Βιαστικοί σε λιμάνια και σε δρόμους, λες και η θάλασσα πρόκειται να μην είναι εκεί. Από τα πρώτα του βήματα θα γοητεύτηκε ο άνθρωπος, όταν, από ορίζοντα σε ορίζοντα, κάποια στιγμή, εκστασιασμένος στη θέα της, με τα χέρια υψωμένα τον φαντάζομαι, θα την αντίκρισε για πρώτη φορά, ήρεμη ή φουρτουνιασμένη.
Δειλά στην αρχή, φοβισμένα, θα άγγιξε το απέραντο υγρό σώμα της. Θα υποχωρούσε και θα επέστρεφε, θα απομακρυνόταν στο πρώτο δυνατό κύμα και θα στεκόταν στη γραμμή της, απορημένος και ασφαλής, στην ανεξήγητη μπουνάτσα.
Αυτή η φυγή προς τις θάλασσες των σύγχρονων ανθρώπων της πόλης, με καταβολές επαρχίας και με συνείδηση αστού, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Έχει μέσα της εκείνη την αρχέγονη εμπειρία για το άλλο και το αλλού, το ψάξιμο μιας αλλαγής, μιας, προσωρινής έστω, ζωής διαφορετικής, με λίγη αναζήτηση και φαντασία, με τον κίνδυνο να βλέπεις τον μακρινό ορίζοντα και την εγγύηση ότι δεν θα χρειαστεί να τον διαβείς.
Η γραμμή της ακτής, όπου το παιχνίδι, ανέμελα και διασκεδαστικά, σε αποσπά και μαζί ανεμπόδιστα και ακίνδυνα σε προκαλεί, έχει μέσα της όλα τα στοιχεία της ζωντανής ανάμνησης και του ολοκληρωμένου συμβολισμού, της ξεχασμένης επιθυμίας του ριψοκίνδυνου ταξιδιού.
Εχει στο βάθος της την πρώτη δοκιμασμένη τόλμη, που στις «διακοπές» ανακαλείται, χωρίς να προλάβει ποτέ να υλοποιηθεί σε πράξη δοκιμής και δοκιμασίας στον προγραμματισμένα σύντομο χρόνο τους.
Ετσι οι διακοπές κυριολεκτούν στη γραμμή της ακτής, νοούνται ως θάλασσες και καταγράφονται ως μικρές ιστορίες στα λευκά πανιά των ιστιοφόρων, που μόλις χάνονται στο βάθος. Τα βουνά θα ήταν στην περίπτωσή μας μια εξόρμηση περισσότερο, μια ρομαντική φυσιολατρική συνομιλία μάλλον, μια ανάκληση παραδεισένιων τόπων.
Οι θάλασσες δεν ανήκουν στις ήρεμες ζώνες. Ανακινούν και αναστατώνουν. Σε οδηγούν στα διλήμματα της ακτής, σε δοκιμάζουν στον κίνδυνο. Πρέπει να έχεις ζήσει την οριακή ύπαρξη στον θυμό της για να μπορείς να συλλάβεις ή να υποψιαστείς αυτή τη διάσταση της γραμμής συνάντησης ξηράς και θάλασσας.
Κάτω από τις ομπρέλες, τις οργανωμένες πλαζ και τις δυνατές μουσικές, όλα αυτά μοιάζουν και ακούγονται παράδοξα για τους ανθρώπους της πόλης, που άφησαν πίσω τους οριστικά την «πρωτόγονη» φάση και οι θάλασσες και αυτό που θυμίζουν ως τοπίο δεν είναι παρά συμπληρώματα δικαίωσης της κατακτημένης πια δύναμής του.
Οι κοινωνίες είναι θάλασσες. Θάλασσες σε όλες τις συναρπαστικές μορφές τους. Με την ανομοιομορφία, την πρωτοτυπία, τη διαφορά κάθε προσιτής ή απρόσιτης ακτής.
Στη γραμμή κάθε δοκιμασίας, στο δίλημμα μιας απόφασης που σε πάει αλλού και σου ζητάει να γίνεις άλλος, στην καμπή μιας εποχής που ο κίνδυνος της μετάβασης φοβίζει και αναστέλλει, στη μεθόριο να μείνεις πίσω και στάσιμος, διαθέσιμος άνθρωπος στην εξουσία, σε κάθε λεπτή και διαπεραστική κρίση, όπως τις μέρες αυτού του καλοκαιριού, στο τέλος αυτού του Ιούλη, οι Ελληνες, με την επιστροφή τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα κληθούν να αφήσουν τη γραμμή της ακτής και να ταξιδέψουν σε νέες θάλασσες. Η απόφαση δεν είναι ταξίδι διακοπών.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.






