Δύο πυλώνες στήριξαν διαχρονικά τη δημοκρατική ευημερία της μεταπολεμικής Ευρώπης: ανοιχτές αγορές στο εξωτερικό (εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο) και πολιτικές «κοινωνικού συμβολαίου» στο εσωτερικό. Το ζεύγμα ανοιχτό εμπόριο – κοινωνικό κράτος συνιστά συνθήκη ισορροπίας: το ανοιχτό εμπόριο παράγει πλεονάσματα αποδοτικότητας, που χρηματοδοτούν δημόσιες δαπάνες αποζημίωσης των «χαμένων» του ελεύθερου εμπορίου.
Το άνοιγμα των αγορών ήρθε σε κύματα διεθνοποίησης: γύρος Κένεντι το ’60, απελευθέρωση αγορών μετά το ’80, συμπερίληψη του μετασοβιετικού κόσμου στην παγκοσμιοποίηση από το ’90, δυναμική άνοδος της Κίνας τον 21ο αιώνα, εμπορική ενσωμάτωση αναδυόμενων και μεσαίων οικονομιών. Ολα οδήγησαν σε αυτό που σήμερα συνιστά υπερέκθεση (σε βαθμό ευαλωτότητας) της ΕΕ στο παγκόσμιο εμπόριο. Με το εξωτερικό εμπόριο κοντά στο ήμισυ της ευρωπαϊκής οικονομίας (με μια δόση απλούστευσης): η ΕΕ εξαρτάται από την Κίνα για τις εισαγωγές της και τις ΗΠΑ για τις εξαγωγές της.
Η πολιτική Τραμπ (προστατευτισμός προς τα έξω και ανταγωνιστική απορρύθμιση στο εσωτερικό) αντιστρέφει το ευρωπαϊκό ζεύγμα. Ασκεί έτσι διπλή πίεση στο ευρωπαϊκό «μοντέλο»: συρρίκνωση των εξαγωγών ευρωπαϊκών αγαθών προς ΗΠΑ, ή μετανάστευση της ευρωπαϊκής παραγωγής στις ΗΠΑ, ή άμεση αναδιάταξη ευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας προς τρίτες χώρες. Τα δύο πρώτα έχουν άμεση επίπτωση συρρίκνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το τρίτο, στην εποχή των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, απαιτεί χρόνο και επιχειρηματικές αποφάσεις που δύσκολα λαμβάνονται υπό συνθήκες οξείας γεωοικονομικής αβεβαιότητας.
Βεβαίως, οι ανακοινώσεις «ανταποδοτικών» εμπορικών δασμών Τραμπ της 2ας Απριλίου ήταν η αρχή μακρών, πολλαπλών διμερών διαπραγματεύσεων. Διαφαίνεται όμως ότι η διαπραγμάτευση της ΕΕ με την Ουάσιγκτον θα έχει τον υψηλότερο δείκτη δυσκολίας.
Οχι μόνο λόγω της πολυδιάστατης γεωμετρίας των ευρωατλαντικών σχέσεων (άμυνα και ενέργεια, αλλά και ψηφιακές και χρηματοπιστωτικές αγορές), όχι μόνο λόγω της αντιπάθειας του αμερικανού προέδρου προς το ευρωπαϊκό μοντέλο, όχι μόνο λόγω της προσπάθειας παράκαμψης της ΕΕ προς όφελος διακρατικών διαπραγματεύσεων με τα μέλη της, αλλά και για έναν ακόμα λόγο: διότι η αμερικανική διεκδίκηση περιλαμβάνει την αποδέσμευση της ΕΕ από τις κινεζικές αγορές, πέραν του derisking που έχει ήδη πραγματοποιήσει η ΕΕ, σε εκτεταμένο decoupling, που θα πλήξει ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξαρτώμενες από κινεζικές πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά.
Καθόλου ευχερής η ταχεία ανασύνθεση πολύπλοκων διεθνοποιημένων αλυσίδων αξίας. Ο σωρευτικός αντίκτυπος των παραπάνω συνδυάζει οικονομική επιβράδυνση με πληθωριστικές πιέσεις, όπως εκτιμούν οι σχετικές μελέτες του ΟΟΣΑ.
Ο δεύτερος πυλώνας της πολιτικής Τραμπ (ανταγωνιστική απορρύθμιση) έχει επίσης εκτεταμένες επιπτώσεις για το ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Η νέα διοίκηση κατήργησε το (ελάχιστο) πλαίσιο κανόνων για την τεχνητή νοημοσύνη που είχε θεσπίσει η διοίκηση Μπάιντεν, αποχώρησε από πολιτικές για το κλίμα και την πράσινη μετάβαση, κανόνες (ESG) διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, και διάφορες διεθνείς συμφωνίες. Σε όλα τα παραπάνω, όπως και σε εκτεταμένο πλέγμα κοινωνικής προστασίας, η ΕΕ διατηρεί ρυθμίσεις που συνιστούν μέρος του ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Η επιθετική απορρύθμιση των, ούτως ή άλλως χαλαρότερων, αντίστοιχων κανόνων που ίσχυαν στις ΗΠΑ δημιουργεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που θα αντιμετωπίζουν δυσανάλογα υψηλότερα κόστη κανονιστικής συμμόρφωσης σε σχέση με τις αμερικανικές.
Ηδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωρά σε εκτεταμένο εξορθολογισμό των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων και γραφειοκρατικών βαρών στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Εχουν προηγηθεί οι εμβληματικές εκθέσεις Λέτα και Ντράγκι, που συμφωνούν ότι η ΕΕ πρέπει να ολοκληρώσει την ενιαία αγορά κεφαλαίων, αποταμιεύσεων και επενδύσεων, ώστε να καλύψει το γιγαντιαίο επενδυτικό κενό σε σχέση με τις κοινές ευρωπαϊκές ανάγκες και δημόσια αγαθά σε τομείς άμυνας και ασφάλειας, τεχνολογικής, ψηφιακής και πράσινης μετάβασης. Και βέβαια ο όρος «ανταγωνιστικότητα» (στην έκθεση Ντράγκι ή στην «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας») δεν εννοεί ότι η ΕΕ πρέπει να αυξήσει περισσότερο τις εξαγωγές της, αλλά να επενδύσει στα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά που θα καταστήσουν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής διατηρήσιμο και την ΕΕ ισχυρότερη σε έναν κόσμο επιθετικού γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Η ΕΕ ξεκινά καταργώντας περιττά εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα εσωτερικά εμπόδια στην ευρωπαϊκή αγορά ισοδυναμούν με δασμό 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες, με κύριο θύμα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων τεχνολογίας και όχι μόνο. Η μείωση του κόστους της ενέργειας, που πλήττει την ευρωπαϊκή βιομηχανία, απαιτεί περαιτέρω ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
Ως προς το διεθνές εμπόριο, η ΕΕ ήδη προωθεί εμπορικές συμφωνίες με άλλους ομονοούντες εταίρους στον κόσμο, οικοδομώντας πλειονομερή πλαίσια συνεργασίας. Τέλος, οι αυξημένες δανειακές ανάγκες της ΕΕ, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα γύρω από το δολάριο, δημιουργούν ευκαιρίες για μεγαλύτερου εύρους, βάθους και ρευστότητας ευρω-αγορές χρέους και κεφαλαίων, ενισχύοντας τη θέση του ευρώ ως, παράλληλου προς το δολάριο, παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Σε κάθε περίπτωση, οι παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν στη βάση τους: μια οικονομία των ΗΠΑ που δαπανά υπερβολικά (6,5% δημοσιονομικό έλλειμμα) και πρέπει να αποταμιεύει περισσότερο, μια Κίνα που εξάγει υπερβολικά και πρέπει να καταναλώνει περισσότερο και μια ΕΕ που επίσης (κατά μέσο όρο) εξαρτάται υπέρμετρα από τις εξαγωγές της και πρέπει να επενδύει περισσότερο. Αυτό θα ήταν το τρίγωνο της παγκόσμιας μακροοικονομικής εξισορρόπησης.
Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι πρέσβης της Ελλάδας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ.