Στο σημερινό, ταχέως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, η διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης αναδεικνύεται ως άμεση στρατηγική προτεραιότητα για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι προκλήσεις της εποχής, όπως ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στη γνώση, η τεχνητή νοημοσύνη και η κινητικότητα ανθρώπων και ιδεών, καθιστούν τα πανεπιστήμια ενεργούς πρωταγωνιστές. Τα τελευταία χρόνια θεσμοθετήθηκε ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο μέσω των νόμων 4957/2022 και 5094/204, που παρέχει στα ελληνικά ΑΕΙ περισσότερη αυτονομία και ευελιξία για διεθνείς συμπράξεις, σχεδιασμό κοινών προγραμμάτων σπουδών και ένταξη σε ευρωπαϊκές πανεπιστημιακές συμμαχίες.

Η διεθνοποίηση δεν είναι αγώνας ταχύτητας αλλά μαραθώνιος στρατηγικής και αναζήτησης της ποιότητας. Ως στρατηγική πρέπει να στοχεύει σε μία ισόρροπη ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της έρευνας, καθώς πρόκειται για δύο αλληλένδετες λειτουργίες που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία και την ποιότητα ενός πανεπιστημίου. Η ισόρροπη ανάπτυξη προϋποθέτει την ενίσχυση της διεθνοποιημένης έρευνας, που σήμερα φαίνεται να υστερεί σε σχέση με τη διδασκαλία, αν και αποτελεί βασικό συντελεστή της επιστημονικής προόδου και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η αναβάθμιση της ερευνητικής δραστηριότητας απαιτεί στοχευμένα κίνητρα, θεσμικά και οικονομικά, που θα υποστηρίξουν τις διεθνείς δημοσιεύσεις και την προβολή της ελληνικής επιστημονικής παραγωγής γνώσης. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η ενεργή συμμετοχή των ελληνικών ΑΕΙ σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα και κοινά έργα αιχμής, ιδίως στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της ενεργειακής μετάβασης, της πράσινης ανάπτυξης και της καινοτομίας.

Κομβική είναι επίσης η καθιέρωση ευέλικτων μηχανισμών κινητικότητας για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, με πλήρη εξάλειψη γραφειοκρατικών φραγμών. Η κινητικότητα δεν είναι απλώς ανταλλαγή εμπειριών, αλλά ουσιαστική ενδιάμεσος παραγωγής επιστημονικού έργου και καινοτομίας. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην ανάγκη ανάπτυξης κοινών διδακτορικών προγραμμάτων με πανεπιστήμια κύρους του εξωτερικού, αύξησης της επισκεψιμότητας από αλλοδαπούς καθηγητές και ερευνητές που προέρχονται από ιδρύματα και ερευνητικούς φορείς υψηλού κύρους, καθώς το σχετικό ποσοστό παραμένει εξαιρετικά χαμηλό στην Ελλάδα κ.λπ.  Η φοιτητική κινητικότητα αποτελεί σταθερό στόχο στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ). Η Ελλάδα ενσωματώνει την ευρωπαϊκή πολιτική για την αύξηση των φοιτητών που αποτελούν εκπαιδευτική και διαπολιτισμική εμπειρία στο εξωτερικό, με έμφαση πλέον στην ψηφιακή κινητικότητα, τη βιωσιμότητα και τη συμπερίληψη. Το υπουργείο Παιδείας έχει εντάξει τη φοιτητική κινητικότητα οργανικά στη στρατηγική διεθνοποίησης των ΑΕΙ.

Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην επιχειρηματική καινοτομία μέσω της στήριξης τεχνοβλαστών (spin-offs και startups) που αξιοποιούν ερευνητικά αποτελέσματα. Η στρατηγική ενσωμάτωσης των ελληνικών ΑΕΙ στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα καινοτομίας προϋποθέτει τη συμμετοχή σε χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως αυτά του European Innovation Council. Η κατάρτιση στην ερευνητική επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα για τους νέους ερευνητές και μεταδιδακτορικούς επιστήμονες, πρέπει να αποτελέσει κύριο και αναπόσπαστο μέρος των πανεπιστημιακών επιλογών.

Αν θέλουμε να αντιστρέψουμε στην πράξη τη φυγή ταλέντων στο εξωτερικό και να επιδιώξουμε ουσιαστικά το brain gain, θα πρέπει η διεθνοποίηση να μη μείνει απλώς ένας βραχίονας εξωστρέφειας με αποσπασματικό χαρακτήρα, αλλά να γίνει μια μόνιμη στρατηγική επιλογή που θα αναδείξει τη διεθνή προοπτική της ελληνικής ακαδημαϊκής ταυτότητας και θα επιτρέψει την ανάδειξη της χώρας μας ως κόμβου γνώσης στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη. Απαιτείται συνεπής πολιτική, αναζωογόνηση της έρευνας, κουλτούρα εξωστρέφειας και καινοτομίας, αλλά και ισόρροπες δράσεις που θα επιτρέψουν σε όλες τις πτυχές της διεθνοποίησης να εμπλουτίσουν τις δομές της ανώτατης εκπαίδευσης.

Ο κ. Δημήτρης Μπουραντώνης είναι γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.