Είναι ένας αόρατος «στρατός» που απαρτίζεται από τρισεκατομμύρια «οπλίτες». Ενας «στρατός» που προσφέρει πλείστες υπηρεσίες στον οργανισμό μας – διότι ναι, κατοικεί μέσα μας.
Βοηθά στην πέψη και στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, παίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή βασικών βιταμινών όπως η Κ και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, υψώνει «ασπίδα» ενάντια σε παθογόνους μικροοργανισμούς, συμβάλλει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, συνδέεται ακόμη και με τη λειτουργία του εγκεφάλου και την ψυχική υγεία μας επηρεάζοντας τη διάθεσή μας και την παραγωγή νευροδιαβιβαστών.
Επιβλαβή 168 χημικά
Φανταστείτε λοιπόν τι μπορεί να σημαίνει για τη σωματική και την ψυχική μας υγεία το να βάλλεται – και μάλιστα ύπουλα – αυτός ο «στρατός», που δεν είναι άλλος από το εντερικό μας μικροβίωμα. Τότε θα κατανοήσετε και τη βαρύτητα μιας νέας μελέτης που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και η οποία έδειξε ότι ούτε ένα, ούτε δύο αλλά 168 διαφορετικά χημικά που αποτελούν προϊόντα του ανθρώπου αποδείχθηκαν για πρώτη φορά τοξικά για τα «καλά» βακτήρια του ανθρώπινου εντέρου, αυτούς τους «φύλακες» του οργανισμού μας.
Τα περισσότερα από αυτά τα χημικά διεισδύουν στον οργανισμό μας μέσω της τροφής, του νερού αλλά και της καθημερινής μας έκθεσης σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και μέχρι σήμερα πιστευόταν ότι δεν έχουν καμία επίδραση στο εντερικό μικροβίωμα, εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science η πρώτη συγγραφέας της νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Nature Microbiology», δρ Ιντρα Ρου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Τοξικολογίας του βρετανικού Ιατρικού Ερευνητικού Συμβουλίου (MRC) στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Η ερευνήτρια τόνισε ότι οι σχέσεις χημικών και βακτηρίων του εντέρου που εντόπισε η ομάδα στην οποία συμμετέχει αποδεικνύονται… επικίνδυνες. «Καθώς τα βακτήρια αλλάζουν τη λειτουργία τους προσπαθώντας να αντισταθούν στους χημικούς ρυπαντές, ορισμένα εξ αυτών καθίστανται ανθεκτικά και σε αντιβιοτικά όπως η σιπροφλοξασίνη. Αν αυτό συμβεί μέσα στον ανθρώπινο έντερο, το αποτέλεσμα είναι η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και η ”επέλαση” των ανθεκτικών λοιμώξεων». Να άλλη μια, άγνωστη ως σήμερα, εξήγηση για την «πανδημία» της βακτηριακής ανθεκτικότητας στις αντιβιοτικές θεραπείες.
Νέο μοντέλο πρόβλεψης της τοξικότητας
Για να καταλήξουν στα νέα ανησυχητικά συμπεράσματα οι ερευνητές εξέτασαν στο εργαστήριο την επίδραση 1.076 χημικών σε 22 είδη βακτηρίων του εντέρου. Με βάση τα ευρήματά τους ανέπτυξαν μάλιστα και ένα νέο μοντέλο μηχανικής μάθησης, το οποίο μπορεί να προβλέπει ποια βιομηχανικά χημικά – είτε εγκεκριμένα είτε σε φάση ανάπτυξης – θα μπορούσαν να είναι επιβλαβή για ποιους από τους περίπου 4.500 διαφορετικούς τύπους βακτηρίων που αποικίζουν το ανθρώπινο έντερο.
Ποιοι ήταν όμως οι κύριοι χημικοί «ένοχοι» για διατάραξη του εντερικού μικροβιώματος και ποια τα κύρια «θύματά» τους; ρωτήσαμε τη δρα Ρου. «Από τις κύριες ομάδες χημικών που φάνηκε να έχουν τοξική επίδραση στα βακτήρια του εντέρου ήταν τα φυτοφάρμακα όπως τα ζιζανιοκτόνα και τα εντομοκτόνα που ψεκάζονται στις καλλιέργειες αλλά και βιομηχανικά χημικά των επιβραδυντικών φλόγας, ευρέως χρησιμοποιούμενα για τη μείωση της ανάφλεξης σε πλαστικά εξαρτήματα ηλεκτρονικών και αυτοκινήτων, σε υλικά θερμομόνωσης κτιρίων, σε πυράντοχα ρούχα, σε ταπετσαρίες, κουρτίνες αλλά και σε έπιπλα, στρώματα κ.ά.».
Οι «ένοχοι» και τα «θύματα»
Για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα, αυτά περιλαμβάνουν το επιβραδυντικό φλόγας τετραβρωμοδισφαινόλη Α (ΤΒΒΡΑ) καθώς και τον πλαστικοποιητή δισφαινόλη AF (BPAF). «Εκπλαγήκαμε από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα καθώς αυτού του τύπου οι ουσίες έχουν – υποτίθεται – σχεδιαστεί ώστε να μην επιδρούν στα ανθρώπινα βιολογικά συστήματα. Παρατηρήσαμε επίσης ισχυρή επίδραση στο εντερικό μικροβίωμα ορισμένων χημικών όπως το closantel, ένα αντιπαρασιτικό για τις αγελάδες. Συνολικά, πολλά από τα χημικά που εξετάσαμε χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή ανά τον κόσμο – άλλα είναι υπό ανάπτυξη – και ορισμένα εντοπίζονται ακόμη και στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως έδειξε μια γερμανική μελέτη σε εγκύους».
Σε ό,τι αφορούσε τα βακτήρια του εντέρου που επηρεάζονται περισσότερο από τα χημικά, αυτά, σύμφωνα με την ερευνήτρια, ήταν «κατά κύριο λόγο όσα ανήκουν στην τάξη Bacteroidales, η οποία περιλαμβάνει μερικά από τα πιο σημαντικά είδη βακτηρίων στο μικροβίωμα του υγιούς εντέρου. Αυτά τα βακτήρια έχουν πολλούς επωφελείς ρόλους για την υγεία, όπως η παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου (SCFAs) τα οποία αποτελούν σημαντική πηγή ενέργειας για τα κύτταρα του εντέρου, συμβάλλουν στη μείωση της χοληστερόλης και της γλυκόζης του αίματος και μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης πλήθους νόσων».
Η δρ Ρου υπογράμμισε ότι σήμερα οι αξιολογήσεις ασφαλείας των χημικών δεν περιλαμβάνουν ελέγχους σε ό,τι αφορά την επίδραση στο μικροβίωμα του εντέρου με τη λογική ότι το κάθε χημικό έχει σχεδιαστεί να επιδρά σε έναν συγκεκριμένο στόχο – μια λογική που όμως, όπως αποδεικνύει αυτή η μελέτη, τελικώς δεν ισχύει. «Ανακαλύψαμε για πρώτη φορά ότι πολλά χημικά που έχουν σχεδιαστεί να δρουν μόνο σε έναν στόχο, όπως στα έντομα ή στους μύκητες, έχουν αρνητική επίδραση και στα βακτήρια του εντέρου. Η μεγάλη δύναμη της μελέτης μας είναι ότι μέσω του μοντέλου μηχανικής μάθησης που αναπτύξαμε μπορούμε πλέον να προβλέπουμε την επίδραση των νέων χημικών στο έντερο με στόχο ένα μέλλον στο οποίο τα χημικά θα σχεδιάζονται πλέον ώστε να είναι ασφαλή για τα βακτήρια του εντέρου. Σε κάθε περίπτωση, υπό το φως των καινούργιων δεδομένων, οι αξιολογήσεις ασφαλείας των νέων χημικών θα πρέπει να βάζουν στην εξίσωση και την υγεία του ανθρώπινου εντέρου».
Συμβουλές ασφαλείας προς τον πληθυσμό
Βέβαια, όπως παραδέχθηκε η ερευνήτρια, η μελέτη αυτή διεξήχθη στο εργαστήριο και δεν μπορούν τα αποτελέσματά της να έχουν άμεση «μετάφραση» στον πραγματικό κόσμο. Για αυτό και το επόμενο βήμα της ερευνητικής ομάδας είναι το να συλλέξει και να αναλύσει στοιχεία του πραγματικού κόσμου προκειμένου να ανακαλύψει την επίδραση κοινών χημικών στο ανθρώπινο έντερο.
Μέχρι τότε όμως τι πρέπει να κάνουμε; ήταν το καίριο ερώτημα που απευθύναμε, κλείνοντας, στη δρα Ρου. «Ο πιο εύκολος και άμεσος τρόπος είναι το να πλένουμε καλά τα φρούτα και τα λαχανικά πριν τα καταναλώσουμε, να μη χρησιμοποιούμε φυτοφάρμακα στον κήπο μας αλλά και να έχουμε ένα καλό φίλτρο νερού αν ζούμε σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ρύπανσης». Μικρές κινήσεις ζωτικής (για το εντερικό μικροβίωμά μας και όχι μόνο) σημασίας προκειμένου να… ξεπλυθούμε, κατά το δυνατόν, από τον χημικό κόσμο που μας περιβάλλει.
Φάρμακα-«φαρμάκια»
Αφορμή για τη νέα μελέτη στάθηκε προηγούμενη ερευνητική δουλειά της ομάδας του Κέιμπριτζ (της οποίας ηγείται ο καθηγητής Κίραν Πατίλ) σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒL), η οποία δημοσιεύθηκε το 2018 στο «Nature» με κύριο μάλιστα συγγραφέα τον Ελληνα Αθανάσιο Τύπα του ΕΜΒL.
«Στη μελέτη του 2018 είχαμε ανακαλύψει, μελετώντας την επίδραση περισσότερων από 1.000 εγκεκριμένων φαρμάκων σε 40 αντιπροσωπευτικά βακτηριακά στελέχη του εντέρου, ότι το 24% των φαρμάκων από όλες σχεδόν τις θεραπευτικές κατηγορίες επιδρούσε αρνητικά στην ανάπτυξη τουλάχιστον ενός βακτηριακού στελέχους σε πειράματα στο εργαστήριο, με τρόπο παρόμοιο με τα αντιβιοτικά. Μάλιστα ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στα “καλά” βακτήρια του εντέρου φάνηκε να έχουν πολλά αντιψυχωσικά φάρμακα» περιέγραψε η δρ Ρου και προσέθεσε ότι «αυτή η ανακάλυψη γέννησε το ερώτημα αν και ποια άλλα χημικά επηρεάζουν το εντερικό μας μικροβίωμα.
Κατά τη διάρκεια του lockdown της COVID-19 ξεκινήσαμε την αναζήτηση και βρήκαμε σημαντικά κενά στην υπάρχουσα γνώση, γεγονός που μας ώθησε να κάνουμε την πρώτη συστηματική προσπάθεια καταγραφής της αλληλεπίδρασης πλήθους χημικών με τα βακτήρια του εντέρου». Και οι ερευνητές έπιασαν… λαβράκι που συγχρόνως αποτελεί σήμα κινδύνου για όλους μας.



