Η πρόσφατη σύγκληση της άτυπης διάσκεψης για το Κυπριακό στη Νέα Υόρκη, στο μεσοδιάστημα των μαύρων επετείων του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, υπενθύμισε με εμφαντικό τρόπο τις καταστροφικές συνέπειες του δίδυμου εγκλήματος, που μας κατατρέχουν μισό αιώνα μετά.

Οκτώ χρόνια μετά το ναυάγιο του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά – το 2017 – δεν κατέστη ακόμα δυνατή η επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας, που είναι ο μόνος προσφερόμενος τρόπος για ειρηνική επίλυση του Κυπριακού. Πρόκειται για το μακροβιότερο αδιέξοδο από το 1974 και, όπως συνέβαινε πάντα σε τέτοιες περιόδους, η Αγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία προχώρησαν σε νέα τετελεσμένα, με κυριότερο την επιστροφή τους, είκοσι χρόνια μετά, στη θέση για λύση δύο κρατών.

Η άτυπη διάσκεψη της Νέας Υόρκης, παρά τη συμμετοχή και των εγγυητριών δυνάμεων, δεν ασχολήθηκε με τα μεγάλα ζητήματα της κατάργησης της Συνθήκης Εγγύησης και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων.

Ασχολήθηκε μόνο με κάποια μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, και τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Η δήλωση Γκουτέρες ότι έγινε πρόοδος, αλλά ότι ο ίδιος περίμενε πολύ περισσότερα, ήταν ενδεικτική των προθέσεων: είναι φανερό ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δεν ήθελε σε αυτό το στάδιο να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ελπίζοντας ότι θα αλλάξει κάτι μετά την εκλογή νέου τουρκοκύπριου ηγέτη τον Οκτώβριο.

Διακηρυγμένος στόχος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας από το σημείο που είχε μείνει στο Κραν Μοντανά, με τις συγκλίσεις που είχαν μέχρι τούδε επιτευχθεί και το πλαίσιο Γκουτέρες. Πρόκειται για ορθή θέση αφού, κατά γενική ομολογία, εκεί είχαμε φθάσει σε απόσταση αναπνοής από την κατάληξη σε μια στρατηγική συμφωνία, δηλαδή την επίλυση των έξι βασικών ζητημάτων του Κυπριακού, κάτι που με τη σειρά του θα καθιστούσε αναπόδραστη τη συνολική λύση. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να διανύσουμε όλη αυτή την απόσταση, μέσα από μια διαδικασία πολλών ετών.

Τα καταφέραμε όμως, και μάλιστα μέσα από μια κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία. Κατά την περίοδο των συνομιλιών πριν τα χωριστά δημοψηφίσματα του 2004, είχε συμφωνηθεί ότι αν παρέμεναν κάποιες εκκρεμότητες, αυτές θα συμπληρώνονταν από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, όπως και έγινε. Αυτό ήταν που ονομάστηκε ως «επιδιαιτησία», η οποία θεωρήθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά ως αφόρητα ετεροβαρής, με αποτέλεσμα ο τότε Πρόεδρος, Τάσσος Παπαδόπουλος, να προχωρήσει μεν στο δημοψήφισμα, αλλά ο ίδιος να πει «όχι» στο σχέδιο Ανάν.

Η κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία που ακολουθήθηκε με την εκλογή Χριστόφια στην προεδρία της Δημοκρατίας έχει εξέχουσα σημασία, όχι τόσο επειδή η λεγόμενη επιδιαιτησία αδίκησε την ελληνοκυπριακή πλευρά (υπάρχει μεγάλη δόση υπερβολής σε αυτό) αλλά επειδή, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης, κανένας ηγέτης δεν θα έχει σοβαρό επιχείρημα για απόρριψη της προτεινόμενης λύσης, κάτι που θα έχει καταλυτική επίδραση σε θετική έκβαση ενός νέου δημοψηφίσματος. Αν, λοιπόν, επαναρχίσει μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία χωρίς οι δύο πλευρές να δεσμεύονται με τις συγκλίσεις και το πλαίσιο Γκουτέρες ως αναπόσπαστο μέρος τους, τότε θα συζητούμε για ακόμα μισό αιώνα.

Προκύπτει, βέβαια, ένα βασανιστικό ερώτημα: είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη θέση για δύο κράτη και θα επιστρέψει στις ράγες του Κραν Μοντανά; Κανείς δεν μπορεί να το απαντήσει αυτό. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι οφείλουμε να τη δοκιμάσουμε. Δεν είναι αρκετό ο Πρόεδρος να διακηρύττει ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί από το σημείο που είχε μείνει στο Κραν Μοντανά, πρέπει και να πείθει ότι το εννοεί. Και σίγουρα δεν πείθει, όταν λέει ότι το πλαίσιο Γκουτέρες είναι απλώς έξι επικεφαλίδες που πρέπει να τύχουν διαπραγμάτευσης.

Το πλαίσιο, πάντα σε συνδυασμό με τις συγκλίσεις, είναι σχεδόν η επίλυση των βασικών πτυχών του Κυπριακού, με ελάχιστες εκκρεμότητες που μόνον αυτές χρήζουν περαιτέρω διαπραγμάτευσης. Και βέβαια, δεν πείθει ο Πρόεδρος όταν ουσιαστικά απορρίπτει τις πρόνοιες του πλαισίου για το περιουσιακό και, κυρίως, για την πολιτική ισότητα η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν πλήρως συμφωνημένη. Χωρίς την τελευταία, η λύση του Κυπριακού θα παραμείνει όνειρο θερινής νυκτός. Αυτό το κατανοούν και οι βασικοί διεθνείς παίκτες του Κυπριακού, και έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στο Κραν Μοντανά ήλθαν με πρόθεση να ικανοποιήσουν τους Ελληνοκύπριους στο ζήτημα της ασφάλειας (κατάργηση της Συνθήκης Εγγύησης του 1960 από την πρώτη μέρα εφαρμογής της λύσης και ταχεία αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων) και τους Τουρκοκύπριους στο θέμα της πολιτικής ισότητας.

Στην παρούσα φάση δεν εξαρτώνται και πολλά από την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά αυτά που μπορούμε, οφείλουμε να τα τηρήσουμε απαρεγκλίτως: εμμονή στο συμφωνημένο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, στις συγκλίσεις καθώς και στα έξι σημεία του πλαισίου Γκουτέρες. Επιπλέον, παροχή κινήτρων τόσο προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα, με την επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας, όσο και προς την Τουρκία, μετά τη συνολική λύση. Ο τομέας της ενέργειας δεν αφήνει την Τουρκία αδιάφορη και μπορεί να αξιοποιηθεί ως ισχυρό κίνητρο για λύση, εννοείται χωρίς να παραβιάζουμε κόκκινες γραμμές.

Σε αυτή τη λογική κινείται η πρόταση του ΑΚΕΛ η οποία υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, και η οποία αφήνει παγερά αδιάφορο τον Πρόεδρο, όπως ακριβώς άφηνε και τον προκάτοχό του.

Ο κ. Τουμάζος Τσελεπής είναι νομικός – διεθνολόγος, μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας επί διαφόρων Προέδρων της Κυπριακής Δημοκρατίας.