Η ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση, που αναθέτει την επιλογή του προεδρείου των τριών ανώτατων δικαστηρίων στο Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελεί αντικείμενο σφοδρής κριτικής. Εχει επικρατήσει στην κοινή γνώμη – καλώς ή κακώς – η άποψη ότι η ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση υπονομεύει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Με πρόσφατο νομοθέτημα (άρθρο 36 Ν. 5197/2025) επήλθε μια σοβαρή μεταρρύθμιση στη διαδικασία επιλογής του προέδρου και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η οικεία Ολομέλεια θα γνωμοδοτεί εφεξής με μυστική ψηφοφορία των μελών της για την προαγωγή των ικανοτέρων στις κενές θέσεις. Η γνωμοδότηση δεν δεσμεύει τυπικά το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά, όπως εκτίθεται κατωτέρω, μπορεί να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη λήψη της απόφασης προαγωγής. Tον Ιούνιο αποχωρούν η Πρόεδρος και η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, επτά αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου και τέσσερις αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η νομοθετική μεταρρύθμιση είναι σημαντική για δύο κυρίως λόγους: α) Στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης προβλέπεται για πρώτη φορά συμμετοχή του δικαστικού σώματος στη διαδικασία επιλογής του προεδρείου των ανώτατων δικαστηρίων και β) ο τρόπος άσκησης της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο για τη ρύθμιση του θέματος κατά την προαναγγελθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος.
Τα μέλη της οικείας Ολομέλειας γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον την επιστημονική και διοικητική ικανότητα των συναδέλφων τους για την άσκηση προεδρικών καθηκόντων. Η επαγγελματική ικανότητα του δικαστή πρέπει να διαγιγνώσκεται από την ποιότητα και το μέγεθος της συνεισφοράς του στη λειτουργία του δικαστηρίου. Η συνεισφορά μετριέται κυρίως από τη συμβολή στη διάσκεψη για την επίλυση της επίδικης διαφοράς. Η μυστικότητα της διάσκεψης δεν παρέχει τη δυνατότητα στους εκτός του δικαστηρίου τρίτους να αξιολογήσουν ακριβοδίκαια την επαγγελματική δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών. Ετσι η γνωμοδότηση της Ολομέλειας συνιστά την πλέον έγκυρη πηγή για την ενημέρωση του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπενθυμίζεται ότι, εκ των πραγμάτων, οι ανώτατοι δικαστές δεν επιθεωρούνται και δεν αξιολογούνται με τη σύνταξη υπηρεσιακών εκθέσεων στον τελευταίο βαθμό.
Η αντικειμενικότητα της ψήφου των γνωμοδοτούντων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της γνωμοδότησης. Προϋπόθεση, όμως, που δυσχερώς διαπιστώνεται σε μυστική ψηφοφορία, η οποία στην προκειμένη διαδικασία ήταν για τον νομοθέτη μονόδρομη επιλογή. Η αξιοπιστία της γνωμοδότησης κλονίζεται όταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι προϊόν αθέμιτης προσυνεννόησης μεταξύ των γνωμοδοτούντων μελών της Ολομέλειας. Από τη διαμόρφωση των ψήφων είναι, κατά τη γνώμη μου, δυνατόν να πιθανολογηθεί κατά πόσο οι ψηφοφόροι ακολούθησαν τυχόν ομαδικές συμφωνίες. Στην απευκταία αυτή περίπτωση το Υπουργικό Συμβούλιο θα προχωρήσει στις προαγωγές παραμερίζοντας δικαιολογημένα τη γνωμοδότηση.
Περίπτωση αναξιόπιστης γνωμοδότησης συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν έχει επικρατήσει, ως μοναδικό κριτήριο, η αρχαιότητα των επιλεγόμενων υποψηφίων. Είναι αληθές ότι η αρχαιότητα, που αποκτάται κατά τη διαγωνιστική διαδικασία εισόδου στο δικαστικό σώμα, καθορίζει συνήθως την εξελικτική διαδρομή και την υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού. Δεδομένου, όμως, ότι ο κώδικας κατάστασης δικαστικών λειτουργών απαιτεί εξαιρετικά προσόντα για την κατ’ απόλυτον εκλογή προαγωγής στις ανώτατες βαθμίδες, πρέπει να κατισχύει η αρχαιότητα μόνο μεταξύ προσώπων που συγκεντρώνουν περίπου ισοτίμως τα προβλεπόμενα προσόντα (κρίση, αντίληψη, ποσοτική και ποιοτική απόδοση, επιστημονική κατάρτιση, κοινωνική παράσταση).
Ο νόμος προβλέπει τον αριθμό των εκλόγιμων υποψηφίων κατά τη σειρά της επετηρίδας. Οι εκλογείς μπορούν να ψηφίζουν μέχρι πέντε υποψηφίους για τον βαθμό του προέδρου και μέχρι δέκα για τον βαθμό του αντιπροέδρου. Δεν προβλέπεται και συνακολούθως δεν επιτρέπεται η υποβολή υποψηφιοτήτων. Είναι, όμως, κατά τη γνώμη μου, επιτρεπτή η αμετάκλητη δήλωση εκλογίμου ότι δεν επιθυμεί να προαχθεί στον ανώτερο βαθμό. Το αμετάκλητο έχει την έννοια ότι δεν συγχωρείται ανάκληση αυτής σε μεταγενέστερη προαγωγή. Η δήλωση, ερειδόμενη στη συνταγματική επιταγή της δικαστικής ανεξαρτησίας, συνεπάγεται την αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των υποψηφίων.
Περαιτέρω θεσπίζεται μια καινοτόμος διάταξη που δεν απαντάται στην εκλογική εν γένει νομοθεσία. Καθίσταται υποχρεωτική, με ποινή ακυρότητας του ψηφοδελτίου, η επιλογή τριών τουλάχιστον υποψηφίων. Τούτο σημαίνει ότι καλείται κάθε μέλος της Ολομέλειας να επιλέξει και πρόσωπα που δεν θεωρεί κατάλληλα ή άλλως να απόσχει της ψηφοφορίας! Η διάταξη προκαλεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με το Σύνταγμα. Προφανώς η υποχρεωτικότητα αποσκοπεί στην αποφυγή προσυνεννόησης για την υποστήριξη συγκεκριμένου προσώπου. Τούτο όμως μπορεί να διαγνωσθεί, ως ελέχθη, κατ’ εκτίμηση της διαμόρφωσης του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. Τα μέλη της Ολομέλειας, καλούμενα να επιλέξουν τους ικανότερους συναδέλφους για την ανάδειξη στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα, ασκούν κατ’ ουσίαν διοικητικά καθήκοντα, αλλά δεν παύουν να κρίνουν ως μέλη δικαστικού οργάνου. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση στο έργο τους μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην, κατά το Σύνταγμα, λειτουργική ανεξαρτησία τους.
Κατά της οιασδήποτε συμμετοχής δικαστών στην ανάδειξη του προεδρείου προβάλλεται, ως επιχείρημα, ο κίνδυνος αθέμιτων ομαδοποιήσεων μεταξύ των εκλογέων. Η ορθή πρώτη εφαρμογή της ρύθμισης θα εξουδετερώσει το επιχείρημα και θα προδικάσει την αναβάθμιση αυτής σε συνταγματικό επίπεδο. Αν η κυβέρνηση αγνοήσει μια ομόφωνη ή με ισχυρή πλειοψηφία γνωμοδότηση, θα αντιμετωπίσει μεγάλο πολιτικό βάρος. Αντιθέτως θα απαλλαγεί από κάθε κριτική για παρέμβαση στη δικαστική λειτουργία όταν θα προαγάγει πρόσωπα προταθέντα από τους ίδιους τους δικαστές.
Τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων έχουν και προσωπικό συμφέρον να επιλέγουν τους ικανότερους συναδέλφους τους. Κύριο καθήκον του προέδρου και των αντιπροέδρων αποτελεί η διεύθυνση των διασκέψεων. Η επιλογή ακατάλληλων προσώπων συνεπάγεται πρωτίστως την ταλαιπωρία των μελών του οικείου δικαστικού σχηματισμού.
*Ο κ. Χρίστος Γ. Γεραρής είναι επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.



