Την είχα θαυµάσει για πρώτη φορά το 2013, στη βραβευµένη µε Αργυρό Λέοντα «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά. Ηταν µόλις 24 χρόνων. Θυµάµαι τότε να διαβάζω σε συνέντευξή της ότι αρχικά την είχαν απορρίψει γιατί ήταν πολύ μελαχρινή για τον ρόλο. Εκείνη πήρε το ρίσκο: µπήκε στο πρώτο κοµµωτήριο που βρήκε, έβαψε τα µαλλιά της µελί και… εγένετο η Μυρτώ του «Miss Violence».
Τη χαρακτηρίζει µάλλον ένα υπέροχο πείσµα. Ενα πείσµα που δεν κραυγάζει, που δεν επιδεικνύεται· ένα πείσµα σχεδόν τρυφερό, που διεκδικεί ακούραστα τα πράγµατα να γίνονται καλύτερα, και ας βαδίζει, όπως λέει η ίδια, «πάντα με τον σταυρό στο χέρι». Αυτό το πείσµα το διέκρινα και εγώ µέσα σε αυτή τη µία ώρα που διήρκεσε η συνάντησή µας εκείνη τη βροχερή Παρασκευή του Νοεµβρίου. Η Σίσσυ Τουµάση, λοιπόν, µε τη διαλεκτή πορεία στο ελληνικό θέατρο.
Υποψήφια το 2019 για το βραβείο Μελίνα Μερκούρη χάρη στην ερµηνεία της στην «Αγριόπαπια» του Ιψεν σε σκηνοθεσία Δηµήτρη Τάρλοου, είναι η ελληνίδα ηθοποιός που επιλέχθηκε ως Berlinale Talent στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2024, ανάµεσα σε 3.832 καλλιτέχνες από 131 χώρες, ώστε ως µέλος του Acting Studio του φεστιβάλ να δουλέψει και να εξελίξει τα «εργαλεία» της. Την ίδια στιγµή, είναι τελειόφοιτη ιστορικός του Πανεπιστηµίου Αθηνών όπου πέρασε δίνοντας Πανελλαδικές στη διάρκεια της καραντίνας.
Λεπτή σαν µίσχος, µε µια εύθραυστη οµορφιά, µε τα εβένινα µαλλιά και το λευκό δέρµα της, φέτος συναντά τον ρόλο της Μίνας στην παράσταση «Dracula», η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, βασισµένη στο εµβληµατικό µυθιστόρηµα του Μπραµ Στόκερ, φλερτάροντας έντονα µε το performative theater.
«Είστε ίδια η Γουινόνα Ράιντερ» θα της πω αυθόρµητα στην αρχή της κουβέντας µας, επηρεασµένη από τη µεγάλη οµοιότητά της µε τη διάσηµη συνάδελφό της, που ερµήνευσε επίσης τη Μίνα στον κατά Κόπολα «Δράκουλα». Θα το δεχθεί ως κοµπλιµέντο και θα ξεδιπλώσει τη δική της µατιά πάνω στο εµβληµατικό έργο.
Τι συμβολίζει ο Δράκουλας
Οπως λέει, δεν το αντιµετωπίζει ως µια απλή ιστορία τρόµου. «Εάν ήταν μόνο αυτό, δεν θα είχε επιβιώσει τόσα χρόνια μετά» παρατηρεί. «Ο Δράκουλας είναι ένα σύμβολο που εκφράζει τον φόβο της κοινωνίας απέναντι στο διαφορετικό, στο ξένο, απέναντι στη γυναικεία σεξουαλικότητα, σε όλα εκείνα που όπως τα φοβόντουσαν στη βικτωριανή εποχή, τα φοβούνται και σήμερα οι άνθρωποι».
Οσο για τη Μίνα; «Είναι µία ηρωίδα-σύµβολο» αναφέρει. «Συµβολίζει την αλλαγή µιας εποχής. Βρίσκεται στο κέντρο µίας έµφυλης σύγκρουσης ανάµεσα στην παραδοσιακή γυναίκα-σύζυγο και στη Νέα Γυναίκα που αναδύεται στο τέλος του 19ου αιώνα, που είναι µορφωµένη και κοινωνικά δραστήρια.
Εκφράζει τον φόβο της κοινωνίας απέναντι στη γυναικεία χειραφέτηση, τη στιγµή που η Γυναίκα αρχίζει να αποκτά φωνή. Ο Στόκερ βάζει τη Μίνα να παραχωρεί τη γνώση και τη δυναµική που έχει στον άνδρα, ώστε να δώσει αυτός τη λύση. Προσπαθεί δηλαδή να οριοθετήσει τη γυναικεία ανεξαρτησία µέσα σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο. Η γυναίκα µπορεί να είναι κοινωνικά ενεργή, αρκεί να µην αποτελεί απειλή για την ανδρική εξουσία και την καθεστηκυία τάξη».
Το κεφάλαιο υποκριτική
Τι την οδήγησε λοιπόν στο θέατρο; «Ενα πείραμα ήταν. Ενα πείραμα που μου άρεσε» απαντά λακωνικά. Και ήρθαν εύκολα τα πράγματα; «Είσαι συνεχώς αντιμέτωπος με απογοητεύσεις» λέει. «Σε μία συνεχή αναζήτηση δουλειάς. Αλλάζεις συνέχεια επαγγελματικά περιβάλλοντα και συναντάς… ιδιαίτερες περιπτώσεις ανθρώπων.
Ανήκω στη γενιά ηθοποιών που η προηγούμενη γενιά από εμάς είχε κανονικοποιήσει τη βία από τους σκηνοθέτες, από τους παραγωγούς. Βρισκόμαστε στο Μεταίχμιο σήμερα. Καλούμαστε να μάθουμε να προστατευόμαστε από αυτό που μας έμαθαν ως κανονικό και να το εξοβελίσουμε. Η επόμενη γενιά από εμάς ευτυχώς δεν δέχεται αυτές τις συμπεριφορές. Εμείς δυστυχώς πήραμε την παρακαταθήκη της βίας από τους προηγούμενους και πρέπει να διδαχθούμε από τους επόμενους».
Η συζήτηση περνά στην πολιτική. Τι µας «πίνει» το αίµα σήµερα; «Μια ολιγαρχική πολιτική και οικονομική ελίτ που εξυπηρετεί τα ιδιοτελή της συμφέροντα και διαβρώνει τη δημοκρατία, την ελευθερία και επανανοηματοδοτεί τα πάντα. Ξέρετε ποιο είναι το πιο τρομακτικό; Αυτή η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου». Οπως λέει: «Ζούμε το τέλος των βεβαιοτήτων.
Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει περίτρανα πως μόνο η ελίτ έχει το δικαίωμα να καθορίζει ποιες ζωές αξίζουν και ποιες όχι. Στοχευμένες ρητορικές πασχίζουν να νομιμοποιήσουν την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και όσων λανθασμένα είχαμε θεωρήσει θεμελιωδώς κατακτημένα.
Ομως μαζί με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους βιώνουμε και μια επιστροφή σε μία υποτιθέμενη “παραδοσιακή τάξη πραγμάτων”, που καπηλεύεται και εργαλειοποιεί θρησκείες, πατρίδες και οικογένειες και εξαπολύει εθνικόφρονα ιδεολογήματα για να χειραγωγήσει μια εξαθλιωμένη και φτωχοποιημένη κοινωνία».
Σινεµά και τηλεόραση
Το σινεµά το αγαπά πολύ. Εχει όµως καιρό να κάνει. «Στην Ελλάδα υπάρχει μία σταθερή απαξίωση του σύγχρονου πολιτισμού, εκτός αν συνδέεται με κάποιο αρχαιοελληνικό ή εθνοπατριωτικό αφήγημα. Δυστυχώς, επειδή γνωρίζουμε ελλιπώς την ιστορία μας, ακόμη και αυτά συχνά επανοηματοδοτούνται και εργαλειοποιούνται. Μιλώντας ειδικά για το ελληνικό σινεμά, βρίσκεται σε οριακή κατάσταση.
Η πρωτοβουλία “Σινεμά στην Ελλάδα – Ορατότης μηδέν”, προσπαθεί να αναδείξει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει ο κλάδος προσπαθώντας να επιβιώσει. Η ελληνική πολιτεία επενδύει στην ανάπτυξη και την παραγωγή ταινιών μόλις 0,63 ευρώ ανά κάτοικο, ποσό που μας κατατάσσει τελευταίους στην Ευρώπη αναλογικά με το ΑΕΠ.
Είναι θλιβερό, ειδικά τη στιγμή που σκάνδαλα κακοδιαχείρησης και αφαίμαξης κρατικού χρήματος αποκαλύπτονται συνεχώς. Φυσικά, σε μία πορεία διάλυσης και υποχρηματοδότησης των δημοσίων αγαθών, ο πολιτισμός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση».
Η τηλεόραση επίσης τη γοητεύει. «Μα αγαπώ τη δουλειά μου σε όλες τις εκφάνσεις της. Απλά θέλω να κάνω δουλειές που αισθάνομαι καλά με αυτές. Να κοιμάμαι ήσυχη» λέει. «Πράγματι, δεν κάνετε εκπτώσεις. Πρέπει να έχετε πει αρκετά “όχι”» παρατηρώ.
«Ναι, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι» απαντά. «Εχω κάνει και πράγματα γιατί έπρεπε να τα κάνω. Βιοπορίζομαι από αυτή τη δουλειά. Δεν έχω από πίσω μου πλάτες. Αλλά έχω επιλέξει συνειδητά έναν δρόμο που δεν κάνω ηθικούς συμβιβασμούς. Οι καλλιτέχνες που μπορούν να είναι επιλεκτικοί είναι γιατί έχουν μια οικονομική άνεση ή μια οικογένεια να τους στηρίζει.
Προσωπικά επειδή δεν ανήκω σε αυτές τις κατηγορίες, ξέρω ότι κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί να κάνω κάποια άλλη δουλειά, προκειμένου να μην κάνω κάτι για το οποίο δεν θα είμαι περήφανη».
Λίγο πριν κλείσει η κουβέντα µας, τη ρωτώ για τα προσωπικά της καταφύγια. Οι σπουδές της στην Ιστορία είναι ένα από αυτά. «Μου άλλαξαν τη ζωή. Με την έννοια ότι βρήκα τα εργαλεία για να ερμηνεύω τα γεγονότα γύρω μου. Δεν πηγαίνεις στο πανεπιστήμιο και μαθαίνεις Ιστορία. Μαθαίνεις να ερμηνεύεις την Ιστορία και τα γεγονότα. Για μένα αυτό ήταν καθοριστικό. Με έκανε να αισθανθώ την ασημαντότητά μου».
«Δεν χρειάζεστε όμως τον ναρκισσισμό για να ανεβείτε στη σκηνή;» τη ρωτώ. Γελάει. «Εντάξει, εάν δεν είσαι λίγο “πυροβολημένος”, δεν γίνεσαι ηθοποιός. Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν είμαστε ένα πράγμα. Μπορεί να έχω την απαραίτητη δόση ναρκισσισμού για να πατάω επάνω στη σκηνή, αλλά και την απόλυτη επίγνωση της ασημαντότητάς μου κάτω από αυτή».
INFO: «Dracula». Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59).






