Πριν από μια δεκαετία, η κινεζική κυβέρνηση παρουσίασε το πρόγραμμα Made in China 2025 – ένα φιλόδοξο όραμα μετασχηματισμού της χώρας από «εργοστάσιο του κόσμου» σε παγκόσμιο ηγέτη στην καινοτομία. Το σχέδιο αντιμετωπίστηκε με έντονο σκεπτικισμό, ιδιαίτερα στη Δύση, όπου κυριαρχούσε μια ισχυρή ακαδημαϊκή πεποίθηση ότι ο αυταρχισμός είναι εκ φύσεως ασύμβατος με την καινοτομία.
Επιπλέον, με μια αδύναμη τεχνολογική βάση, μέτρια πανεπιστήμια και έλλειψη υψηλής ειδίκευσης, η Κίνα θεωρούνταν έτη φωτός πίσω από το παγκόσμιο τεχνολογικό μέτωπο. Χωρίς δραστική πολιτική αλλαγή, πολλοί αναλυτές κατέληγαν ότι η χώρα θα έμενε μια «έθνος-αντιγραφέας».
Γνωρίζουμε πλέον πώς εξελίχθηκε αυτή η πρόβλεψη. Ομως η εσφαλμένη, όπως αποδείχθηκε, πεποίθηση ότι η καινοτομία προϋποθέτει πολιτική ελευθερία φαινόταν τότε να έχει ισχυρή αναλυτική και ιστορική βάση.
Ωστόσο, όπως δείχνω στο βιβλίο μου «Autocracy 2.0», οι κινέζοι ηγέτες βρήκαν τρόπο να ξεπεράσουν αυτό το «δίλημμα του βασιλιά». Διαμορφώνοντας ένα μοντέλο που αποκαλώ «έξυπνος αυταρχισμός», η Κίνα συνδύασε μια νέα προσέγγιση στον πολιτικό έλεγχο με επιλεκτική οικονομική ανοικτότητα, αξιοποιώντας διδάγματα από τη Σιγκαπούρη – το προηγμένο, υψηλής τεχνολογίας αυταρχικό κράτος.
Αποφεύγοντας τη βαριά καταστολή, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) πρωτοστάτησε σε ποικίλες και πιο λεπτές τεχνικές ελέγχου της πληροφορίας. Οπως υποστηρίζει ο ερευνητής Tony Zirui Yang, αυτές οι πρακτικές «κανονικοποίησαν» τη λογοκρισία και «αναισθητοποίησαν» την κινεζική κοινωνία απέναντί της.
Αντί για κλομπ και όπλα, οι κινεζικές αρχές χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία όπως τεχνητή νοημοσύνη, αναγνώριση προσώπου και συλλογή βιομετρικών δεδομένων για να ανιχνεύουν, να παρακολουθούν και να προλαμβάνουν τη διαφωνία. Παρότι η βίαιη καταστολή εξακολουθεί να υπάρχει, όπως εξηγεί η ερευνήτρια Lynette Ong, το ΚΚΚ διατηρεί την «αποστασιοποίησή» του, αναθέτοντάς την σε «μπράβους επί πληρωμή» – ομάδες που εκφοβίζουν αιτούντες, διαλύουν διαδηλώσεις και υλοποιούν βίαιες εξώσεις.
Παράλληλα, η κυβέρνηση άνοιξε επιλεκτικά τμήματα της οικονομίας, όπως τα πανεπιστήμια και τον ιδιωτικό τομέα, επενδύοντας μαζικά στην ενίσχυση της καινοτομικής ικανότητας της χώρας – από τη χρηματοδότηση έρευνας και ανάπτυξης έως την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Την τελευταία δεκαετία η Κίνα βελτίωσε θεαματικά την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης και δημιούργησε μια τεράστια εξειδικευμένη τεχνολογική δεξαμενή.
Αν και ορισμένοι εξακολουθούν να αμφιβάλλουν, η Κίνα έχει ήδη πετύχει κάτι που κάποτε φαινόταν αδιανόητο: έχει μετασχηματιστεί σε τεχνολογική υπερδύναμη, μεταβάλλοντας το παγκόσμιο ισοζύγιο ισχύος. Φυσικά, το γεγονός ότι οι έξυπνοι αυταρχικοί μπορούν να καινοτομούν δεν σημαίνει ότι είναι και καλύτερα εξοπλισμένοι για να το κάνουν από τις δημοκρατίες.
Οι δημοκρατικές χώρες εξακολουθούν να διαθέτουν πανεπιστήμια που προσελκύουν τα λαμπρότερα μυαλά, εταιρείες που εργάζονται – και προωθούν – την τεχνολογική αιχμή, και διεθνή δίκτυα που τροφοδοτούν την καινοτομία.
Ομως οι δυτικές δημοκρατίες δεν μπορούν πλέον να υποτιμούν το καινοτομικό δυναμικό της Κίνας – ούτε τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Ως υπερδύναμη, η Κίνα αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτική απειλή για την Ταϊβάν και για τη μελλοντική στρατηγική επιρροή των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, η επιτυχία της προσφέρει ένα ελκυστικό μοντέλο για άλλους έξυπνους αυταρχικούς ηγέτες, όπως στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα· και το Πεκίνο στηρίζει άμεσα δικτάτορες μεταφέροντάς τους τεχνολογίες και τακτικές καταστολής.
Ο Σι δήλωσε πρόσφατα: «Καμία δύναμη δεν μπορεί να σταματήσει την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας!». Το κατά πόσο αυτό είναι αλήθεια μένει να φανεί· ένα όμως είναι βέβαιο: οι δυτικές δημοκρατίες δεν μπορούν πλέον να προεξοφλούν ότι θα είναι εκείνες που θα επικρατήσουν.
Η κυρία Jennifer Lind είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Dartmouth College και συγγραφέας του βιβλίου «Autocracy 2.0: How China’s Rise Reinvented Tyranny».



