Τον Δεκέμβριο του 1978, στις εργασίες της 3ης ολομέλειας της 11ης Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, εγκρίθηκαν οι καθοριστικές, όπως απεδείχθη για το μέλλον της χώρας και του κόσμου ολόκληρου, οικονομικές μεταρρυθμίσεις του «ρεφορμιστή» και αρχιτέκτονα της μεγάλης στροφής Τενγκ Σιαοπίνγκ.

Ο εκδιωχθείς και διαπομπευθείς στα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο στα μέσα της δεκαετίας του ’60 Τενγκ είχε επικρατήσει της σκληροπυρηνικής «συμμορίας των τεσσάρων» και επέβαλε τη «μεγάλη αλλαγή», τον «σοσιαλισμό της αγοράς», όπως τον αποκαλούσε, υιοθετώντας φιλελεύθερες οικονομικές αρχές και ένα σύστημα κινήτρων στην παραγωγή αγαθών.

Επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων, άνοιξε την πόρτα στις ξένες επενδύσεις, έδωσε στους αγρότες τη δυνατότητα να ορίζουν τον όγκο και τις τιμές των προϊόντων τους, έδωσε την ευκαιρία στις περιφέρειες της χώρας να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, αλλά διατήρησε ισχυρή την κεντρική διεύθυνση της οικονομίας, ιδιαιτέρως στα δημόσια αγαθά, μέσω αυστηρών και πειθαρχημένων, ως προς την αποτελεσματικότητά τους, πενταετών πλάνων οικονομικής ανάπτυξης.

Τότε, στηριγμένος στο δόγμα «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια» και με ισχυρή την πεποίθηση ότι «μόνο αν αυξήσουμε την παραγωγική μας ικανότητα θα μπορέσουμε να καταδείξουμε την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος», επέβαλε ένα κύμα φιλελευθεροποίησης και ισχυρών μεταρρυθμίσεων που έμελλε να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας και να καταστήσει την Κίνα στις μέρες μας βιομηχανική, τεχνολογική, οικονομική, εμπορική και αμυντική υπερδύναμη, ικανή να ανταγωνίζεται όχι μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρη τη Δύση, επιδρώντας καθοριστικά πλέον τόσο στη γεωπολιτική όσο και σε αυτήν ακόμη την πολιτική, μέσω του ανταγωνισμού και της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των συστημάτων.

Η φοιτητική εξέγερση

Το πρώτο κύμα της κινεζικής φιλελευθεροποίησης ανακόπηκε προσωρινά το 1989, όταν ξέσπασε η μεγάλη φοιτητική εξέγερση και εγκρίθηκε από τον ίδιο τον Τενγκ η βίαιη και αιματηρή καταστολή της, με την εισβολή τεθωρακισμένων στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου. Αμέσως μετά ωστόσο ακολούθησε ένα δεύτερο ισχυρότερο κύμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που περιελάμβανε και την ιδιωτικοποίηση πλήθους κρατικών βιομηχανιών, διατηρώντας ωστόσο το μονοπώλιο στον πιστωτικό και στον ενεργειακό τομέα.

Κύριο χαρακτηριστικό του δεύτερου κύματος ήταν ο απόλυτος συντονισμός όλων των επιμέρους παραγόντων και συντελεστών της οικονομικής ανάπτυξης.

Ο Τενγκ πέθανε το 1997, αλλά οι διάδοχοί του συνέχισαν να κινούνται με γνώμονα τους στόχους και τις αρχές που εκείνος επέβαλε. Με την ένταξη μάλιστα της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 η κινεζική ανάπτυξη υπήρξε ραγδαία σε όλους τους τομείς.

Παγκοσμιοποίηση

Συνέπεσε εκείνη η επιλογή με το μεγάλο κύμα της παγκοσμιοποίησης, με την ελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, που σε συνδυασμό με τα τεράστια αποθέματα ανεκπλήρωτης εσωτερικής ζήτησης, πολλαπλασίασε την κινεζική ανάπτυξη. Μέχρι τότε η κινεζική οικονομία διακρινόταν για την παραγωγή φθηνών προϊόντων, αξιοποιώντας τους χαμηλούς μισθούς.

Το χαμηλό κόστος παραγωγής ωστόσο προσέλκυσε πλήθος πολυεθνικών γιγάντων, των τεχνολογικών συμπεριλαμβανομένων.

Η μεταφορά κεφαλαίων, τεχνολογίας και παραγωγικών δυνατοτήτων έδωσε μοναδική ώθηση και έκτοτε η κινεζική παραγωγή άλλαξε πίστα, φθάνοντας το 2025 να πρωτοπορεί σε όλους τους τομείς, θυμίζοντας σε παραγωγικό δυναμισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα είχε την ευκαιρία να αναπτύσσεται με ρυθμό 10% τον χρόνο επί τρεις και πλέον δεκαετίες.

Εκπαίδευση

Σε αυτό το διάστημα η κεντρικώς διευθυνόμενη οικονομία απορρόφησε πλήρως τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Δύσης, με τον καιρό ανέπτυξε τα δικά της μέσω ενός δικτύου εξελιγμένων δημόσιων πανεπιστημίων και επιχορηγούμενων από το κράτος ερευνητικών κέντρων, με αποτέλεσμα να πρωταγωνιστεί σε όλους τους κρίσιμους παραγωγικούς τομείς.

Από δημόσια κινεζικά ανώτατα ιδρύματα αποφοιτούν κατ’ έτος περισσότεροι από 150.000 καλά εκπαιδευμένοι μηχανικοί, οι οποίοι πρωτοστατούν στην παραγωγή μοναδικών έργων υποδομής – πρόσφατα ξεκίνησε την κατασκευή τεράστιου υδροηλεκτρικού φράγματος, κόστους 146 δισ. δολαρίων, στον Βραχμαπούτρα ποταμό, που διασχίζει την Κίνα, την Ινδία και το Μπανγκλαντές που θεωρείται το μεγαλύτερο τεχνικό έργο στον πλανήτη –, στην ανάπτυξη των μεταφορών, των  τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτροπαραγωγής, των σιδηροδρόμων ταχείας κυκλοφορίας, στην αεροδιαστημική, στη βιοτεχνολογία και παραγωγή φαρμάκων, στους αυτοματισμούς, στη ρομποτική, στην παραγωγή ημιαγωγών και πρωτοποριακών μηχανισμών τεχνητής νοημοσύνης, που ανταγωνίζονται ευθέως τις πλούσιες και πανάκριβες εκδοχές της Silicon Valey.

Πρωταγωνιστεί

Αυτή την ώρα, η Κίνα κυριαρχεί στην παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, σχεδόν μονοπωλεί την παραγωγή σύγχρονων μπαταριών, ελέγχει διεθνώς την παραγωγή και το εμπόριο των κρίσιμων για τα νέα τεχνολογικά αγαθά σπάνιων γαιών, οι αυτοματισμοί και τα ρομπότ έχουν εισαχθεί σε πλήθος παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων και μαζί πρωταγωνιστεί στην πράσινη μετάβαση τροφοδοτώντας σχεδόν όλον τον πλανήτη με ηλιακά πάνελ και ανεμογεννήτριες.

Επιπλέον, η αμυντική της βιομηχανία εξελίσσεται ταχύτατα, τα μαχητικά της αεροσκάφη 5ης γενιάς ανταγωνίζονται τα αμερικανικά, τα πυραυλικά της συστήματα προσπερνούν τις δυτικές αντιαεροπορικές συστοιχίες, τα νέα αεροπλανοφόρα της δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τα πιο εξελιγμένα αμερικανικά και δι’ αυτών επιδρά δυναμικά στη γεωπολιτική.

Ταυτόχρονα διατηρεί κεντρική θέση στις εμπορικές σχέσεις με 120 χώρες, γεγονός που της επιτρέπει να προωθεί συναλλαγές σε τοπικά νομίσματα, να ηγείται μέσω των BRICS των προσπαθειών αποδολαριοποίησης και να αντιμετωπίζει ευχερώς την όποια πίεση ασκεί η δασμολογική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Μέσω του σχήματος «Μια ζώνη, ένας δρόμος», επιδρά καταλυτικά στην ανάπτυξη της Κεντρικής Ασίας, με τις επενδύσεις και το πλήθος έργων και εμπορικών συμφωνιών αυξάνει την επιρροή της στη Νοτιοανατολική Ασία, στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική και υπερασπιζόμενη το ανοιχτό και ελεύθερο εμπόριο χτίζει συμμαχίες με Καναδούς, Αυστραλούς και Ευρωπαίους.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η Κίνα με τη γιγαντιαία ανάπτυξή της αλλάζει τις παγκόσμιες ισορροπίες. Οταν σχεδόν πριν από πέντε δεκαετίες ξεκινούσε η μεγάλη μεταρρύθμιση του Τενγκ Σιαοπίνγκ ελάχιστοι ανέμεναν το αποτέλεσμά της.

Στο διάστημα αυτό η άλλοτε καθυστερημένη αγροτική χώρα καταπολέμησε τη φτώχεια σε κλίμακα 1,5 δισ. ανθρώπων, δημιούργησε μια μεσαία τάξη περίπου 500 εκατομμυρίων, κέρδισε το στοίχημα της ανάπτυξης χωρίς να θυσιάσει τα βασικά αγαθά της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, πλέον υπερέχει παραγωγικά και τεχνολογικά, οι πόλεις της ευημερούν και η εικόνα της διεθνώς βελτιώνεται, καθώς εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια δεν έχει συμμετάσχει σε πόλεμο, παρά, όπως λένε οι ηγέτες της, επέλεξε τον ειρηνικό δρόμο.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η έναρξη της κινεζικής μεταρρύθμισης σχεδόν συνέπεσε χρονικά με τη μεγάλη στροφή της Δύσης στον νεοφιλελευθερισμό. Το 1979 η Μάργκαρετ Θάτσερ κέρδισε την πρωθυπουργία στη Μεγάλη Βρετανία και δυο χρόνια αργότερα, τον Γενάρη του 1981, ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα των ανοικτών και αυτορρυθμιζόμενων αγορών επικράτησε τότε στη Δύση.

Ο «μονόδρομος»

Ο «μονόδρομος» κυριάρχησε. Η αποτελεσματικότητά του ωστόσο αμφισβητείται από το «κινεζικό θαύμα», από αυτό το κράμα κεντρικώς διευθυνόμενης πειθαρχημένης οικονομίας και ανοιχτής αγοράς, που όμως υπερασπίστηκε τα δημόσια αγαθά και δεν τα αρνήθηκε ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα αντιμετωπίζει και την Τεχνητή Νοημοσύνη ως δημόσιο αγαθό, προκρίνοντας σχήματα ανοιχτού κώδικα, προσιτά σε όλους, κόντρα στα δυτικά εμπορευματοποιημένα πρότυπα.

Στη Δύση πολλαπλασιάζονται εκείνοι που, παρότι επικρίνουν την Κίνα για τα ελλείμματα δημοκρατίας και τη μονοκρατορία του κόμματος, καλοβλέπουν πια τον άλλο δρόμο, αυτόν της συντονισμένης, πειθαρχημένης και οργανωμένης διάθεσης των επενδυτικών πόρων από το κράτος σε αγαστή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι αυτή η πολιτική επίδραση του κινεζικής αποτελεσματικότητας.