Τόσοι «μάγοι» της επικοινωνίας πώς και δεν είδαν ότι η πληγή χαίνει ξανά; Πώς η κυβέρνηση παρέμενε πεισματικά αφανής ενώ η ατμόσφαιρα είχε διαποτιστεί μέχρι και από τη συνωμοσιολογική αποφορά του βενζόλιου; Μήπως δεν πήρε μυρωδιά ακριβώς επειδή βιαζόταν να επιστρέψει στην ασφάλεια του «ξεμπερδέψαμε» που πίστεψε πως της είχε προσφέρει ένας εκλογικός θρίαμβος λίγους μήνες νωρίτερα;

Αν φτάσαμε ο τελευταίος «σόουμαν» του είδους να ζητάει εκλογές με «διεθνείς παρατηρητές» σε μια έξοδο από το στρατόπεδο της Θήβας και τα υψίπεδα του 13%, δεν είναι επειδή οι εξοδούχοι πρέπει κάπως και αυτοί να σκοτώσουν τον χρόνο τους μέχρι να επιστρέψουν στον θάλαμο. Αλλά επειδή, στο μεταξύ,  η κυβέρνηση είχε εντάξει οτιδήποτε έκανε την πληγή των Τεμπών να κακοφορμίζει στην ίδια θεωρία συνωμοσίας. Από αυτή τη «γραμμή άμυνας» δεν εξαίρεσε ούτε την αγωνία των συγγενών των θυμάτων να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και έκλεισε τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής με την ίδια ακατανόητη βιασύνη ακόμη και όταν το 90% της κοινής γνώμης είχε πια παραδοθεί στην υποψία της «συγκάλυψης».

Στο τέλος, δεν ήταν οι άλλοι που συνωμοσιολογούσαν, αλλά η ίδια η κυβέρνηση. Από τη «γραμμή άμυνας» της βιασύνης και της αφάνειας πέρασε σε εκείνη των «συμφερόντων». Η κυβέρνηση δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα ποιος και γιατί χάλκευσε τις συνομιλίες του σταθμάρχη με τους δυο μηχανοδηγούς λίγες ώρες μετά τη σύγκρουση των δυο αμαξοστοιχιών στα Τέμπη. Δεν υπέδειξε καν τον δρόμο της θεσμικής έρευνας και της Δικαιοσύνης για να απαντηθεί το ερώτημα. Ρώτησε απλώς η ίδια ποιος και γιατί ρωτάει περίπου με την ίδια καχυποψία που οι άλλοι ρωτούσαν ποιος «εξαέρωσε» τα βαγόνια. Και απάντησε ακριβώς όπως είχαν απαντήσει άλλες κυβερνήσεις και άλλοι πρωθυπουργοί στον παρελθόν. Με κάποια «εξωθεσμικά κέντρα».

Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση διατύπωσε το συνωμοσιολογικό ερώτημα γύρω από ένα γεγονός που η ίδια δεν αμφισβητεί. Το «μοντάζ» δεν είναι «βενζόλιο», «μπάζα» και «εξαέρωση». «Ο σταθμάρχης μιλούσε με δύο τρένα. Το ξέραμε αυτό. Από τις 2 Μαρτίου το ξέραμε ότι ο σταθμάρχης μιλούσε με δύο τρένα» είπε στη Βουλή ο Πρωθυπουργός. Την 1η του μήνα, όμως, ξέραμε κάτι άλλο. Ή μάλλον δεν ξέραμε. Νομίζαμε πως την άδεια για να ξεκινήσει το τρένο του από τον «Βασίλη», τον σταθμάρχη της Λάρισας, ζητούσε ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας που λίγες ώρες αργότερα θα έχανε τη ζωή του στη σύγκρουση.

Σωστά, κανένας πρωθυπουργός δεν θα έκανε τον μοντέρ εκείνη την ώρα – αν και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός υπαινίχθηκε πως σε μια άλλη τραγωδία, στο Μάτι, ένας προκάτοχός του συμμετείχε σε μια σύσκεψη επικοινωνιακής διαχείρισης με τους προβολείς της τηλεόρασης αναμμένους και το σήμα της εικόνας να φεύγει σε απευθείας μετάδοση.

Στη ζωντανή μετάδοση από το Μάτι οι μοντέρ δεν είχαν δουλειά, στα Τέμπη απασχολήθηκαν για λίγες ώρες. Το «επάγγελμα μοντέρ» ασκήθηκε. Αν σήμερα ασκείται και το «επάγγελμα ρεπόρτερ», ασκείται ακόμη και απέναντι σε πρωθυπουργούς που δηλώνουν τόσο «φιλελεύθεροι» για να τσακώνονται με τις εφημερίδες, όπως άλλοι κάποτε δήλωναν τόσο «ριζοσπάστες» για να προσπαθούν να τις κλείσουν.

Ετσι αναβιώνει και αυτή η τραγωδία. Σαν μια σύγκρουση θεωριών συνωμοσίας και σαν ακόμη μία εκδοχή του αφηγήματος πως «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Μένουν οι ώρες αγωνίας των συγγενών να λάμψει η αλήθεια για τους 57 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους εκείνο το βράδυ. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι ζούμε τις δικές μας ώρες τραγωδίας. Ευτυχώς, λιγότερο αιματηρής. Αλλά εξίσου συλλογικής και γεμάτης πληγές.