Στην Πρώτη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά, που με το σθένος της, μετά το τέλος του Εμφυλίου, συνέβαλε σημαντικά στην πολιτισμική μας άνοιξη της δεκαετίας του 1960, ο Μανόλης Αναγνωστάκης κατέχει δεσπόζουσα θέση: τόσο με το – υπεράνω γενεών – ποιητικό του έργο, το γονιμοποιημένο από την ενδιάθετη συνομιλία του με τον Σεφέρη και τον Καβάφη, όσο και με την κριτική δραστηριότητά του.

Η οποία, εκτός από τα τρία βιβλία του (Υπέρ και κατά, 1965· Αντιδογματικά, 1978· Συμπληρωματικά, 1985) συντίθεται και από ένα πλήθος – αθησαύριστων μέχρι στιγμής – κριτικών κειμένων (βιβλιοκρισίες, σημειώματα, παρεμβάσεις, αντιπαραθέσεις, παιγνιώδη στιχουργήματα κ.ά.), που καλύπτουν το φάσμα μιας πολύτροπης κριτικής παρουσίας.

Την ιδέα του για τα κριτικά του κείμενα ο Αναγνωστάκης τη δηλώνει μετριοφρόνως στους προλόγους των κριτικών βιβλίων του που ανέφερα. Μιλώντας για τα Αντιδογματικά γράφει, με τρόπο απολογητικό, ότι «έχουν πολύ περισσότερο χαρακτήρα και ύφος ντοκουμέντου με προορισμό την εκλαΐκευση και τη μαχητική προβολή ορισμένων απόψεων μέσα στα πλαίσια μιας επείγουσας επικαιρότητας, και πολύ λιγότερο, ή διόλου, αξιώσεις θεωρητικής προσφοράς».

«Θα ‘λεγα ότι η κριτική», γράφει στα Συμπληρωματικά, «αποτέλεσε ένα πάρεργο για μένα, αν είχα πράγματι ξεκαθαρίσει τι εννοούμε με το πάρεργο και ποια η διαφορά του από το λεγόμενο Εργο».

Τις δηλώσεις του αυτές δεν θα πρέπει να τις παίρνουμε τοις μετρητοίς, αν λάβουμε υπόψη μας τον νου της ποίησής του, τη διάνοιά της, που περισσότερο από πολιτική – όπως πιστεύεται ακόμη από πολλούς – είναι οντολογική, και αν σκεφτούμε ότι οι στόχοι των κριτικών του κειμένων «αποβλέπουν», όπως σημειώνει ο ίδιος, «στη σωστή πολιτιστική αγωγή». Στον Αναγνωστάκη ποιητική και κριτική πράξη βαίνουν συγχρόνως, αλληλοπεριχωρούμενες.

Πολιτικά ενταγμένος διά βίου στον χώρο της Αριστεράς και διαμορφωμένος κριτικά ήδη από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, ο Αναγνωστάκης αρνιόταν με θαυμαστή, για τη μετεμφυλιακή εποχή, τόλμη «την ταύτιση ιδεολογίας και έργου τέχνης», ερχόμενος σε σύγκρουση – συχνά σφοδρή – με το κομματικό κριτικό ιερατείο του χώρου του. «Ο λογοτέχνης», υπογράμμιζε, «δεν έχει, ή δεν πρέπει να έχει, καμία δέσμευση ή υποχρέωση ή οφειλή. Καμιά οδηγητική αρχή δεν μπορεί να επηρεάσει γόνιμα τη δημιουργική δουλειά του».

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.