επιτροπής που αξιολόγησε το έργο του ΕΛΙΔΕΚ και «είχε συντάξει μια έκθεση στην οποία περιγραφόταν πώς η λειτουργία του θα μπορούσε να απλοποιηθεί ώστε αυτό να είναι αποτελεσματικότερο. Μεταξύ άλλων, η έκθεση προέβλεπε και τον τρόπο σύστασης των επιτροπών αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων ώστε να διασφαλίζονται η εγκυρότητα των αποφάσεων, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, και ιδιαιτέρως σημαντικό, τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων να ανακοινώνονται έγκαιρα στους ενδιαφερομένους. Βασικά η σύσταση ήταν να ακολουθήσουμε το επιτυχές μοντέλο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (European Research Council, ERC)».

Παρά τις επανειλημμένες συναντήσεις μελών του ΕΣΕΤΕΚ με τη διοίκηση του ΕΛΙΔΕΚ και τους εκάστοτε κυβερνητικούς υπευθύνους «για να εξηγηθούν οι συστάσεις της, η έκθεση Μητσού αγνοήθηκε τελείως. Ετσι φτάσαμε σε επιτροπές-τραγέλαφους οι οποίες βεβαίως έπληξαν – φοβάμαι ανεπανόρθωτα – την αξιοπιστία του ΕΛΙΔΕΚ» μας είπε ο κ. Αρταβάνης, προσθέτοντας ότι η σημερινή κατάσταση του Ιδρύματος, το οποίο κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, «είναι ένα ακόμη σημάδι της αδιαφορίας της παρούσας κυβέρνησης για την έρευνα, η οποία εξάλλου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των πολιτικών προϊσταμένων του ΕΛΙΔΕΚ δεν είχαν ιδέα από έρευνα. Φαίνεται ότι οι υπεύθυνοι έχουν κρεμάσει το καπέλο τους σε μια συχνότατα κακώς εννοούμενη “καινοτομία” και αγνοούν ή εθελοτυφλούν στο γεγονός ότι η καινοτομία (δηλαδή, επιχειρείν βασισμένο σε καινοτόμες ιδέες) βασίζεται σε καινούργια γνώση που παράγεται από τη βασική έρευνα».