Το χαρτί του εθνικισμού θα κυριαρχήσει στην πολιτική προσέγγιση του Ερντογάν τουλάχιστον για έναν χρόνο, μέχρι τις τοπικές εκλογές του 2024, με στόχο το κόμμα του να κερδίσει τις μεγάλες πόλεις, υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Κάντρι Ταστάν, μόνιμος ανώτερος συνεργάτης του German Marshal Fund (GMF) στις Βρυξέλλες. Πάντως ο τούρκος αναλυτής εκτιμά ότι ενδεχομένως έπειτα από τις τοπικές εκλογές ο Ερντογάν να υιοθετήσει μια πιο πραγματιστική πολιτική έναντι της Δύσης, λόγω των οικονομικών προβλημάτων και του μεγάλου κόστους ανοικοδόμησης μετά τους σεισμούς.

Ο τούρκος αναλυτής Κάντρι Ταστάν

«Ο Ερντογάν πέτυχε να επανεκλεγεί χάρη στην παραπληροφόρηση και την κυριαρχία που έχει επί των μίντια. Το κουρδικό κόμμα δήλωσε ότι θα υποστηρίξει την αντιπολίτευση, και ο Ερντογάν και οι εθνικιστικοί κύκλοι του AKP χρησιμοποίησαν την εξέλιξη αυτή εξαιρετικά αποτελεσματικά, πείθοντας τους ψηφοφόρους ότι ενδεχομένως η αντιπολίτευση να έχει συμφωνία με το PKK. Η ρητορική του εθνικισμού και η καμπάνια κατά της αντιπολίτευσης μετακίνησαν πολλούς τις τελευταίες εβδομάδες προς τον Ερντογάν» λέει ο Ταστάν, επιχειρώντας έναν απολογισμό του εκλογικού αποτελέσματος.

Θα συνεχίσει ο Ερντογάν την εθνικιστική και αντι-δυτική του ρητορική; τον ρωτάμε. «Θα δούμε να διαμορφώνεται η πιο εθνικιστική κυβέρνηση συνασπισμού στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τρίτος υποψήφιος για την προεδρία, ο Σινάν Ογάν, αποφάσισε μετά τον πρώτο γύρο να υποστηρίζει τον Ερντογάν. Επί σειρά ετών, η ρητορική του ήταν εξαιρετικά αντι-συριακή και αντι-μεταναστευτική και υποστήριζε ότι ο Ερντογάν ήταν υπεύθυνος για τον ερχομό όλων αυτών των μεταναστών στην Τουρκία. Με ποιο κίνητρο στηρίζει τώρα τον Ερντογάν; Ουσιαστικά στη βάση του εθνικισμού. Δείχνει την κατεύθυνση που θα πάρει η τουρκική πολιτική. Ο εθνικισμός θα είναι η κυριότερη παράμετρος. Είναι το μόνο κανάλι επικοινωνίας του Ερντογάν με τους πολίτες. Δεν υπάρχει άλλη ρητορική ή ιστορία που μπορεί να τους πει. Οι οικονομικές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια θα είναι τεράστιες. Οπότε μια άλλη ρητορική είναι αναγκαία για να ξεχάσει ο λαός τις καθημερινές δυσκολίες. Ο εθνικισμός είναι χρήσιμος στην Τουρκία και δουλεύει, όπως δείχνει το εκλογικό αποτέλεσμα, ακόμη και εν μέσω τέτοιων οικονομικών προβλημάτων. Τουλάχιστον για έναν χρόνο ο Ερντογάν θα παίζει ισχυρά το χαρτί του εθνικισμού, μέχρι τις τοπικές εκλογές της επόμενης χρονιάς. Χρειάζεται να ξανακερδίσει τις μεγάλες πόλεις, όπως την Αγκυρα, τα Αδανα, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη. Αλλά έπειτα, καθώς δεν υπάρχουν εκλογές για τουλάχιστον τρία χρόνια, μπορούμε να περιμένουμε μια πιο πραγματιστική προσέγγιση από τη νέα κυβέρνηση Ερντογάν» επεξηγεί ο τούρκος, κουρδικής καταγωγής, αναλυτής.

Τον ρωτάμε επίσης τι προβλέπει για την πορεία της αντιπολίτευσης μετά την ήττα. «Είναι δύσκολες οι προβλέψεις για το τι θα γίνει με την αντιπολίτευση. Ισως ο αγώνας κατά του Ερντογάν να τους κρατήσει ενωμένους, ένα είδος αντι-ερντογανισμού. Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ίσως ο Κιλιτσντάρογλου δεν καταφέρει να παραμείνει αρχηγός του κόμματός του, και θα εξαρτηθεί επίσης από το ποιοι θα είναι επικεφαλής στα υπόλοιπα πέντε κόμματα. Ούτως ή άλλως πάντως δεν νομίζω ότι θα είναι αποτελεσματική η αντιπολίτευση, εφόσον ο Ερντογάν ελέγχει τη Βουλή και είναι πρόεδρος».

Τα Ελληνοτουρκικά για εσωτερική κατανάλωση

Οσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο κ. Ταστάν εκτιμά ότι «θα δούμε τον Ερντογάν να τις χρησιμοποιεί για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Το αν θα παραμείνει στη γραμμή που έχει υιοθετήσει πρόσφατα εξαρτάται από πολλά. Οι προτεραιότητες και η επικέντρωση αλλάζουν. Πολλές φορές η Ελλάδα και η Ανατολική Μεσόγειος γίνονται το κύριο ζήτημα, άλλες είναι η Συρία. Εξαρτάται επίσης και από τις εξελίξεις στην περιοχή. Στην Ανατολική Μεσόγειο, για παράδειγμα, είναι πιο ήσυχα τα πράγματα τελευταία, και η Τουρκία προσπαθεί να σπάσει την απομόνωσή της στην περιοχή. Δεν περιμένω να υπάρξει μεγάλη πρόκληση, η ρητορική ενδεχομένως να παραμείνει αλλά η Τουρκία δεν μπορεί να μπει σε μεγάλες περιπέτειες. Οσον αφορά την προοπτική ενός ουσιαστικού διαλόγου, δεν είμαι τόσο αισιόδοξος και θα υπάρξει ενδεχομένως μόνο διαχείριση κρίσεων».