Υπάρχουν δύο Ιστορίες που τρέχουν παράλληλα. Θεωρητικώς, η μία επηρεάζεται από την άλλη αλλά λιγότερο από όσο νομίζουμε.
Υπάρχει η συλλογική Ιστορία, αυτή που ζούμε όλοι, που αργότερα θα γραφτεί στα βιβλία, τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου, τα κατάγματα στη γραμμή της ηρεμίας, της γαλήνης, της ειρήνης. Η άλλη είναι η ιστορία των οικογενειών και του κύκλου των φίλων. Αυτό το καταλαβαίνεις συνήθως στα γιορτινά τραπέζια. Οσο μεγαλώνεις το απουσιολόγιο συμπληρώνεται, πρόσωπα αφαιρούνται και μένουν μνήμες που κουβεντιάζονται ανάμεσα στο φαγητό και στον καφέ.
Δεν είναι όλες τραγικές, υπάρχουν και πολλά γέλια, κοινοί κώδικες που δημιουργήθηκαν μέσα στα χρόνια, μια πατρίδα από αναμνήσεις. Σε αυτά, τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου συνήθως παίζουν πίσω, στο φόντο, δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ και αν αναφερθούν θα είναι μόνο για να ορίσουν κάπως τον χρόνο. Θάνατοι, γεννητούρια, χωρισμοί, αρρώστιες, αστεία περιστατικά εξιστορούνται έξω από το κάδρο της Ιστορίας του ανθρώπου, σαν αυτόνομο κλειστό σύμπαν που δεν συνδέεται με κανένα «μεγάλο γεγονός».
Κανείς δεν θα πει πως ο θείος αρρώστησε και πέθανε όταν έμπαιναν οι Ρώσοι στην Ουκρανία, πως η Μαρίνα γέννησε λίγο μετά την εκλογή του Τραμπ. Δεν χρειάζονται πουθενά αυτές οι αναφορές. Σαν να λέμε, ο κόσμος τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας.
Θα μου πεις πως σε όλα υπάρχει ένα πλαίσιο, δεν κρεμόμαστε μόνοι μας από σκοινιά στον ουρανό. Δεν ξέρω, μπορεί και να κρεμόμαστε. Μπορεί η έκπληξη «πώς ψήλωσες έτσι εσύ;» βλέποντας μετά από καιρό ένα ανιψάκι σου να είναι πιο μεγάλη και πιο αληθινή από την έκπληξη για ένα γεγονός που μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων για κάτι που συνέβη στον πλανήτη. Γι’ αυτό θεωρώ πως την πραγματική Ιστορία του ανθρώπου δεν την έγραψαν οι ιστορικοί αλλά οι συγγραφείς, οι μεγάλοι λογοτέχνες και μυθιστοριογράφοι.
Και κυρίως εκείνοι που δεν αγνόησαν το ιστορικό πλαίσιο και τη συγκυρία αλλά τα χρησιμοποίησαν μόνο ως αναγκαία αναφορά για να ορίσουν τον χρόνο. Ακόμη και όταν έγραψαν για μια ιστορία που εκτυλίχτηκε μέσα στα χρόνια ενός εφιαλτικού πολέμου, έγραψαν για τον έρωτα, την αγωνία της ύπαρξης, τον πόνο, την αγάπη, την ελευθερία, σαν να μην υπήρχε ο έξω κόσμος.
Ξέρω πως αυτά ακούγονται αντιεπιστημονικά αλλά και άστοχα γιατί φαίνεται πως ακυρώνουν την επίδραση του περιβάλλοντος και της ιστορικής στιγμής μέσα στα οποία λειτουργούμε οι άνθρωποι. Δεν τα ακυρώνουν, είναι πολύ σημαντικά, σε άλλες εποχές ίσως να λειτουργούσαμε αλλιώς, όμως δεν έχει κανένα νόημα να μιλήσουμε με «αν» και υποθετικά σενάρια. Ενα παρόν θα ζήσει ο καθένας μας, δεν έχει άλλο, δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι θα ήμασταν αν ήταν αλλιώς το πλαίσιο.
Στις γιορτές των τελευταίων χρόνων, αν και δεν μας έχουν τύχει και λίγα, έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο οι πολιτικές συζητήσεις. Σαν να θέλουμε να αφιερώσουμε όλον τον χρόνο που λιγοστεύει μόνο στα καινούργια μωρά και στο να γελάμε όταν θυμόμαστε απίστευτες πλάκες με ανθρώπους που λείπουν πια από το τραπέζι.
Είναι η δική μας Ιστορία.



