Μετά τον θάνατο της τραγωδίας κι ο θάνατος του θεάτρου; Βεβαίως, η κρίση του θεάτρου είναι πανάρχαιο πρόβλημα, αφού είναι ευαίσθητος σεισμογράφος όλων των κοινωνικών αλλαγών και κάποιες φορές προπορεύεται. Από την εμφάνιση του κινηματογράφου τόσο το μυθιστόρημα όσο και το θέατρο ως αφήγημα επλήγησαν θανάσιμα αλλά δεν εξαφανίστηκαν. Εμπλουτίστηκαν, ενσωματώνοντας τεχνικές και, κυρίως, αλλάζοντας ρυθμό. Η εικόνα είναι ένα πρόβλημα. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι και σήμερα υποσκελίζει αργά και μεθοδικά την πρωταρχική αίσθηση του ήχου. Η γλώσσα στον καιρό του παγκοσμιοποιημένου χωριού χάνει την παραδοσιακή ρυθμολογία της και γίνεται «ατονική», νοητική. Η ποίηση είναι εκείνη που τραυματίστηκε θανάσιμα και μάλλον ανεπανόρθωτα, από την απελευθέρωση του στίχου και μετά. Κι ό,τι άφησε όρθιο ο μοντερνισμός ήρθε η μετανεωτερικότητα να το ισοπεδώσει. Ο λόγος όμως ήταν ένα αναπόσπαστο στοιχείο του «μεγάλου θεάτρου» όλων των εποχών. Αυτό που λέμε «κλασικό» με την ευρεία έννοια προϋποθέτει κι εμπεριέχει την «υψηλή ποίηση», είτε το θέλουμε είτε όχι. Από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του τρέχοντος, η λεγομένη «αποδόμηση» ολοκλήρωσε το καταστροφικό της έργο. Οπως η ινδουιστική θεότητα Σίβα είναι καταστροφέας και ο Κρίσνα ανα-δημιουργός, έτσι και σήμερα υπάρχουν, αναφαίνονται κι αναδεικνύονται διαρκώς καινούργιες εστίες αντίστασης στην αταβιστική ισοπέδωση και στην κυριαρχία της κατακλυσμιαίας και ά-λογης εικόνας, που ο ταλαίπωρος ανθρώπινος εγκέφαλος δεν έχει προσαρμοστεί ακόμα να τη διαχειρίζεται προς όφελός του. Αν συνυπολογίσουμε και τη ραγδαία εξέλιξη της Ρομποτικής, για τις παρενέργειες της οποίας μας προειδοποίησε ο νουνεχής Στίβεν Χόκινγκ, είναι φανερό πως οι Νέες Τεχνολογίες δεν θα υποκαταστήσουν μόνο τα σκηνικά και τα κοστούμια με το video-art, αλλά και τους ίδιους τους ηθοποιούς κάποια στιγμή. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει στον κινηματογράφο του μέλλοντος. Παρατηρούμε καθημερινώς τη δημιουργία περίεργων αμαλγαμάτων, υβριδίων, όπου οι διάφορες Τέχνες συναντώνται, χωρίς όμως να μπορούμε να ελπίζουμε σύντομα στην επίτευξη του «Ολικού Καλλιτεχνήματος» («Gesamtkunstwerk»). Η άκρα εξειδίκευση της πρώτης και δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης οδήγησε σε τραγελαφικές καταστάσεις ημιμάθειας, δημιούργησε τον «παντοδύναμο σκηνοθέτη», που κι αυτός όμως εξευτελίστηκε. Αρκεί να θυμηθούμε τη συμβολική «Πρόβα ορχήστρας» του Φελίνι, ως τελευταίο ορόσημο μιας εποχής μάλλον νεορομαντικής για τα σημερινά μας γούστα και για την αγριότητα που σήμερα βιώνουμε. Και δεν λέω «βαρβαρότητα», γιατί παρ’ όλα αυτά έχουμε (ακόμη) το πλεονέκτημα του «ελεύθερου χρόνου», τη διαδικτυακή πρόσβαση σε τεράστιες δεξαμενές γνώσης, γινόμαστε ολοένα και περισσότερο πολύγλωσσοι. Ομως η ποσότητα δεν συμβαδίζει πάντα με την ποιότητα. Και είναι ελάχιστοι εκείνοι που ακόμα αντιστέκονται στην ισοπέδωση των πάντων και στην αποποίηση μακραίωνης πολιτιστικής κληρονομιάς, έτσι όπως παραδόθηκε σε κάθε λαό και σε κάθε περιοχή του ταλαιπωρημένου από την υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών πλανήτη μας. Πολλοί είναι εκείνοι που γυρίζουν προς τα πίσω, όχι από τάσεις εσωστρέφειας ή κακώς εννοούμενης ομφαλοσκόπησης, αλλά από υγιή ανάγκη να αντλήσουν από τα νάματα της δημοτικής παράδοσης και να ξαναπατήσουν πάνω στο στέρεο έδαφος αισθητικών μορφών λειασμένων από τον πανδαμάτορα χρόνο. Δεν λέω φυσικά να ξαναρχίσουμε να γράφουμε σε δεκαπεντασύλλαβο με ομοιοκαταληξία όπως το 1821, πολλοί όμως το επιχειρούν με ανανεωτικά, εκσυγχρονιστικά αποτελέσματα. Ειδικότερα στον χώρο του νεοελληνικού θεάτρου, ο Δήμος Αβδελιώδης, που βραβεύτηκε πέρυσι από την Ενωση Κριτικών Θεάτρου, Χορού και Μουσικής, επανέρχεται σταθερά και μεθοδικά στη ρυθμολογία της ζωντανής ελληνικής λαλιάς και δημιουργεί μινιμαλιστικά θεάματα υψηλής αισθητικής, όπου επιτέλους ακούμε ελληνικά κι όχι την αφηρημένη «εσπεράντο» των συνήθων υπόπτων που καταλαμβάνουν τους μεγάλους παραστασιακούς χώρους κι έχουν αλώσει τους θεσμούς ένδοθεν. Ο Χριστόφορος Χριστοφής κινείται στο ίδιο μήκος κύματος. Η αρχαιογνωσία του τον οδηγεί σε διεθνείς επιλογές και το θέατρό του είναι παγκόσμιο, χωρίς να είναι απαραίτητα και «κοσμοπολίτικο». Και οι δύο όμως προέρχονται από τον κινηματογράφο. Είναι ποιητές της εικόνας. Μόνο που δεν μένουν εκεί, αλλά λειτουργούν ως ευαίσθητοι παλμογράφοι ήχων και «κινημάτων της ψυχής», για να θυμηθούμε τον μεγάλο Διονύσιο Σολωμό. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται το Διεθνές Φεστιβάλ «Αναλόγιο» που διευθύνει, εμψυχώνει, συντονίζει και κατευθύνει προς έναν διαρκή γόνιμο πειραματισμό η σημαντικότερη «μάνατζερ» στον χώρο του πολιτισμού μας, η Σίσσυ Παπαθανασίου. Κάθε χρόνο πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας επικοινωνούν και ανταλλάσσουν απόψεις με πρωτοπόρους καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, προς όφελος όλων, αλλά προπάντων του πανανθρώπινου πολιτισμού. Δεδομένης της ραγδαίας εξέλιξης των Νέων Τεχνολογιών, το θέατρο του μέλλοντος θα είναι διαδραστικό, αλλιώς κινδυνεύει να πάψει να υπάρχει ή να γίνει ο φτωχός συγγενής των διαδικτυακών καναλιών. Ομως αυτό το μεγάλο θέμα θα το διερευνήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Μπούρας
είναι θεατρολόγος, διδάκτωρ του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστήμιου,
www.konstantinosbouras.gr.