Μια άλλη ταινία που είχε πολιτικό υπόβαθρο και συζητήθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, προβλήθηκε την πρώτη μέρα της διοργάνωσης και είναι το «Orphan» του ούγγρου σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες, ο οποίος πριν από 10 ακριβώς χρόνια είχε κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μυθοπλασίας με την απόλυτη, ίσως, ταινία για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, τον «Γιο του Σαούλ».

Ακολούθησε η «Δύση ηλίου» (που είχε προβληθεί στη Βενετία το 2018) και φέτος ο Νέμες παρουσίασε την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, με την οποία μας μεταφέρει στην πολιτικά ταραγμένη Ουγγαρία του 1956 με την εξέγερση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος που έγινε στη Βουδαπέστη.

«Η ταινία θα γυριζόταν το 2021 αλλά μεσολάβησε ένα παράξενο πράγμα που το έλεγαν Covid-19 και έβαλε φρένο σε όλον τον πλανήτη» είπε ο Νέμες μιλώντας για την ταινία του που θα διανεμηθεί αργότερα στις αίθουσες από τη Σπέντζος Φιλμ. «Ολα πήγαν πίσω. Επίσης η χρηματοδότησή της αρχικώς δεν ήταν και τόσο φιλική. Ισως τελικά κι εγώ να μην ήμουν και τόσο έτοιμος, δεν ξέρω. Κάθε εμπόδιο για καλό».

Το ενδιαφέρον με την ιστορία της ταινίας όμως είναι ότι πρόκειται για μια απολύτως προσωπική υπόθεση του Νέμες. «Η ταινία περιγράφει την ιστορία του πατέρα μου, την οποία προσάρμοσα σε μυθοπλαστικούς όρους» είπε. «Ως παιδί μεγάλωσα μέσα στις τελευταίες μέρες του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ουγγαρία και ένιωσα στο πετσί μου το φορτίο της καταπίεσης. Ολα τα στάδια της οικογενειακής ιστορίας μου στον 20ό αιώνα, είχαν κατά κάποιον τρόπο κατατεθεί στην ψυχή μου. Αυτή η κατάσταση ήταν ο σπόρος από τον οποίο γεννήθηκε η ταινία».

Ως παιδί ο Νέμες μεγάλωσε με τα γεγονότα της ιστορίας του πατέρα του γιατί «στο σπίτι μου πάντοτε μιλούσαμε για όλα αυτά». Ο σκηνοθέτης παραδέχεται ότι ως παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει πλήρως αυτά που άκουγε, αργότερα όμως «όλα σχηματίστηκαν όπως έπρεπε στο μυαλό μου.

Ο πατέρας μου (σ.σ.: ο επίσης σκηνοθέτης Αντον Γέλας) ανέκαθεν έλεγε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε το Ολοκαύτωμα στη ζωή του.

Γιατί στην καρδιά του πολιτισμού, δημιουργείται η πιο ανομολόγητη καταστροφή. Ενιωσα ότι κατά κάποιον τρόπο κουβαλούσα κι εγώ όλο αυτό το φορτίο και ένιωθα μέσα μου ότι έπρεπε να κάνω κάτι. Σαν χρέος. Αλλά την ίδια ώρα, αυτή η ιστορία, του “Ορφανού”, έχει προοπτική ψυχαγωγικού θεάματος, με τον καλό και τον κακό τρόπο της έννοιας. Οπότε δημιούργησε επίσης μια απόσταση που δεν μπορούσα να αποποιηθώ. Πάντως, με το να κάνω αυτή την ταινία νομίζω ότι γεφύρωσα αυτή τη σχέση μου με το θέμα».

Ο ίδιος ο Νέμες ένιωσε στο πετσί του τον κομμουνισμό όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός. «Πρόλαβα τα τελευταία χρόνια του» είπε ο σκηνοθέτης που είναι γεννημένος το 1977 στη Βουδαπέστη. Στα 12 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές Επιστήμες στο Institut d’ Études Politiques, επειδή δεν μπορούσε να πάει σε σχολή κινηματογράφου.

Επιστρέφοντας στη Βουδαπέστη άρχισε να ασχολείται με το πάθος του και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες μικρού μήκους προτού βρει τον δρόμο του. «Στα γυρίσματα του “Ορφανού” συχνά αστειευόμουν λέγοντας μαγικός ρεαλισμός σε αντιπαράθεση με τον μαγικό κομμουνισμό…». Ρώτησα τον Νέμες αν αυτά τα δύο συνδέονται. Η απάντησή του ήταν «δεν υπάρχει τίποτα μαγικό στον κομμουνισμό».

Αυτό δεν γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία του Λάζλο Νέμες. «Ο “Γιος του Σαούλ” οφείλεται στην ιστορία που έδωσαν η γιαγιά μου στη μητέρα μου και από τη μητέρα μου μεταφέρθηκε σε εμένα. Η ιστορία τραυμάτισε εφ’ όρου ζωής τη μητέρα μου και εν συνεχεία τραυμάτισε, υποθέτω επίσης εφ’ όρου ζωής, και εμένα. Αλλά έτσι βγήκε μια ταινία που απ’ όσο γνωρίζω εκτιμήθηκε πολύ».

Το παρελθόν και το σήμερα

Επισημαίνω στον σκηνοθέτη ότι όλες οι ταινίες του βασίζονται σε ιστορίες του παρελθόντος που κατά κάποιον τρόπο θέλουν να βρουν έναν διάδρομο σύνδεσης με το σήμερα, με την εποχή που φτιάχτηκαν. «Μια ταινία εποχής μπορεί να γίνει 100% επίκαιρη» απάντησε. «Οι ταινίες μου μιλούν για το Καλό και το Κακό στην ανθρώπινη ύπαρξη και αυτό θα είναι πάντα επίκαιρο.

Πάντα προσπαθώ να βρω συνδέσμους για το κοινό του σήμερα, ίσως και του αύριο. Το σινεμά έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί μια δυναμική επικοινωνίας ανάμεσα στον κινηματογραφιστή, το κοινό και τον πρωταγωνιστή. Οπότε, αν διαχειριστείς σωστά το μέσο μπορείς να συνδέσεις το εσωτερικά υποκειμενικό σου πράγμα, αυτό που σε τρώει, με τον υπόλοιπο κόσμο».

Πώς ο ίδιος το καταφέρνει; «Με το να προσπαθώ να δίνω στο κοινό αρκετή ελευθερία και αρκετό χώρο να υπάρχει και αυτό στην οθόνη μαζί μου. Οπως όλες οι ταινίες μου είναι πάντα προσωπικές, έτσι και η εμπειρία παρακολούθησής τους θέλω να είναι επίσης προσωπική για τον κάθε θεατή ξεχωριστά. Μια εμπειρία σε πρώτο πρόσωπο.

Θα μπορούσα να γυρίσω μια ταινία για το σήμερα αλλά οι άνθρωποι που κρατούν ένα iPhone και κυκλοφορούν με όμορφα κοστούμια ή με σoρτς δεν είναι και τόσο γοητευτικοί στα μάτια μου.

Ωστόσο, και το λέω πολύ σοβαρά, θα μπορούσα να γυρίσω μια σύγχρονη κωμωδία».