Η Bettina Limberg είναι η πρόεδρος του γερμανικού Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, θεσμού αντίστοιχου με τον δικό μας Αρειο Πάγο. Με προϋπηρεσία δικαστικού λειτουργού, το 2011 είχε αναλάβει καθήκοντα γενικής διευθύντριας του υπουργείου Δικαιοσύνης στο κρατίδιο Baden-Württemberg, μια πολιτική θέση, όταν κυβερνούσε το κρατίδιο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το 2014, με πρόταση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την όρισε, σε ηλικία 54 ετών, πρόεδρο του γερμανικού Αρείου Πάγου.

Ο Christophe Chantepy, που υπηρέτησε στη χώρα μας ως πρέσβης, είναι, από το 2022, ο πρόεδρος του δικαιοδοτικού σχηματισμού του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, θεσμού αντίστοιχου προς το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, διέκοπτε διαρκώς την υπηρεσία του, όταν ήταν στην κυβέρνηση το κόμμα του, για να αναλάβει θέσεις κυβερνητικού συμβούλου ή διπλωμάτη.

Αξίζει να αναφερθούν και μερικά ακόμη παραδείγματα για να γίνει αντιληπτό ότι οι δύο παραπάνω περιπτώσεις δεν αποτελούν εξαίρεση.

Ο Stephan Harbarth, πρόεδρος του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, διετέλεσε βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος μέχρι το 2018, οπότε διορίστηκε αντιπρόεδρος, και το 2020 πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Ο Roland Fabius, μέχρι χθες πρόεδρος του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, προερχόταν μεν από το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας, έκανε όμως μια αμιγώς πολιτική καριέρα, έχοντας διατελέσει και πρωθυπουργός επί François Mitterrand.

Ο επίσης γνωστός στην Ελλάδα από τη θητεία του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Pierre Moscovici, που είναι σήμερα πρόεδρος του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπήρξε δικαστής στο γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο, διένυσε όμως κι αυτός μακρά πορεία ως βουλευτής και υπουργός.

Να σημειωθεί ακόμη ότι στις τελευταίες δύο δεκαετίες, δύο πρόεδροι του γαλλικού Αρείου Πάγου προήλθαν απευθείας από πρόεδροι εφετών, η Chantal Arens (2019-2022) και ο Vincent Lamanda (2007-2014). Η κυβέρνηση που τους επέλεξε τους θεώρησε καταλληλότερους από όλους τους υπηρετούντες αρεοπαγίτες.

Οι πιο πάνω περιπτώσεις, που φαίνονται αδιανόητες για την Ελλάδα, εξηγούνται από μια βασική, υποκείμενη αρχή που διέπει, στις μεγάλες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, τη σχέση της Δικαιοσύνης με τη δημοκρατία. Την αρχή «της δημοκρατικής αναγωγής». Οτι δηλαδή η εξουσία όσων δικάζουν πρέπει να μπορεί με κάποιον τρόπο να αναχθεί σε επιλογή και διορισμό τους από όργανα της λαϊκής κυριαρχίας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό είναι πρόδηλο. Οι ομοσπονδιακοί δικαστές επιλέγονται εκεί από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και διορίζονται με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.

Με σαφέστατο τρόπο, η αρχή «της δημοκρατικής αναγωγής» ισχύει επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και τη Γαλλία, τις μεγάλες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι δικαστές επιλέγονται από Επιτροπές Διορισμού Δικαστών, ξεχωριστές για Αγγλία-Ουαλία, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία. Τα μέλη τους ορίζονται κατά διακριτική ευχέρεια από τους πολιτικούς προϊσταμένους της Δικαιοσύνης στις τρεις αυτές επικράτειες του Βασιλείου.

Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία το αντίστοιχο σώμα αποτελείται από 32 μέλη, με τα 16 από αυτά να ορίζονται από τα ομόσπονδα κρατίδια και τα άλλα 16 από την ομοσπονδιακή Βουλή. Τα μέλη όμως του Συνταγματικού Δικαστηρίου επιλέγονται από την ίδια την ομοσπονδιακή Βουλή.

Στη Γαλλία, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, που αποτελείται από 15 μέλη, προεδρεύεται από τον πρόεδρο ή τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και συγκροτείται από μέλη που ορίζονται από τους τρεις κορυφαίους θεσμικούς παράγοντες της χώρας, και από εκπροσώπους των δικαστικών λειτουργών και των δικηγόρων.

Κατά γενικό κανόνα, όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ομοσπονδιακή Γερμανία και τη Γαλλία διέρχονται από τη δοκιμασία της εξέτασής τους από τα πιο πάνω δικαστικά συμβούλια. Ομως, όσο υψηλότερη είναι η θέση τόσο περισσότερη διακριτική εξουσία επιλογής αναγνωρίζεται σε όργανα με εντονότερη και αμεσότερη δημοκρατική νομιμοποίηση (Κοινοβούλιο, κυβέρνηση).

Το Σύνταγμα στην Ελλάδα επιβάλλει μια εντελώς διαφορετική αρχή από τη «δημοκρατική αναγωγή». Οι δικαστικοί λειτουργοί σταδιοδρομούν στη χώρα μας χωρίς καμιά ουσιαστική παρέμβαση οργάνων που ανάγουν την εξουσία τους στη λαϊκή κυριαρχία. Πλην βεβαίως της γνωστής μας, σφόδρα επικρινόμενης επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο.

Και είναι μεν αληθές ότι επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί το σύνολο του ελληνικού δικαστικού συστήματος σε μία εκδοχή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Ομως, όσο θεωρητικά θεμελιωμένη και να ήταν η προσπάθεια, είναι προφανές ότι το δικαστικό μας μοντέλο απέχει πολύ από τα standards των μεγάλων δημοκρατιών της Δύσης.

Υστερα από ό,τι αναφέρθηκε, θα μπορούσε κάποιος, στην τρέχουσα για την πατρίδα μας πολιτική συγκυρία, δικαιολογημένα να διερωτηθεί: Πώς η ελληνική δικαιοσύνη, που, αν συγκριθεί με ό,τι ισχύει στις μεγάλες δυτικές δημοκρατίες, φαίνεται να είναι τόσο πολύ ανεξάρτητη σε σχέση με την πολιτική εξουσία, κατηγορείται εν τούτοις ότι είναι πολιτικά εξαρτημένη;

Η απάντηση, από θεσμικής απόψεως, είναι μάλλον απλή: Είναι ζήτημα συνοχής.

Καθώς η αρχή που διέπει τη στελέχωση της ελληνικής Δικαιοσύνης δεν θεμελιώνεται πάνω στην αρχή «της δημοκρατικής αναγωγής», αλλά, στην εντελώς αντίθετη, της πλήρους οργανικής ανεξαρτησίας της από την πολιτική ηγεσία, κάθε πολιτική επέμβαση στην επιλογή των προσώπων που τη διοικούν εμφανίζεται όχι ως λογικό επακόλουθο, όπως στις δυτικές δημοκρατίες, αλλά ως ανωμαλία.

Ανωμαλία στην οποία εύκολα μπορούμε να αποδώσουμε, με μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε πειστικοί στην κοινή γνώμη, όποιο πρόβλημα διαπιστώνουμε να υπάρχει στην ελληνική Δικαιοσύνη.

Ο λαός μας, όπως έδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση, κατανοεί το πρόβλημα. Αντιλαμβάνεται την έλλειψη συνοχής που εμφανίζει το σύστημα. Και θέλει την αλλαγή του. Αλλά δεν θέλει η απαίτηση συνοχής να φθάσει στα άκρα. Να επιλέγουν δηλαδή μόνοι τους οι δικαστές την ηγεσία τους. Ζητείται λοιπόν μια καινοτόμος λύση.

Υπάρχει; Πρέπει να υπάρχει. Και σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε στον λαό μας να την αναζητήσουμε. Χρήσιμες ιδέες μάς παρέχουν οι μεγάλες δημοκρατίες, στους θεσμούς των οποίων έγινε ήδη αναφορά.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.