Στην κλασική Αθήνα το αρχαίο πνεύμα αθάνατο εξαντλούσε την αισθητική του στον δημόσιο χώρο. Για να είναι επιβλητικά τα δημόσια κτίρια, έπρεπε να είναι μεγαλοπρεπή. Και έπρεπε να είναι μεγαλοπρεπή για να αποτυπώνεται στη μεγαλοπρέπειά τους ο πλούτος και η ισχύς της πόλης.
Αντίθετα, οι ιδιωτικές κατοικίες όχι μόνο δεν διακρίνονταν από έστω και μικρότερης κλίμακας μεγαλοπρέπεια, αλλά ούτε καν για την καλλιέπειά τους. Τα σπίτια υπάκουαν μάλλον στους κανόνες μιας πρόχειρα τυπικής κατασκευής, οι Αθηναίοι δεν σκέφτονταν να κάνουν ασκήσεις αισθητικής στην κρεβατοκάμαρά τους ή στο σαλονάκι τους. Το αρχαίο κάλλος ήταν εκεί έξω, στον δημόσιο χώρο. Στους ναούς, στα λουτρά, στα αγάλματα. Σε κάθε χώρο δημόσιας συνάθροισης.
Το μέτρο αυτό όπως και η αντίληψη πως όχι μόνο ο πλούτος και η ισχύς του κράτους, αλλά και η ίδια η ζωή στην καθημερινότητά της είναι συνυφασμένα με τον δημόσιο χώρο θα αποτελούσαν στη συνέχεια έναν βασικό δυτικό κανόνα. Στο Παρίσι του 19ου αιώνα ένας πολεοδόμος του βασιλιά, ο βαρόνος Οσμάν, ισοπέδωσε τον μεσαιωνικό ιστό της πόλης – κάτι σαν παρισινές φαβέλες – για να δημιουργήσει ένα πολεοδομικό συγκρότημα με ευθύγραμμες λεωφόρους, πλατείες, πάρκα, αλλά και ενιαίο ύφος στις όψεις των κτιρίων, μεγαλοπρεπών ασφαλώς. Από τη γαλλική οπτική του «Grandeur de la France» αυτή θα ήταν «η ομορφότερη πόλη του κόσμου». Ή είναι απλώς το Παρίσι που ξέρουμε σήμερα – και, ναι, είναι όμορφο.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και από τα δικαστήρια έως τα πανεπιστήμια, οι αγγλοσάξονες έποικοι αφομοίωσαν τις αρχαιοελληνικές κολόνες και τους κίονες ως βασικό σύμβολο της επιβλητικότητας των δημόσιων κτιρίων. Οταν η σύγχρονη αρχιτεκτονική ανακάλυψε τα δικά της μονοπάτια στην αναζήτηση του κάλλους, ο κανόνας ήταν πια πολύ παλιός για να αλλάξει: ο σεβασμός σε όλες τις εκδοχές του δημόσιου χώρου ήταν πλέον απροϋπόθετος. Οπως ακριβώς και η φροντίδα του.
Ακόμη και στην εκδοχή του φασιστικού κιτς. Στο Ολυμπιακό Στάδιο της Ρώμης βρίσκει κανείς έναν οβελίσκο ρωμαϊκής έμπνευσης με μια επιγραφή για τον Μουσολίνι, καθώς και ένα πάρκο με πάλλευκα αγάλματα ρωμαϊκού μεγέθους που αναπαριστούν τους αθλητές των ολυμπιακών αθλημάτων. Ο μουσολινικός οβελίσκος, ο τοξοβόλος, ο ακοντιστής και καθένας από τους υπερμεγέθεις αθλητές είναι όλοι τους αμουτζούρωτοι. Μπορεί οι tifosi των γηπέδων να εκκρίνουν αλλού την αδρεναλίνη τους και να κάνουν αλλού καριέρα με τον φανατισμό τους, αλλά πάντως όχι εκεί.
Ακόμη και εάν το ευχόταν κανείς, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι το σύγχρονο ελληνικό πνεύμα θα δρέψει τους ίδιους καρπούς της αθανασίας με το προγονικό του. Αποδεικνύεται πάντως πολύ σκληρό για να πεθάνει. Η σύγχρονη ελληνική ζωή επιμένει να μη συνδέεται με τον δημόσιο χώρο. Οχι μόνο αρνείται να τον σεβαστεί και να τον φροντίσει, αλλά και τον ιδιοποιείται για να τον συρρικνώσει. Μπαζώνει ρέματα και χτίζει σε ακτές, μουτζουρώνει για να εκκρίνει την αδρεναλίνη της και εκφράζει τη διαμαρτυρία της με όρους κατάκτησης του δημόσιου χώρου. Σε όλες τις εκδοχές τις, η αντίληψη αυτή ασκείται ως δικαίωμα. Ατομικό; Οχι. Περιβάλλεται τον μανδύα του vox populi. Και ως τέτοιο νομιμοποιείται στο τέλος από ένα κράτος που ούτε στη δική του κουλτούρα υπάρχει χώρος για τον δημόσιο χώρο.
Πώς αλλιώς να το πει κανείς; Εξαντλούμε την αισθητική μας και τη σεβαστικότητά μας στο σαλονάκι μας. Εκεί, ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, προσλαμβάνουμε τις παραστάσεις μας ή διαμορφώνουμε τις αντιλήψεις μας. Απομονωμένοι και αποκαμωμένοι από τον έξω κόσμο όπου ένα κράτος φαντάζει πολύ εχθρικό για να πιστέψουμε ότι μας σέβεται και μας φροντίζει.
Τι απομένει; Να κάνουμε όχι ένα αλλά πολλά μνημεία. Ο καθένας και το μνημείο του. Μνημείο στο σαλόνι.





