Πρόσφατα ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης αναρωτιόταν σε άρθρο του στον Τύπο «γιατί όταν ο κόσμος αλλάζει εμείς κοιτάμε αλλού;». Το ερώτημα δεν αφορά μόνο την παρούσα συγκυρία αλλά μια διαχρονική στάση και συμπεριφορά. Η ελληνική κοινωνία δείχνει σαν να λειτουργεί σε ένα πλαίσιο βιωματικής μικροκλίμακας και προσλαμβάνει τον διεθνή ορίζοντα σαν αλλότριο γεγονός, σαν κάτι μακρινό και «ξένο»: διαβιοί σε άλλο μήκος κύματος, σαν αποκομμένη από τον κόσμο.
Είναι εντυπωσιακό πώς συζητιούνται και προβάλλονται σήμερα εκτός συνόρων τα μεγάλα ζητήματα (π.χ., ο πόλεμος στην Ουκρανία ή η ανθρωπιστική τραγωδία στη Γάζα) με πρώτες ειδήσεις στα δελτία, με συνεχείς ζωντανές ανταποκρίσεις και δημόσιες συζητήσεις, σε σχέση με την κυρίαρχη δική μας τρομερή «ελληνική πραγματικότητα».
Πόσα σοβαρά talk shows γίνονται κάθε εβδομάδα στην ελληνική τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική, για τα τρέχοντα διεθνή θέματα; Δεν αισθανόμαστε ότι αυτά μας αφορούν. Ηδονιζόμαστε αντίθετα με το ατέρμονο, ιθαγενές μικροκουτσομπολιό, με την ωδή στο ασήμαντο. Με αυτά λειτουργεί και αυτά μεγεθύνει και η εντόπια δημοσιογραφία. Ακόμη και τη φετινή Δευτέρα του Πάσχα, την ημέρα ακριβώς του θανάτου του Πάπα, οι εφημερίδες ασχολούνταν με τη «μάχη για τη διαδοχή» πριν ακόμη προλάβουν να σχολιάσουν την προσφορά του Φραγκίσκου, και φυσικά αποτυγχάνοντας σε όλες τις προβλέψεις.
Στην παράδοση του ελληνικού Τύπου ανήκουν οι στήλες των παραπολιτικών σχολίων και των κομματικών μικροειδήσεων, κλειδαρότρυπα ενός αενάως ανακυκλούμενου μικρόκοσμου. Κυριαρχεί η εμμονική επανάληψη όλων όσων σωστά καταγγέλλουμε αλλά που δεν αλλάζουν (και που δεν θα αλλάξουν ποτέ). Ολα τα άλλα για εμάς είναι «μακριά». Η ημέτερη ελάχιστη πραγματικότητα μάς ξετρελαίνει: η κουβέντα για τα πράγματα είναι ανακουφιστική, η κουβέντα θεραπεύει τα πράγματα. Η επίκληση των καθημερινών μικροαθλιοτήτων λειτουργεί παρηγορητικά, ως συλλογική ψυχοθεραπεία. Αλλωστε στον τόπο μας δεν χρειάζεται «να αλλάξουν τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτα»: παραμένουν απλώς τα ίδια, σε μια παγιωμένη στασιμότητα συνηθειών, αντιλήψεων, πρακτικών.
Είναι τα παραπάνω έλλειψη ορθολογισμού, βαλκανική αντίληψη της «αντικειμενικότητας»; Είναι η εμμονή της παραδοσιακής μοναδικότητας και του εξωτισμού μας που περιορίζει την ορατότητα του διεθνούς, που οδηγεί στην αίσθηση ανάδελφης αυτάρκειας; Ή πρόκειται απλώς για αταβιστικό επαρχιωτισμό; Η έννοια του κοσμοπολιτισμού ασφαλώς δεν μας χαρακτηρίζει: μιλάμε για τους ανθρώπους που συναντάμε στο μετρό, όχι για τις διάσπαρτες ελίτ που σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν κρίσιμη μάζα.
Είναι πιθανό η πίεση και η φθορά της δύσκολης καθημερινότητας, οι ελλείψεις της ποιότητας ζωής, να απορροφούν την ενέργεια και να αποσπούν το ενδιαφέρον, το μεγάλο βλέμμα στον κόσμο. Υπάρχει άλλωστε και η αίσθηση της μικρής εθνικής κλίμακας, του ότι δεν είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε τα πράγματα. Οι άλλοι αναπόδραστα αποφασίζουν και για εμάς. Υπάρχει ακόμη και η εσωστρέφεια της ανασφάλειας, καθώς η κρίση των θεσμών στη χώρα είναι σοβαρή. Είμαστε ως εκ τούτου μοιρολάτρες: «υπομονή» και «τι να κάνουμε» είναι η αντίδρασή μας ακόμη και όταν δεν πρόκειται για ένα φυσικό φαινόμενο, για έναν σεισμό ή μια πλημμύρα, αλλά για τις δυσλειτουργίες μιας δημόσιας υπηρεσίας ή την ανεπάρκεια ενός κρατικού νοσοκομείου.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς επιβιώσαμε στη δεκαετή κρίση όταν οι «ξένοι», αφού εξάντλησαν την ανελαστική τότε δημοσιονομική τους αυστηρότητα, θαύμαζαν στη συνέχεια την ψυχραιμία και την ανθεκτικότητα που χαρακτήρισαν την ελληνική κοινωνία. Ισως η αυτοαναφορικότητά μας να αποτελεί έναν μη συνειδητό τρόπο άμυνας, μια μορφή θυμοσοφίας, λειτουργεί προστατευτικά. Χρειάζεται αλλαγή; Οι συλλογικές νοοτροπίες δεν αποτελούν «δεύτερη φύση» αλλά την πρώτη.
*Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μέλος της Accademia delle Arti del Disegno της Φλωρεντίας.



