Οταν στις 6 Αυγούστου 2020 η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη σε βαθμό ασφυξίας από το τουρκολιβυκό μνημόνιο, υπέγραφε διά χειρός του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια τη συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο, στην Αθήνα επικρατούσαν πανηγυρικοί τόνοι.
Ηταν η πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση της αναθεωρητικής στρατηγικής που επιχειρούσαν, παρανόμως, να επιβάλουν η Αγκυρα και η ελεγχόμενη μεταβατική κυβέρνηση της Τρίπολης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ έτεμνε μεν το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η κυβέρνηση όμως αφενός είχε αναγκαστεί να δώσει στο Κάιρο περισσότερο χώρο από αυτόν που προβλεπόταν εκ των ορίων της μέσης γραμμής, αφετέρου άφησε ανοιχτό το ζήτημα της οριοθέτησης πέραν του 28ου μεσημβρινού.
Τόσο ο μερικός χαρακτήρας της συμφωνίας όσο και, κυρίως, το τι μέλλει γενέσθαι περί των θαλασσίων ζωνών στο τμήμα ανατολικά της Ρόδου ήρθαν ακριβώς πέντε χρόνια μετά ξανά στην επιφάνεια. Αφορμή, η ρηματική διακοίνωση που κατέθεσε το υπουργείο Εξωτερικών της Αιγύπτου στην ελληνική πρεσβεία στο Κάιρο, διά της οποίας αμφισβητούνται τα απώτατα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Αιτία, οι πάγιες θέσεις των Αιγυπτίων στα ζητήματα των οριοθετήσεων, αλλά και η προοπτική μιας συμφωνίας του Καΐρου με την Αγκυρα που θα οδηγούσε σε αλλαγή των δεδομένων συνολικά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δράση και αντίδραση
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιχείρησε εξαρχής να υποβαθμίσει τη διακοίνωση, πολλώ δε μάλλον καθώς η διαρροή καταγράφηκε ανήμερα της επίσκεψης του αιγύπτιου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, όπου οι κ.κ. Γιώργος Γεραπετρίτης και Μπαντ Αμπντελατί επανέλαβαν από κοινού την προσήλωση τους στις αρχές του Δικαίου της Θάλασσας, αναδεικνύοντας μάλιστα τη συμφωνία της 6ης Αυγούστου ως υπόδειγμα σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας και των αρχών καλής γειτονίας.
Αλλά και επί της ουσίας, η Αθήνα επισήμανε ότι η αντίδραση των Αιγυπτίων ήταν «αναμενόμενη» και ήλθε ως απάντηση στον ελληνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό όπου για πρώτη φορά αποτυπώθηκε η ελληνική υφαλοκρηπίδα στην πλήρη – δυνητική – ανάπτυξή της με βάση τη λογική της μέσης γραμμής. Η εκπρόσωπος του υπουργείου, κυρία Ζωχιού, υπενθύμισε άλλωστε ότι με την Αίγυπτο εκκρεμεί οριοθέτηση θαλασσιών ζωνών, στοιχείο που αναγράφεται και επί του ελληνικού χάρτη.
Οι Αιγύπτιοι όμως, όπως έκαναν και κατά τη διαπραγμάτευση για τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες, κατέθεσαν επισήμως την αντίρρησή τους στην προσέγγιση της Ελλάδας περί της μέσης γραμμής.
Με σαφή, αλλά κατά γενική ομολογία ήπιο τρόπο διεμήνυσαν ότι «ορισμένες περιοχές που ορίζονται στον “Ελληνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό” επικαλύπτονται με το πεδίο εφαρμογής της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου στη Μεσόγειο Θάλασσα».
Πρόκειται για την επίσημη καταγραφή της αιγυπτιακής θέσης σε περίπτωση που οι δύο πλευρές καθίσουν μελλοντικά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης προκειμένου να προχωρήσουν στην πλήρη οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους.
Βεβαίως, και καθώς σύσσωμη η αντιπολίτευση έσπευσε να επικρίνει την κυβέρνηση, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι η Αθήνα όφειλε να διαχειριστεί το ζήτημα σε επικοινωνιακό επίπεδο με διαφορετικό τρόπο, ώστε να μη δοθεί η εικόνα ότι ακόμα και η Αίγυπτος, στρατηγικός εταίρος στην ευρύτερη περιοχή, αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Το πρόβλημα στα ανατολικά
Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι απλώς επικοινωνιακό. Στην ελληνική πρωτεύουσα γνωρίζουν ήδη από την περασμένη δεκαετία ότι αφήνοντας οι Αιγύπτιοι εκτός συζήτησης τα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού ουσιαστικά δηλώνουν ανοιχτοί για μια αντίστοιχη διαπραγμάτευση με την Τουρκία, διά της οποίας θα κέρδιζαν πολύ περισσότερο ζωτικό χώρο σε σχέση με μια πιθανή επέκταση της ελληνοαιγυπτιακής οριοθέτησης.
Σε περίπτωση, δε, σύγκλισης με την Αγκυρα, τότε θα απαλειφθεί το δυνητικό τριεθνές Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου (μετατρεπόμενο σε τριεθνές Ελλάδας – Τουρκίας – Αιγύπτου), καθώς και το σημείο επαφής της δυνητικής ελληνοκυπριακής ΑΟΖ. Σε αυτή τη λογική, Αγκυρα και Κάιρο συμπίπτουν στη θέση ότι το Καστελλόριζο έχει μηδενική επήρεια στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν των χωρικών υδάτων.
Οπως λέει στο «Βήμα» έμπειρο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών που έχει υπηρετήσει επί χρόνια στη Νομική Υπηρεσία, «είναι προφανές ότι οι Αιγύπτιοι θέλουν αυτό που τους δίνουν οι Τούρκοι, οι προτάσεις της Αγκυρας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως δελεαστικές».
Αρα το πρόβλημα θα αποκτήσει διαστάσεις εφόσον η επιχείρηση επαναπροσέγγισης του αιγύπτιου προέδρου Αλ Σίσι από την Αγκυρα αποδώσει αποτέλεσμα, κάτι πάντως που τουλάχιστον προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Πέραν αυτού του μείζονος, η συμφωνία του 2020 δημιουργεί επιπλέον τετελεσμένα, τα οποία και θα τεθούν στο επίκεντρο μιας μελλοντικής συζήτησης Αθήνας – Καΐρου περί συνολικής οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Μέλος της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας επισημαίνει στο «Βήμα» ότι η Αίγυπτος διεκδικούσε ήδη από το 2018 περισσότερο χώρο, ακόμα βορειότερα της γραμμής που τελικά χαράχθηκε στην ΑΟΖ: «Με τη συμφωνία του Αυγούστου 2020 μειώθηκε η επήρεια της Κρήτης περίπου 5%-7%, η δε επήρεια της Καρπάθου ήταν ακόμα λιγότερη, καθώς έχει μικρότερο μέτωπο ακτής. Η Ρόδος δεν προσμετρήθηκε καθόλου, εάν όμως προχωρήσει επέκταση της συμφωνίας τότε θα πρέπει να προσμετρηθεί, αναλόγως των απαιτήσεων της Αιγύπτου, αλλά και της Τουρκίας».
Με λίγα λόγια, το Κάιρο σέβεται μεν τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας, ουδέποτε όμως πρόκειται να δεχθεί πλήρη επήρεια των ελληνικών νησιών, εξού και δεν συμφωνεί στη μέση γραμμή όπως αυτή χαράχθηκε στον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό.
Αυτό ακριβώς καταγράφηκε και στην αιγυπτιακή ρηματική διακοίνωση της 8ης Ιουλίου, με το Κάιρο να θέτει ζήτημα και προς δυσμάς, δηλαδή στο σημείο συνάντησης των θαλασσίων ζωνών Ελλάδας – Αιγύπτου – Λιβύης, όπου όμως οι υπό αμφισβήτηση περιοχές είναι σαφώς μικρότερες από αυτές που απλώνονται πέραν του 28ου μεσημβρινού.
Οθωμανικό παρελθόν
Η πραγματικότητα είναι ότι η Αθήνα δεν έχει περιθώρια να «χάσει» την Αίγυπτο, καθώς μαζί με το Ισραήλ και την Κύπρο συναποτελούν αναπόσπαστους κρίκους αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, παρά τη βαθιά ριζωμένη αντιπαλότητα ανάμεσα στο καθεστώς Σίσι και την Αγκυρα, εξαιτίας της τουρκικής υποστήριξης στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι δύο χώρες συνδέονται ακόμα με υπεραιωνόβιους παραδοσιακούς δεσμούς.
Η δε γραφειοκρατία του αιγυπτιακού υπουργείου Εξωτερικών, αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από μορφωμένα στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων, διαθέτει απευθείας γραμμή επικοινωνίας με τους τούρκους ομολόγους της. «Οι Αιγύπτιοι ενημερώνουν για κάθε κίνησή τους την Αγκυρα» επισημαίνει στο «Βήμα» ο έλληνας διαπραγματευτής. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου παραμένουν ανθεκτικές στον χρόνο ακόμα και κόντρα σε μια πιθανή σύγκλιση του Καΐρου με την Αγκυρα.
Περιστατικά όπως αυτό της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, αλλά και αντιθέσεις όπως αυτές που ανακύπτουν επί των εκατέρωθεν κυριαρχικών δικαιωμάτων λειτουργούν ως η καλύτερη απόδειξη ότι στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.






