Μεταβαλλόμενες ισορροπίες σε μια εποχή κρίσης

Του Μάρκου Καρασαρίνη

Σε ένα κείμενο πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο έκτοτε, γραμμένο την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της ήττας του Β’ Ράιχ και στο απειλητικό φόντο της Γερμανικής Επανάστασης, ο Μαξ Βέμπερ επιχείρησε να ορίσει το περίγραμμα της ενασχόλησης με την πολιτική. Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα (εκδ. Δώμα, 2019), ανάλυση σπάνιας διαύγειας και διεισδυτικότητας, διατρέχει ένα πλήθος ζητημάτων: κράτος, βία, κόμματα, νομιμοποίηση, η ιδέα της κλήσης, η χαρισματική εξουσία.

Ο Βέμπερ την ολοκληρώνει με μια εκτεταμένη αναφορά στη διασύνδεση πολιτικής και ηθικής. Επισημαίνει τις δυσχέρειες της πρακτικής εφαρμογής μιας απόλυτης ηθικής, όπως η θρησκευτική, διακρίνει μεταξύ «ηθικής του φρονήματος» και «ηθικής της ευθύνης» και μοιάζει να υπαινίσσεται ότι η διαχείριση της εξουσίας από τον ηγέτη απαιτεί μεν ηθική συνείδηση αλλά και σκληρούς συμβιβασμούς. Γιατί «πολιτική σημαίνει να τρυπάς σκληρά σανίδια, αργά και σθεναρά, με πάθος και με μέτρο ταυτόχρονα».

Η πρόσληψη του Βέμπερ βασίζεται σε ιδεότυπους, δεν παύει όμως να εντοπίζει μια ένταση ανάμεσα στις δύο έννοιες. Και η επιστροφή στην ανάγνωσή του, μια ανάγνωση πολύπλοκη και εκλεπτυσμένη, αποτελεί ενδιαφέρουσα άσκηση στο τρέχον παγκόσμιο πολιτικό περιβάλλον.

Στο εσωτερικό της Δύσης η πολιτική αδυνατεί να εμπνεύσει και τα ακροατήρια, όταν δεν μαγεύονται από ακροδεξιές σειρήνες, συσπειρώνονται γύρω από αιτήματα που αφορούν το ήθος των κυβερνώντων – η τραμπική «αποξήρανση του βάλτου» («drain the swamp»), για παράδειγμα, απαντάται σε εκδοχές διάχυτες σε όλο το πολιτικό φάσμα με κοινή συνισταμένη την απόρριψη ενός κατεστημένου ηθικά επίμεμπτου.

Στον διεθνή χώρο, αντίθετα, η πλήρης απορρύθμιση της μεταπολεμικής (και μεταψυχροπολεμικής) συναίνεσης έχει ως αποτέλεσμα την εδραίωση της πεποίθησης ότι η γεωπολιτική κυριαρχεί σε βάρος κανόνων, συνθηκών και ηθικής από την Ουκρανία ως τη Γάζα και το Σουδάν. Προφανώς, οι ισορροπίες μεταξύ πολιτικής και ηθικής εξαρτώνται από το εκάστοτε σύστημα αναφοράς, τις ευρύτερες συνθήκες, τη συγκυρία.

Ο αναστοχασμός όμως της σχέσης τους, πραγματικής και δυνητικής, όπως και της διερεύνησης των δομικών αιτίων της επικαιρότητας του ηθικού αιτήματος στην πολιτική σήμερα, δεν αποτελεί πια συζήτηση ακαδημαϊκού χαρακτήρα ή θεωρητικό πεδίο ανταλλαγής ιδεών αλλά απτή ανάγκη στο φόντο μιας κρίσης της δημοκρατίας που, ως προς την αίσθηση του αδιεξόδου, τουλάχιστον, θυμίζει την εποχή του Μαξ Βέμπερ.

Ισχυρά συναισθήματα, αδύναμες λέξεις

Γράφει ο Γιώργος Καραβοκύρης

Η σχέση της πολιτικής με την ηθική δοκιμάζεται συνεχώς, στη θεωρία και στην πράξη, μεταξύ μέσων και σκοπών, γεγονότων και κανόνων. Επιστρέφουμε έτσι στον Μακιαβέλι και τη σκληρή του αντίληψη για την ηγεμονία ή στον Σμιτ και τη διχαστική του διάκριση ανάμεσα σε «εχθρούς» και «φίλους» για να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε το πολιτικό φαινόμενο. Ανατρέχουμε, επίσης, σε ηθικοπολιτικές θεωρίες, δημοκρατικές και φιλελεύθερες, όπως του Καντ, του Ρολς και του Χάμπερμας για να θεμελιώσουμε έλλογα και πλουραλιστικά την πολιτική απόφαση, τη διαβούλευση και ευρύτερα τη λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας.

Η σύνθεση ισχύος και δικαίου, βούλησης και ορθού λόγου, βρίσκεται στον πυρήνα του μεικτού πολιτεύματος της συνταγματικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εξάλλου, παρότι η πολιτική δεν ταυτίζεται με την ατομική ηθική ή, σε μια δημοκρατική πολιτεία, με μια «κλειστή», μεταφυσική ή μη, αντίληψη περί αγαθού, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μια συνεκτική αξιακή αναφορά, που προσδίδει στην αυθεντία της εξουσίας νομιμοποίηση και αποδοχή.

Δεν είναι, ωστόσο, μόνον οι αξεπέραστες, νεωτερικές μας αξίες, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη, που διαμορφώνουν τη δημοκρατία και τους υπέρτερους σκοπούς της πολιτικής. Σε κρίσιμη παράμετρο αναδεικνύεται και η δημόσια ηθική των κρατούντων, τόσο με τη στενή έννοια της εντιμότητας, όσο και με την ευρεία, της αρετής, της μέριμνας και αγάπης για την πόλη και το κοινό συμφέρον. Η διαφάνεια, η λογοδοσία και η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν έχουν ορισμένο πολιτικό περιεχόμενο, αλλά ικανοποιούν οριζόντια, καθολικά το αίτημα όλων μας για μια δίκαιη κοινωνία, ανταποκρίνονται με δυο λόγια σε μια υπόσχεση, που οι ίδιοι οι θεσμοί έχουν δώσει, ως συμβόλαιο, στους πολίτες.

Η ηθική αυτή αξίωση ίσως αποτελεί το πιο ισχυρό σύνθημα των καιρών, την πιο θερμή εκδήλωση του δημοκρατικού πλήθους, που «μιλά» για την απονομή δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς, τη μείωση των ανισοτήτων, την αποκατάσταση της αίσθησης ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί αυτοαναφορικά και μονολογικά, ότι δεν «ακούει» τους πολίτες.

Το ηθικό συναίσθημα ριζώνει στη συρρίκνωση, στην Ελλάδα και διεθνώς, του πολιτικού ορίζοντα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στην εμπεδωμένη πεποίθηση ότι δεν διαθέτουμε εφικτές εναλλακτικές επιλογές. Οτι διαβαίνουμε, θέλοντας και μη, έναν πολιτικό μονόδρομο. Το φαινόμενο δεν είναι πρόσκαιρο. Είναι διαρκές, σε μια εποχή, όπου οι κρίσεις δεν αποτελούν εξαιρέσεις, αλλά κανονικότητα. Η δημοκρατία τροφοδοτείται και εξελίσσεται μέσα από αυτές, όμως τα δομικά της χαρακτηριστικά την απονευρώνουν, την κάνουν να δείχνει γερασμένη, μια δημοκρατία «boomer», που δεν γοητεύει, ιδίως τους νεότερους.

Σε αυτή τη μάλλον διάχυτη αμηχανία, η πολιτική δεν ριζοσπαστικοποιείται, ούτε κλονίζεται στον πυρήνα της. Ζούμε, για την ακρίβεια ήδη το έχουμε ζήσει, το τέλος των μεγάλων αφηγημάτων και ταυτόχρονα των υψηλών προσδοκιών. Αφήνουμε πίσω τα ολιστικά, εμπνευσμένα σχέδια και οράματα και βιώνουμε μια δημοκρατία της ιδιωτικότητας, της (δύσκολης) καθημερινότητας και της ανάγκης για σταθερότητα. Μετέχουμε κοινώς σε μια πολιτική συνθήκη που «αποπολιτικοποιείται» διαρκώς και δεν παράγει τις σαφείς, έντονες διαιρετικές τομές του παρελθόντος.

Από την άλλη, τα όρια ανάμεσα στον δημιουργικό ηθικό λόγο και την ισοπεδωτική ηθικολογία έχουν θολώσει. Η απόσταση και η απογοήτευση από την πολιτική τάξη μεταφράζονται συχνά σε μια πλήρως απαξιωτική, αντισυστημική και άμεσα ή έμμεσα αντιδημοκρατική στάση, σε μια γενική απολίτικη καταγγελία. Το πάθος δεν εκβάλλει στην ανανέωση των κλασικών πολιτικών κατηγοριών, της Δεξιάς ή της Αριστεράς, ούτε στη διεκδίκηση ενός καλύτερου κόσμου. Δεν φωτίζει νέες προτεραιότητες ή ιδεολογικές διαδρομές.

Αντιθέτως, αναλώνεται και κατά κανόνα εξαντλείται στην αποδοκιμασία των προσώπων και τη μικροπολιτική συγκυρία, με αποτέλεσμα να υπονομεύει τις γνωστικές και αξιακές προϋποθέσεις του πολιτικού διαλόγου. Μέσα σε αυτή την ηθική δίνη, που είναι άλλοτε πραγματική και άλλοτε τεχνητή, υποτιμώνται μοιραία οι υπαρξιακές προκλήσεις για τη δημοκρατία, όπως η ενδυνάμωση της συμμετοχής στις διαδικασίες της μέσα από την τεχνολογία, η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης, το παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, η στρατηγική θέση της χώρας σε έναν αβέβαιο, ασταθή κόσμο. Οι πολιτικές μας λέξεις αποδυναμώνονται, καθώς φαίνεται να υποχωρούν κάτω από το βάρος της συναισθηματικής μας εκτόνωσης.

Ο κύριος Γιώργος Καραβοκύρης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Αναδιατάξεις στην εποχή της συνοπτικότητας

Γράφει ο Αντώνης Μεταξάς

Η σχέση μεταξύ Πολιτικής και Ηθικής αποτελεί διαχρονικό πεδίο ανάλυσης στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, με ενδεικτικά σημαντικά ιστορικά ορόσημα αναγόμενα στη σκέψη του Αριστοτέλη, του Μακιαβέλι και του Καντ. Σήμερα, στον βιοπολιτικά πυκνό 21ο αιώνα, η συσχέτιση αυτή διέρχεται – και ενδεχομένως αναδιατάσσεται – μέσα στη δίνη της πολυπλοκότητας ιδιαίτερων προκλήσεων και εξασθενημένων καθοδηγητικών αφηγημάτων προκαλούμενων και από την άμβλυνση της κανονιστικής εμβέλειας των παραδοσιακών ιδεολογιών.

Ζητήματα όπως η δραματική κλιματική αλλαγή, η τεχνητή νοημοσύνη, η συνεχής επαύξηση των μεταναστευτικών ροών, η αναίρεση γεωπολιτικών σταθερών και κάθε προβλεψιμότητας σε πλανητικό επίπεδο συγκροτούν πρακτικά αλλά και βαθιά ηθικά διλήμματα ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές, τους ευάλωτους πληθυσμούς και την ανθρωπότητα ως σύνολο, εντάσσοντας ηθικές σταθμίσεις στον πυρήνα της πολιτικής απόφασης. Η σχετικοποίηση ιδεολογικών προταγμάτων αναδεικνύει ζητήματα όπως η διαφάνεια, η λογοδοσία, η κοινωνική δικαιοσύνη (με έμφαση στα δικαιώματα μειονοτήτων, το περιβάλλον, την ισότητα), και η αντιμετώπιση της διαφθοράς σε μείζονα πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης.

Από την άλλη πλευρά, η Πολιτική και το Δίκαιο έρχονται ως κοινωνικά φαινόμενα αντιμέτωπα με ποικίλες «καταστάσεις ανάγκης ή εξαίρεσης», οι οποίες, σημασιολογικά κατ’ ουσίαν αναιρούμενες, καθίστανται πλέον ο κανόνας. Ο κρίσιμος εννοιολογικός τόπος της «κατάστασης ανάγκης» παρεισφρέει φαινομενολογικά στη σύγχρονη πολιτική πρακτική και δικαιική πραγματικότητα αμφισβητώντας εδραιωμένες μεθόδους και «βεβαιότητες».

Η «έκτακτη ανάγκη» και η επίκλησή της στην εποχή των ημιμόνιμων «κρίσεων» που διαβιούμε οδηγεί στην αφαίρεση από το πεδίο της διαφιλονικούμενης πολιτικής βασικών θεμελιακών επιλογών, οι οποίες εκβάλλονται εν πολλοίς από το πλαίσιο της ελεύθερης δημοκρατικής διαβούλευσης.

Η ψηφιακή εποχή και τα κατ’ ουσίαν απροσδιορίστου ιδιοκτησίας και ελέγχου Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν καταστήσει την πολιτική δράση υπερ-ορατή, έχουν αμβλύνει ή και αναιρέσει την ιδιωτικότητα, τα δε ΜΚΔ συνιστούν πλέον και τον κύριο κοινό τόπο έκφρασης δημόσιου λόγου και πολιτικής θέσης με κύριο χαρακτηριστικό την υπεραπλούστευση και τη συνοπτικότητα.

Ειδικώς οι νεότερες γενιές εξοικειώνονται με τη διαρκή εναλλαγή πολλαπλών εικόνων και σε όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό σχεδόν αποστρέφονται τον δημιουργικό πλούτο της γλώσσας – άρα και της σκέψης –, τον οποίο προσεγγίζουν συχνά ως περιττή ή και ακατάληπτη πολυπλοκότητα. Αν τούτο δεν έχει ήδη συμβεί, προσεχώς όχι μόνο η νοητική αλλά και η αμιγώς γλωσσική προσπέλαση πιο «σύνθετων» κειμένων θα έχει καταστεί ανέφικτη για τον νέο άνθρωπο.

Η αντιδραστική αποκοπή από τις λέξεις και η υποκατάσταση της πρωτοτυπίας και πολυμορφίας της σκέψης θα συντελεσθεί διά της αυτοματοποιημένης εύπεπτης «διευκόλυνσης»: η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει την αυθεντική πρωτοτυπία λόγου και συναισθήματος, ενδεχομένως δε και την ίδια την ενσυναίσθηση. Η θεμελιακή προϊούσα διαρραγή της συσχέτισης του ατόμου με τη γλώσσα έχει ήδη ευθεία αντανάκλαση στις ιεραρχήσεις του δημόσιου λόγου αλλά και στην υποκατάσταση του επιχειρήματος από το εύκολο σύνθημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η όπως νοούμενη «ηθική» υπόκειται ευχερέστερα στον κίνδυνο της δημαγωγικής εργαλειοποίησης για την αποδόμηση υπαρκτών ή και κατασκευασμένων «αντιπάλων».

Η «πολιτική του συναισθήματος» (affective politics) τείνει να επισκιάσει τη νηφάλια ανάλυση και ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατική ομαλότητα και το Κράτος Δικαίου. Η αναίρεση της συνθετικότητας της πολιτικής κρίσης και της διαβουλευσιακής ανοικτότητας «προσκαλεί» σε σμιττιανές κατηγοριοποιήσεις «φίλων και εχθρών» υπονομεύοντας την ουσία του κοινοβουλευτισμού αλλά και του επιστημονικού λόγου, που προϋποθέτουν μια προκαταρκτική ενδιάθεση κατανόησης και αναγνώρισης του δικαιώματος και της νομιμότητας της αντίθετης άποψης. Η δομική κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει στο φαινόμενο πολιτικές φιγούρες, ενδιαφέρουσες κυρίως για την επιστημονική ανάλυση της ψυχοπαθολογίας τους, να συγκεντρώνουν τη «λαϊκή» επιδοκιμασία ένεκα του «αδιαμεσολάβητου» της επικοινωνίας και σχέσης τους με τον «λαό».

Δύσκολοι καιροί επίκεινται συνεπώς για την ανοικτή φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, η οποία, για να θυμηθούμε τον μείζονα γερμανό νομικό και πολιτειολόγο Ερνστ-Βόλφγκανγκ Μπεκενφέρντε, εξαρτάται από προϋποθέσεις, την πλήρωση των οποίων δεν μπορεί η ίδια να εγγυηθεί: «Der freiheitliche, säkularisierte Staat lebt von Voraussetzungen, die er selbst nicht garantieren kann».

Ο κύριος Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κανόνες, κώδικες, δεοντολογία

Γράφει ο Σπύρος Βλαχόπουλος

Πρέπει να υπάρχει ηθική στην πολιτική; Ναι, είναι η αυτονόητη απάντηση. Πώς όμως διασφαλίζεται η ηθική στην πολιτική ζωή; Στην προσπάθεια αυτή το δίκαιο μπορεί να διαδραματίσει κάποιον ρόλο; Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολη, ιδίως εάν αναλογισθούμε ότι οι κανόνες της ηθικής δεν επιβάλλονται αλλά στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση του προσώπου. Κατ’ επέκταση, οι κανόνες δικαίου που αξιώνουν εφαρμογή από τους πολίτες ανεξαρτήτως της θελήσεώς τους, μάλλον δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την εμπέδωση ηθικών αντιλήψεων στην πολιτική.

Και όμως! Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η παραβίαση των κανόνων της ηθικής μπορεί να επισύρει σοβαρές νομικές συνέπειες. Ετσι, λ.χ., η ιδιωτική ζωή ενός πολιτικού δεν ενδιαφέρει καταρχήν το κοινωνικό σύνολο, με περαιτέρω συνέπεια ο πολιτικός να προστατεύεται από τις νομικές διατάξεις περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.

Εάν όμως ο πολιτικός πει ψέματα για την ιδιωτική του ζωή, τότε υφίσταται ένα δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού αφού η ασυνέπεια λόγων και πράξεων συνιστά ένα θεμιτό κριτήριο αξιολόγησης του πολιτικού. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια το δίκαιο έχει «εισβάλει» στην ηθική της πολιτικής ζωής και με έναν άλλον τρόπο που αφορά τους «ναούς» της Δημοκρατίας, τα κοινοβούλια.

Ειδικότερα, έχουν αυξηθεί οι Κοινοβουλευτικοί Κώδικες Δεοντολογίας, έτσι ώστε σήμερα πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών να διαθέτει τέτοιους κώδικες με κανόνες δεοντολογίας για τους βουλευτές και τους υπαλλήλους της Βουλής.

Οι λόγοι για τη θέσπισή τους είναι πολλοί, η κύρια όμως αιτία σχετίζεται με την κρίση που διέρχεται το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η δημοκρατία μας «κλυδωνίζεται» και φαίνεται να έχει «κουράσει», όπως αποδεικνύεται από τη μεγάλη αποχή των πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες και την άνοδο του λαϊκισμού.

Οι διαπιστώσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα ερευνών. Δεν είναι μόνον ότι το 13,3% των Ελλήνων πιστεύει πως υπάρχει καλύτερο πολίτευμα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι το 13% θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία είναι ίσως προτιμότερη από τη δημοκρατία. Είναι και ότι το 69,7% δηλώνει δυσαρεστημένο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα. Τα φαινόμενα βέβαια αυτά απαντώνται σε διεθνές επίπεδο.

Στη Γερμανία, λ.χ., το ποσοστό αυτών που θεωρούσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως ένα πολύ καλό πολίτευμα, μειώθηκε από 46% το 2017, σε 37% το 2023. Η κρίση αυτή της σύγχρονης δημοκρατίας προφανώς δεν αφήνει άθικτο ούτε το Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική η ψήφιση Κωδίκων Δεοντολογίας που θα περνάνε το μήνυμα προς τους πολίτες ότι οι βουλευτές και οι εργαζόμενοι στο Κοινοβούλιο διέπονται από ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες και ότι δεν αποτελούν ένα προνομιακό και κλειστό σύστημα εξουσίας χωρίς όρια και κανόνες.

Βέβαια και προκειμένου οι Κώδικες Δεοντολογίας στο Κοινοβούλιο να μην καταστούν γράμμα κενό περιεχομένου, θα πρέπει να συνοδεύονται από εγγυήσεις εφαρμογής τους. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τύχουν ευρείας δημοσιότητας, έτσι ώστε να καταστούν γνωστοί και στην κοινωνία των πολιτών που καλείται να αναλάβει τον ρόλο του «watchdog» για την τήρησή τους. Κυρίως, όμως, οι κανόνες δεοντολογίας θα πρέπει να συνοδεύονται από μηχανισμούς ελέγχου, χωρίς τους οποίους κινδυνεύουν να καταστούν μια «καλοστημένη βιτρίνα» που απλώς θα επιτείνει αντί να αμβλύνει την κρίση του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.

Συμπερασματικά: Η παλαιότερα αυτονόητη παραδοχή ότι το δίκαιο και η πολιτική ηθική δεν έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, δεν ισχύει πλέον στη γενικότητά της. Ενώ σε άλλα πεδία το δίκαιο φαίνεται να υποχωρεί προς όφελος της αυτονομίας του πολίτη στο γενικότερο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης αντίληψης, στον τομέα της πολιτικής ηθικής η τάση κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της νομικής ρύθμισης. Πρόκειται για μια καταρχήν θετική εξέλιξη. Το εάν όμως θα έχει και πρακτικά αποτελέσματα, μένει να το δούμε.

Ο κύριος Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ.