Μεταβαλλόμενοι ρόλοι σε μια αβέβαιη εποχή

Αποθετήριο αντικειμένων ιστορικού ενδιαφέροντος και μοναδικών τεχνουργημάτων, εστιακό σημείο της επαφής μας με τη γνώση για πολιτισμούς και ρεύματα της τέχνης, αστικό μνημείο και τοπόσημο, το μουσείο αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους θεσμούς της νεωτερικότητας.

Η ανάδυσή του ταυτίζεται με τον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας, καθώς σηματοδοτεί το πέρασμα από τις κλειστές, ιδιωτικές συλλογές ηγεμόνων, εύπορων ή εξεχόντων προσώπων σε ανοικτά, δημόσιου χαρακτήρα ιδρύματα δυνητικά προσβάσιμα από όλους.

Προσανατολισμένο προς την κοινότητα, όχι πλέον προς τα άτομα, το μουσείο συνδέεται τον 18ο αιώνα με τις ιδέες του Διαφωτισμού, τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων, τον 20ό με την καλλιέργεια της μνήμης.

Παραδειγματικές, όχι αποκλειστικές, οι παραπάνω τάσεις επιβεβαιώνουν την καίρια επισήμανση του ιστορικού της Τέχνης του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και προέδρου, ως το 2022, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, Ντάνιελ Γουάις: ως θεσμός το μουσείο «αποκαλύπτει πολλά για τις αξίες, την πολιτική, τις πολιτισμικές μας προτιμήσεις και την ταυτότητά μας».

Και λαμβάνοντας κανείς υπόψη το κύρος, την ορατότητά του, την εξέλιξη, ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα, των σημαντικότερων εκπροσώπων του ανά την υφήλιο σε εμβληματικά στοιχεία των μεγάλων παγκόσμιων μητροπόλεων δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με την εύστοχη παρατήρησή του στο βιβλίο Why the Museum Matters (εκδ. Yale University Press, 2022) ότι αποτελούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους «κοσμικούς ναούς του καιρού μας».

Αυτή η θεμελιώδης διασύνδεση με την κοινωνία εξηγεί τον έντονο διάλογο για τον μεταβαλλόμενο ρόλο του τις τελευταίες δεκαετίες. Διόλου τυχαία ποικίλες διαμάχες γύρω από ζητήματα κοινωνικοπολιτικής παρέμβασης της τέχνης ή της μακραίωνης κληρονομιάς της αποικιοκρατίας εκτυλίχθηκαν την περίοδο αυτή με φόντο εκθέματα και τη σημασία τους για διαφορετικές ομάδες, κοινωνίες, έθνη.

Αν σε μια προηγούμενη ιστορική στιγμή αρκούσε η φυσιογνωμία του θεματοφύλακα του παρελθόντος, ένας πιο παρεμβατικός ρόλος μοιάζει να είναι σήμερα το ζητούμενο. Νοητικός τόπος όπου τέμνονται η ιστορία, η αρχαιολογία, η μνήμη, η Τέχνη, η επιστήμη, η πρόσληψή τους και οι χρήσεις τους, το μουσείο καλείται να αναπροσανατολιστεί σε έναν κόσμο κλιματικής κρίσης, οικονομικών ανισοτήτων, πολιτικής πόλωσης, γεωπολιτικών συγκρούσεων.

Μάρκος Καρασαρίνης

Aπό την πρωτομοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή

Της Ανδρομάχης Γκαζή

Η γένεση του θεσμού του μουσείου όπως το ξέρουμε σήμερα τοποθετείται στην περίοδο της Αναγέννησης, όταν εμφανίζονται τα λεγόμενα «cabinets de curiosités», δηλαδή ιδιωτικές συλλογές ευγενών, μη προσβάσιμες στο κοινό, αποτελούμενες από διάφορα αξιοπερίεργα και σε μεγάλο βαθμό ετερόκλητα μεταξύ τους αντικείμενα.

Η δημιουργία τους βασιζόταν στην οικονομική ισχύ των κατόχων τους, ενώ, παράλληλα, δήλωνε την επιθυμία τους να διευρύνουν την επιρροή και το κύρος τους και στο πεδίο του πολιτισμού. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Παλάτσο Μέντιτσι, το μέγαρο της οικογένειας των Μεδίκων στη Φλωρεντία, που θεωρείται πως σηματοδοτεί τις απαρχές του μουσείου στη νεότερη εποχή.

Οι συλλογές αυτές εντάσσονται στην κατά τη Σούζαν Πιρς (μία από τις σημαντικότερες μελετήτριες του υλικού πολιτισμού και των μουσείων) «πρωτο-μοντέρνα» περίοδο των μουσείων. Η επόμενη φάση, η «κλασική μοντέρνα» περίοδος, αφορά τα μουσεία του 18ου, του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ η «μετα-μοντέρνα» περίοδος ξεκινά από τα μέσα του 20ού αιώνα και φτάνει ως τις μέρες μας. Η μετάβαση από τη μία εποχή στην άλλη σηματοδοτεί μια μείζονα κάθε φορά αλλαγή ως προς τις αντιλήψεις γύρω από τη γνώση, την εξουσία, την εκπαίδευση και το «κοινό».

Κατά την «κλασική μοντέρνα» περίοδο η ιδέα του μουσείου ως εργαλείου διάχυσης της γνώσης, ικανού να διαπαιδαγωγήσει το ευρύ κοινό, εντάσσεται στο πνεύμα του Διαφωτισμού, που προωθεί τον ορθό λόγο, τη γνώση και την επιστήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι συστηματική προσπάθεια ταξινόμησης της γνώσης και η αντίληψη του μουσείου ως δημόσιου θεσμού εμφανίζονται ακριβώς εκείνη την εποχή.

Το μουσείο δεν λειτουργεί πλέον μόνο ως αποθετήριο αντικειμένων, αλλά ως ένα ταξινομημένο αρχείο της γνώσης, ανοικτό στους πολίτες. Ωστόσο, αν και η ιδέα του «δημόσιου» μουσείου κάνει την εμφάνισή της ήδη στα τέλη του 17ου αιώνα (για παράδειγμα, το Ασμόλεαν στην Οξφόρδη, ένα από τα πρώτα δημόσια μουσεία στην Ευρώπη, ιδρύεται το 1683), η πρόσβαση είναι ελεύθερη μόνο σε λίγους και, επιπλέον, υπόκειται σε μια σειρά προϋποθέσεων και περιορισμών.

Την αντίληψη του μουσείου ως ναού της γνώσης, προσβάσιμου μόνο σε όσους διαθέτουν το απαραίτητο πολιτισμικό κεφάλαιο, ενισχύει, άλλωστε, και η ίδια η αρχιτεκτονική των μουσείων με τις εντυπωσιακές νεοκλασικές προσόψεις και τις μνημειώδεις μαρμάρινες σκάλες που συμβολίζουν την άνοδο προς τη γνώση και τη μύηση στο πεδίο του πνεύματος.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εποχή συγκρότησης των εθνών-κρατών στην Ευρώπη, τα μουσεία γίνονται βασικοί μηχανισμοί οικοδόμησης εθνικής ταυτότητας και τόνωσης της εθνικής αυτοπεποίθησης με έμφαση στην αφήγηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής ανωτερότητας.

Ταυτόχρονα, οι συλλογές αξιοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής και πολιτισμικής ισχύος, συχνά μέσω της οικειοποίησης πολιτιστικών αγαθών άλλων λαών.

Είναι, μεταξύ άλλων, η εποχή συγκρότησης των μεγάλων «οικουμενικών μουσείων», η δημιουργία των οποίων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μια πρακτική αρπαγών και λεηλασιών την εποχή της αποικιοκρατίας. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα η εκβιομηχάνιση και η αυξανόμενη αστικοποίηση θα στρέψει τα μουσεία προς τον λαϊκό πολιτισμό.

Το Σκάνσεν στη Στοκχόλμη, για παράδειγμα, που θεωρείται ο πρόδρομος των υπαίθριων μουσείων διεθνώς, ιδρύεται το 1891 ακριβώς με στόχο να διασώσει όψεις της ζωής στη Σουηδία κατά την προβιομηχανική εποχή.

Η «μετα-μοντέρνα» περίοδος, που ξεκινά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χαρακτηρίζεται αφενός από τη θεσμική καθιέρωση του μουσείου παγκοσμίως και αφετέρου από μια αυξανόμενη διάθεση κριτικού αναστοχασμού.

Σταδιακά, αλλά σταθερά, το μουσείο αμφισβητείται ως ουδέτερος χώρος όπου παρουσιάζεται η «αντικειμενική» αλήθεια. Η έννοια της πολλαπλότητας της ερμηνείας, των εναλλακτικών αφηγήσεων, της πολυφωνίας, της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της ουσιαστικής πλέον συμμετοχής διαφόρων ομάδων κοινού στη διαδικασία παραγωγής εκθέσεων και άλλων δράσεων κερδίζει έδαφος, ακόμα και σε πιο παραδοσιακά μουσεία.

Επιπλέον, το μετα-μοντέρνο μουσείο, αναγνωρίζοντας την ηθική ευθύνη που έχει απέναντι στις κοινότητες τις οποίες υπηρετεί, δεν αγνοεί θέματα που παλιότερα εθεωρούντο «δύσκολα» ή ταμπού (τραυματικά ιστορικά γεγονότα, αποικιοκρατία, εμπόριο σκλάβων, αναπηρία, ψυχική υγεία κ.ά.) και εστιάζει όλο και συχνότερα σε ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη πραγματικότητα (μετανάστευση, ρατσισμός, βία, φυλετικές διακρίσεις, κλιματική αλλαγή κ.ά).

Το μουσείο του 21ου αιώνα αφουγκράζεται το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής και είναι (ή οφείλει να είναι) προσβάσιμο, φιλικό, συμπεριληπτικό, συνεργατικό, ανοικτό σε διάλογο και πειραματισμό.

 Η κυρία Ανδρομάχη Γκαζή είναι καθηγήτρια Mουσειολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Τα μουσεία σήμερα, τα μουσεία στη ζωή μας

Της Μάρλεν Μούλιου

Πριν διαβάσετε στις επόμενες γραμμές κάποιες πυκνά διατυπωμένες σκέψεις για τα μουσεία στη σύγχρονη εποχή, πρώτα κάντε μια παύση. Θυμηθείτε ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγατε σε ένα μουσείο και για ποιον λόγο, τι αίσθηση σας άφησε η επίσκεψη, αν θέλετε να ξαναπάτε, μόνοι ή με παρέα. Δώστε λίγο χρόνο να σκεφτείτε και να αισθανθείτε γιατί τα μουσεία είναι σημαντικά για εσάς. Oποια και αν είναι η απάντηση έχει αξία, γιατί συνδιαμορφώνει μια συλλογική εκτίμηση για τη θέση των μουσείων στις ζωές μας και τις κοινωνίες μας.

Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, που από συστάσεώς του το 1946 έθεσε ως στόχο του την ανάδειξη των πολλαπλών ρόλων των μουσείων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν, καθιέρωσε από το 1977 τον εορτασμό στις 18 Μαΐου της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων. Εδώ και τρεις δεκαετίες επιλέγεται για τη γιορτή διαφορετικός θεματικός προσανατολισμός με έκδηλο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.

Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η λειτουργία των μουσείων καθορίζεται από τα ιστορικά συμβάντα, τις ιδεολογικές μετατοπίσεις, τις διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές, τις κάθε μορφής κρίσεις. Τα μουσεία όμως δεν θέλουν να τα θυμόμαστε μόνο όταν γιορτάζουν. Οι συλλογές και οι διαφορετικές αφηγήσεις τους προσφέρουν καθημερινά αναρίθμητες ευκαιρίες σύνδεσης με τους εαυτούς μας και με τον κόσμο, και όλα αυτά επιδρούν θετικά στην υγεία μας. Οι έρευνες για τη σύνδεση των μουσείων με την ευεξία καταδεικνύουν τον ανακουφιστικό τους ρόλο στην ψυχή και στο νου μας.

Το φετινό θέμα του εορτασμού («Μουσεία και κοινωνίες σε διαρκή αλλαγή») επικεντρώνεται στη ραγδαία επιτάχυνση των κοινωνικών μεταμορφώσεων και στην ανάδειξη του ρόλου τους ως «ζωτικών πυλώνων ανάπτυξης» ατόμων και συλλογικοτήτων.

Προτάσσεται η σημασία της διαφύλαξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς ως πηγής δημιουργικής έμπνευσης και ενίσχυσης ουσιαστικών ανθρώπινων σχέσεων, διότι, ναι, είμαστε όλο και πιο συνδεδεμένοι με την «εκτατική» δύναμη της ψηφιακότητας, αλλά πόσο συνδεόμαστε μεταξύ μας με «εντατικές» ανταλλαγές ιδεών και συναισθημάτων; Το εξαιρετικό βιβλίο του φιλοσόφου Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν Για την εξαφάνιση των τελετουργιών. Μια τοπολογία του παρόντος περιγράφει εύστοχα τη ζωή μας στον σύγχρονο κοινωνικό επιταχυντή.

Ο φετινός εορτασμός εστιάζει στην ανανεωτική δύναμη των νεαρών επισκεπτών αλλά και επαγγελματιών των μουσείων. Τα μουσεία τούς χρειάζονται όσο ποτέ για να τα τροφοδοτήσουν με πιο επινοητικούς τρόπους επικοινωνίας με αφετηρία τις συλλογές και ιστορίες τους. Και, ναι, η ευφάνταστη (αλλά έλλογη) χρήση των νέων τεχνολογιών ενισχύει την προσπάθεια, παράλληλα με δράσεις που ενεργοποιούν την περισυλλογή και το συναίσθημα των επισκεπτών για τον κόσμο, τη ζωή άλλοτε και σήμερα, την ανθρώπινη υπόσταση, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση κ.ά.

Η Αμερικανική Συμμαχία Μουσείων, με τα πολυάριθμα μέλη της, επικεντρώνεται τα τελευταία χρόνια σε θέματα πρόδηλα ιδεολογικά και κοινωνικά. Ανάλογη και η εμπειρία από τα ετήσια συνέδρια του CoMuseum που οργανώνει το Μουσείο Μπενάκη.

Τα μουσεία μοχθούν να διαχειριστούν την ανάγκη για μεγαλύτερη ορατότητα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, να προασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να αντιμετωπίσουν χρόνιες κοινωνικές ανισότητες, να προβληματίσουν για τις επιπτώσεις των ανθρωπιστικών κρίσεων, να μιλήσουν για την αλήθεια της περιβαλλοντικής κρίσης, να προσφέρουν με έμπρακτο τρόπο λύσεις στο χρονίζον θέμα της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο αποικιοκρατικών πολιτικών, αλλά και να προσφέρουν ποιοτική ψυχαγωγία.

Τουλάχιστον πολλά μουσεία το επιχειρούν συνειδητά και άλλα έρχονται αντιμέτωπα με τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν.

Παλεύουν, επίσης, να επιβιώσουν και να εξελιχθούν, τα πιο πολλά με στενότητα πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων. Το τροποποιημένο κείμενο του Κώδικα Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων, τώρα σε τελικό στάδιο διαβούλευσης, βασίζεται σε πέντε αρχές που αφορούν τις συλλογές και την αξιοποίησή τους, τον αξιόπιστο επαγγελματισμό των μουσείων, το εκπαιδευτικό τους πρόταγμα, την οργανωσιακή τους δομή και ηγεσία, τον συμπεριληπτικό κοινωνικό τους χαρακτήρα.

Και όλα αυτά ενώ τις τελευταίες εβδομάδες οι επαγγελματίες των μουσείων των ΗΠΑ δέχονται μια σχεδόν τιμωρητική επίθεση από την πολιτική ηγεσία της χώρας τους με ριζικές περικοπές επιχορηγήσεων επειδή επιδιώκουν το αυτονόητο, δηλαδή τον σεβασμό στην πολιτισμική διαφορετικότητα της αμερικανικής κοινωνίας και τη συμπερίληψη όλων στο μουσειακό έργο.

Στο βιβλίο Why the Museum Matters (2022) ο Ντάνιελ Γουάις, τέως διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, σημειώνει εμφατικά ότι «είναι δύσκολο να μην αποδεχθεί κάποιος ότι τα μουσεία έχουν σημασία και νόημα για την κοινωνία […] η πολιτιστική ζωή κάθε πόλης, κάθε κοινότητας, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα μουσεία».

Βεβαίως και ταυτίζομαι με την αλήθεια αυτής της δήλωσης. Αναγνωρίζω όμως ότι η θέση των μουσείων στη ζωή μας δεν είναι αυτονόητη. Βρίσκεται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση και ο δημόσιος διάλογος για την αξία τους, τουλάχιστον στην Ελλάδα, πρέπει να είναι πιο πλούσιος. Να αφορά τους επαγγελματίες των μουσείων αλλά και τους πολίτες. Γιατί τα μουσεία σίγουρα μας αφορούν όλους.

Η κυρία Μάρλεν Μούλιου είναι επίκουρη καθηγήτρια Μουσειολογίας στο ΕΚΠΑ.

Οι Οινωτροί και οι παράξενοι κύκλοι τους

Της Αννας Γρίβα

Πολλές φορές, όταν επισκέπτομαι εκθέσεις αρχαιολογικών ευρημάτων, εκείνο που περισσότερο με γοητεύει είναι τα αντικείμενα που μεταφέρουν σπαράγματα της καθημερινότητας, αντανακλάσεις από τη ζωή των ανθρώπων, μικρές τελετουργίες και συνήθειες που κρύβουν πίσω τους τη μεγάλη εικόνα που είχαν οι μακρινοί πρόγονοί μας για τον κόσμο.

Μου φαίνεται πολύ συγκινητικό να αντικρίζω, πίσω από μικρές πτυχές του καθημερινού βίου, την ύπαρξη μιας συγκροτημένης κοσμοθέασης, μιας σοφής εποπτείας του Παντός, που συνυπάρχει πάντα με το δέος για το σύμπαν, για τη φύση και τους νόμους της, για την ομορφιά και την αρμονία των αστερισμών, των ζώων, των φυτών, των γεωλογικών σχηματισμών.

Εμείς άραγε σήμερα, παρά την ύπαρξη ενός πλούτου πληροφοριών, παρά την τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη, διαθέτουμε μια τέτοια ενιαία εικόνα του κόσμου; Βιώνουμε το δέος προς την κοσμική δημιουργία, το δέος εκείνο που αφυπνίζει την επιθυμία να διαμορφώσει κανείς μια στάση πνευματική, μια διερώτηση βαθύτερη για το νόημα του περάσματός μας από αυτόν τον θαυμαστό κόσμο;

Ολες οι παραπάνω σκέψεις αναδύθηκαν έντονα μέσα μου όταν επισκέφτηκα προσφάτως την περιοδική έκθεση του Μουσείου της Ακρόπολης «Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Basilicata, 11ος-6ος αι. π.Χ.». Τι συνέβαινε σε εκείνες τις πανάρχαιες κοινότητες της Νότιας Ιταλίας; Πολλά μπορούμε να υποθέσουμε μέσα από τα καθημερινά αντικείμενα και τα ταφικά κτερίσματα που διασώθηκαν, αλλά το γεγονός πως επρόκειτο για έναν πολιτισμό που δεν παρέδωσε γραπτά τεκμήρια ανοίγει αναγκαστικά μπροστά μας ένα πλήθος υποθέσεων.

Παρατηρώντας τα αντικείμενα των ανθρώπων της Οινωτρίας, όπως ονομάζεται αλλιώς η περιοχή, με συγκίνησε βαθιά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τόσο απλό αλλά και πλήρες μέσα στις ερμηνείες που μπορεί να λάβει: το σχήμα του κύκλου.

Οι κύκλοι και οι σπείρες βρίσκονταν παντού: στα κοσμήματα των γυναικών, στα όπλα, στα αγγεία, στα χρηστικά αντικείμενα της οικιακής ζωής. Σχεδόν καθόλου χρυσάφι και ασήμι ούτε πολύτιμοι λίθοι. Ενας πολιτισμός της απλότητας, άνθρωποι που δεν ήταν πλούσιοι, αλλά φρόντιζαν να θάψουν τις γυναίκες τους – ήταν ιδιαιτέρως φροντισμένες οι γυναικείες ταφές – στολίζοντάς τες με τεράστια φυλακτά γεμάτα σπείρες και κύκλους.

Εξαφνα ένιωσα να περιδινούμαι κι εγώ μέσα στους κύκλους αυτού του μυστηριώδους πολιτισμού: έβλεπα τον εαυτό μου ως ένα μικρό σημείο μέσα στους ασύλληπτους κύκλους του χρόνου, έβλεπα τις εποχές να διαδέχονται κυκλικά η μία την άλλη, έβλεπα τη ζωή να εισδύει στον θάνατο και τον θάνατο να ξαναγίνεται ζωή, σαν να είχα μπροστά μου έναν πελώριο τροχό. Οι Οινωτροί είχαν ανοίξει μπροστά μου την πόρτα της κοσμικής ιστορίας.

Κύκλος, το ιερό, το τέλειο σχήμα μέσα σε τόσους διαφορετικούς αιώνες και πολιτισμούς. Ηταν τόσο δεδομένη η ιερότητα του κύκλου, ώστε όταν ο Κέπλερ, στις αρχές του 17ου αι., συνέλαβε για πρώτη φορά τις ελλειπτικές περιστροφές των πλανητών, ήταν δύσκολο για τους αστρονόμους να δεχτούν ότι η κοσμική κίνηση δεν βασιζόταν σε τέλειους κύκλους.

Αυτή ήταν μια σοκαριστική «παρέκκλιση» από τις παγιωμένες αντιλήψεις, η δεύτερη κατά σειρά, μετά τη μετάβαση από το γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα και όσα διατύπωσε ο Κοπέρνικος στο De Revolutionibus Orbium Coelestium (1543).

Εξαφνα, παρατηρώντας τους αμέτρητους κύκλους των Οινωτρών, σκέφτηκα πως πολλές από τις μεγάλες μεταβάσεις μέσα στην ιστορία εκπήγαζαν από τη θέση που έδινε ο άνθρωπος στον εαυτό του μέσα σε έναν κυκλικό σχηματισμό (στο κέντρο ή στην περιφέρεια, στην περίπτωση του γεωκεντρικού ή του ηλιοκεντρικού συστήματος αντιστοίχως) αλλά και από την ποιότητα της κυκλικής κίνησης (κύκλος ή έλλειψη, δηλαδή μια ομοιόμορφη τροχιά γύρω από κάποιο κέντρο ή μια τροχιά σε αποστάσεις που ποικίλλουν) – με όσες συμβολικές διαστάσεις κι αν ενέχουν τα παραπάνω σε κοσμικό, πνευματικό, κοινωνικό επίπεδο.

Αυτή η σκέψη μού δημιούργησε μια βαθιά δόνηση, λες και τα γεμάτα σπείρες φυλακτά από τους τάφους της Basilicata συμπύκνωναν σε μία μόνο περιεκτική εικόνα όλη την ανθρώπινη αγωνία. Ενιωθα πια πως οι γυναικείοι σκελετοί των Οινωτρών ήταν κάποιες άγνωστες θεές που άφηναν στα χέρια μου ατόφιο το μυστικό τους, για να διαγράψω όσο δύναμαι μια αρμονική, κυκλική ή έστω ελλειπτική, τροχιά, μέσα σε έναν κόσμο που έχει αποκτήσει πλέον συγκεχυμένες, χαώδεις διαδρομές.

Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ιστορικός της Λογοτεχνίας. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2024 για την ποιητική συλλογή της «Η χαμένη θεά» (εκδ. Μελάνι).