Είναι χώροι υβριδικοί, art spaces που χωρούν μέχρι πενήντα άτομα, στεγάζονται σε παροπλισμένους επαγγελματικούς χώρους του κέντρου που αποκτούν μια δεύτερη ζωή και φιλοξενούν «θεάματα» που συνήθως ακροβατούν ανάμεσα στο θέατρο και την επιτέλεση, συχνά αναδεικνύοντας τις πιο ιδιαίτερες δουλειές.

Ας πούμε, η «Κάμιρος» στην Κυψέλη στεγάζεται σε ένα πρώην μπαρ που είχε μείνει για χρόνια κλειστό και ξεκίνησε εν μέσω πανδημίας, με τη στήριξη της ιδιοκτήτριας, από την Ηλέκτρα Ελληνικιώτη και τη Μαρία Μαμούρη της ομάδας Θέρος.

Το όνομά της παραπέμπει στην αρχαία πόλη που έδωσε το όνομά της στο καράβι του Χρήστου Βακαλόπουλου στη «Γραμμή του ορίζοντος», το έργο που τότε σχεδίαζαν να παρουσιάσουν. «Χρειαζόμασταν έναν χώρο για μεγάλο διάστημα και βγαίνοντας από την πανδημία η θεατρική πραγματικότητα είχε συμφορηθεί» θα πει η Ελληνικιώτη.

«Αρχικά σκεφτήκαμε να βρούμε έναν χώρο μη θεατρικό, να τον διαμορφώσουμε προσωρινά και μετά να τον αφήσουμε, αλλά σύντομα η Κάμιρος εξελίχθηκε σε έναν τόπο που φιλοξενεί και άλλες δουλειές, δημιουργώντας μια ευρύτερη κοινότητα».

Οι παραστάσεις της «Καμίρου» μπορούν να γίνουν talk of the town – θυμηθείτε το «Θα έχει τα μάτια σου» του Ηλία Κουνέλα ή τον «Βράχο» της ομάδας Θέρος. Παράλληλα λειτουργούν εκπαιδευτικά προγράμματα σκηνοθεσίας και υποκριτικής, και οι φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες ενθαρρύνονται να αφήνουν ένα αποτύπωμα μέσω masterclass και ανοιχτών συζητήσεων.

Μαζί δε με το Δίκτυο Συγγραφέων διοργανώνουν συζητήσεις για τη σύγχρονη ελληνόφωνη λογοτεχνία, ενώ σύντομα θα προστεθεί κύκλος για τον κινηματογράφο και σειρές podcast γύρω από την τέχνη του θεάτρου. Στην «Κάμιρο» ξεκίνησαν με τη συνδρομή μιας δωρεάς από το Ιδρυμα Λασκαρίδη για τις ανάγκες ανακαίνισης και διαμόρφωσης του χώρου, και έκτοτε ο χώρος λειτουργεί μόνο με τα χρήματα που βγάζει. «Τα έξοδα βγαίνουν. Αλλωστε, εμείς λειτουργούμε τον χώρο με το σκεπτικό ότι δεν βιοποριζόμαστε από αυτό».

Ζητούμενο η «μικρή κλίμακα»

Στα Ανω Πετράλωνα, το «h.ug» (Human Underground) στεγάζεται σε έναν ημιυπόγειο, φωτεινό και ψηλοτάβανο χώρο που για σαράντα χρόνια ήταν ξυλουργείο. Η σκηνοθέτρια, ηθοποιός και περφόρμερ Πηνελόπη Φλουρή, ιδρύτρια της ομάδας abnormal, ξεκίνησε το εγχείρημα το 2022, όταν δούλευε την παράστασή της «Βαν Γκογκ – Χαλεπάς. Ιδιοφυΐα και τρέλα», που είχε βρει στέγη στο Μπάγκειον, αλλά δυσκολευόταν να βρει χώρο για πρόβες για να παρουσιάσει το νέο έργο της.

«Εψαχνα ένα μέρος για τη δική μου δουλειά, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι ήθελα κάτι περισσότερο: έναν χώρο συνάντησης με άλλους καλλιτέχνες, όπου να υπάρχει ζύμωση, ανταλλαγή και αίσθηση συγγένειας. Σε μικρούς χώρους υπάρχει μια διαφορετική ζεστασιά, συμμετέχεις πιο ενεργά σε αυτό που παρακολουθείς. Σε μεγάλους χώρους η παράσταση αποκτά άλλη κλίμακα και συχνά χάνονται ποιοτικά χαρακτηριστικά της».

Ο χώρος έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, καθώς λειτουργούν καλλιτεχνικά εργαστήρια για ενηλίκους και παιδιά, συχνά με προσωπικότητες όπως η Αγγελική Στελλάτου, η Γεωργία Μαυραγάνη και η Μαρία Κεχαγιόγλου, ώστε να συνδυάζεται το καλλιτεχνικό έργο με τη βιωσιμότητα. «Ο χώρος είναι βιώσιμος, επιβιώσιμος δεν ξέρω αν είναι. Υπάρχουν και οι δυσκολίες παραγωγής γιατί δεν υπάρχει σταθερός εξοπλισμός ώστε να εξυπηρετεί τις απαιτήσεις κάθε παράστασης.

Μέχρι τώρα δεν έχω λάβει χρηματοδότηση. Κάθε χρόνο προσπαθώ να καταθέσω πρόταση στο υπ. Πολιτισμού για τα δικά μου έργα, κάτι που ήδη είναι ένας μεγάλος αγώνας». Παρ’ όλα αυτά, λαμβάνει προτάσεις από νέες ομάδες και θέλει ο χώρος να δίνει φωνή σε όσους/ες βρίσκονται στις πρώτες τους δουλειές: «Μια μικρή ομάδα μπορεί να ανταποκριθεί στο ενοίκιο και να παρουσιάσει το έργο της. Κι εγώ θυμάμαι καλά πως στις πρώτες μου δουλειές υπήρξαν άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν. Θέλω να προσφέρω το ίδιο».

Ο χώρος «Τζάμια Κρύσταλλα» βρίσκεται στο Μεταξουργείο και στεγάζεται εδώ και ενάμιση χρόνο σε αυτό που δηλώνει το όνομά του: σε ένα παλιό εργαστήριο τζαμιών, το οποίο έμενε για χρόνια κλειστό και αναξιοποίητο. «Κάπως κρατήσαμε την ταυτότητα, την ευθραυστότητα του τζαμιού, τη συνθήκη του εργαστηρίου, του “κοχλάσματος”, όλο αυτό που μπορεί να μεταφραστεί σε μια δημιουργική διαδικασία» θα πει η χορεύτρια και χορογράφος Αντωνία Οικονόμου, ιθύνων νους του εγχειρήματος.

Ο διώροφος χώρος φιλοξενεί πρόβες και παραστάσεις, αλλά ο στόχος είναι να γίνονται και γυρίσματα, εκθέσεις με παραστατική βάση και πιο υβριδικά events. Η Οικονόμου φιλοδοξεί να διευρύνει τον όρο της παραστατικότητας, πέρα από το να διευκολύνει την υλοποίηση των προσωπικών της πρότζεκτ.

Η αλήθεια είναι πως το καταφέρνει, αν αναλογιστεί κανείς ότι εκεί βρήκαν σπίτι η «Τελευταία επιθυμία» σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντωνόπουλου ή η τωρινή «Αγγελία θανάτου» σε σκηνοθεσία Ευφροσύνης Μαστρόκαλου που αυτή τη στιγμή συστήνεται δυναμικά στο κοινό της πόλης. Και αυτός ο χώρος είναι βιώσιμος, αλλά όχι ακόμα επικερδής, κάτι που, όπως θα πει η Οικονόμου, «θα μας βοηθούσε να ρίξουμε τα επιπλέον χρήματα πίσω στον χώρο και να τον ανοίξουμε ακόμα περισσότερο, να δημιουργηθεί μια μεγαλύτερη ομάδα και όχι να είμαστε μόνο οι δυο μας».

Θα επισημάνει ακόμη ότι «οι σκηνές μας είναι μικρές και, παρότι αυτό έχει πλεονεκτήματα, νιώθω ότι χάνεται η αίσθηση κοινότητας και η δυνατότητα για μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις, καθώς οι πόροι διασπώνται σε πολλά μικρά κομμάτια. Θα ήθελα να δω εξέλιξη με μεγαλύτερους χώρους, που όμως να είναι αυτοδιοικούμενοι και όχι θεσμικοί, κρατικοί ή ιδιωτικοί. Φαντάζομαι πέντε ομάδες να ενώνουν δυνάμεις και να νοικιάζουν έναν μεγαλύτερο χώρο.

Ομως δεν υπάρχει ένας κοινός χώρος όπου οι δημιουργοί παραστατικών τεχνών να συναντιούνται και να συζητούν τις ανάγκες τους. Ετσι, νιώθουμε ότι είμαστε λίγο μόνες/οι μας. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι οι χρηματοδοτήσεις. Μπορείς να δημιουργήσεις ΑΜΚΕ για να τις διεκδικήσεις, αλλά τα ποσά που δίνονται, ο τρόπος που δίνονται και οι απαιτήσεις για την υποβολή τους το καθιστούν πολύ δύσκολο στην πράξη».

INFO «Κάμιρος» (Ιθάκης 32, Κυψέλη), «h.ug» (Μελιταίων 14, Πετράλωνα) και «Τζάμια Κρύσταλλα» (Αγίου Ορους 10, Μεταξουργείο) αυτή την περίοδο φιλοξενούν αντίστοιχα τις παραστάσεις «Μαρί Αντουανέτ-Savon Original: η ασφυξία του πούπουλου όταν πέφτει» σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη, «Οι ζωντανοί» του Γιώργου Ονησιφόρου και «Αγγελία θανάτου» της Ευφροσύνης Μαστρόκαλου.