Mε θεωρητικά λυμένο το πολυσυζητημένο θέμα της κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, μετά την έγκριση στο παρά πέντε της σχετικής συμφωνίας και από τον Νετανιάχου, πραγματοποιείται αύριο Δευτέρα στην Ουάσιγκτον η αλλαγή σκυτάλης στην αμερικανική προεδρία, με τον απερχόμενο Μπάιντεν αλλά και τον επερχόμενο Τραμπ να επαίρονται ταυτόχρονα ότι χάρη σε αυτούς τερματίστηκε επιτέλους η πολύμηνη αυτή ανθρώπινη τραγωδία με τους περίπου 48.000 νεκρούς.

Ανεξάρτητα όμως από τον ανταγωνισμό των δύο προέδρων για το ποιος τα κατάφερε, παραμένει το καίριο ερώτημα αν η συμφωνία αυτή, η ισχύς της οποίας ξεκίνησε την Κυριακή, θα εφαρμοστεί και στην πράξη, καθώς οι διάφορες φάσεις που προβλέπει, στο πλαίσιο μιας μακρόχρονης πολύπλοκης διαδικασίας, προϋποθέτουν ότι και οι δύο πλευρές θα παραμείνουν πιστές στην τήρησή της. Πράγμα εξαιρετικά δυσχερές στην εκρηκτική περιοχή της Μέσης Ανατολής, αν το κρίνει κανείς ιστορικά.

Ενώ παραμένει πάντα άγνωστο το πώς τελικά θα διαμορφωθεί το γενικότερο σκηνικό στην περιοχή αυτή με τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα και με κύριο πάντα ζητούμενο την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, την οποία η ισραηλινή κυβέρνηση συνεχίζει πεισματικά να αρνείται.

Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι λοιπόν περίεργο που όλη αυτή η ιστορία ρίχνει βαριά τη σκιά της στη νέα προεδρική εποχή που ανοίγεται στην Ουάσιγκτον. Οταν μάλιστα είναι γνωστές οι ακραίες ακροδεξιές θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίες εκφράζονται εσχάτως από τους κορυφαίους κεφαλαιοκράτες που τον έχουν προσεγγίσει προς ίδιον όφελος, όπως οι περιώνυμοι  Μασκ, Ζάκερμπεργκ και Μπέζος.

Με τον Μασκ κυρίως να ρίχνει γέφυρες στη συνεχώς ανερχόμενη Ακροδεξιά στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να διερωτάται κανείς για το πού θα οδηγηθεί η Ατλαντική Συμμαχία αν επικρατήσουν γενικότερα οι θέσεις αυτές. Οταν μάλιστα ο Τραμπ συνεχίζει να αξιώνει από τους ευρωπαίους συμμάχους να αυξήσουν την οικονομική τους συμμετοχή, απειλώντας με αποχώρηση της χώρας του. Θέτοντας έτσι ένα τέλος στο καθεστώς της φιλελεύθερης Δύσης με επικεφαλής τις ΗΠΑ, που είχε επικρατήσει μεταπολεμικά.

Πολλοί μιλούν ήδη για μια νέα επικίνδυνη εποχή που ανατέλλει, τη στιγμή που όλα τα γνωστά ανοιχτά μέτωπα αναζητούν λύσεις. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η Ενωμένη Ευρώπη εμφανίζεται βαθιά διχασμένη, με τα δύο ισχυρότερα κράτη, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να έχουν βυθιστεί σε μια πολύπλευρη εσωτερική κρίση, με επακόλουθο την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων.

Μέσα σε αυτό το διαγραφόμενο εξαιρετικά επικίνδυνο σκηνικό δεν στερείται σημασίας η τελευταία ομιλία του απερχόμενου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος επισήμανε ότι «σήμερα στην Αμερική διαμορφώνεται μια ολιγαρχία ακραίου πλούτου, δύναμης και επιρροής που κυριολεκτικά απειλεί ολόκληρη τη Δημοκρατία μας». Και είναι με αυτούς τους ανθρώπους που οι ανερχόμενοι γνωστοί ακροδεξιοί ηγέτες της Ευρώπης επιδιώκουν να συσφίξουν τις σχέσεις τους, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το μέλλον της Ευρώπης.

Δεν θέλει λοιπόν και πολλή σκέψη για να γίνει κατανοητό ότι η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να ξυπνήσει από τον σημερινό λήθαργο και να αναλάβει πρωτοβουλίες, προτού να είναι πολύ αργά, οι οποίες θα έχουν ως στόχο τη διατήρηση του φιλελεύθερου μοντέλου, που είχε επικρατήσει με τα γνωστά σκαμπανεβάσματα, όλα αυτά τα χρόνια.

Οταν μάλιστα διανοίγεται τώρα μια προοπτική συνεννόησης Τραμπ – Πούτιν, χωρίς όμως να προβλέπεται προηγούμενη διαβούλευση με τους ευρωπαίους εταίρους.