Πριν από λίγο καιρό σε μία συνάντηση στους διαδρόμους της Βουλής μεταξύ του ήδη εκλεγμένου Προέδρου της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα, του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και του πρώην ενοίκου του Προεδρικού Μεγάρου της Ηρώδου Αττικού Προκόπη Παυλόπουλου, ο κ. Τασούλας αναφέρθηκε στην αυτοβιογραφία του Γιάννη Μπούτου Η ζωή μου (εκδ. Κέδρος), ένα πολιτικό ντοκουμέντο για την ταραχώδη περίοδο που καταλαμβάνει ο πρώτος τόμος (από τη γέννησή του το 1925 έως την πτώση της χούντας το 1974).
Ο κ. Τασούλας, απευθυνόμενος προς τους δύο μεσσήνιους πολιτικούς, αναφέρθηκε στις περιγραφές του βιβλίου για τα πολιτικά μίση και πάθη που επικρατούσαν στην περιοχή προσδίδοντάς τους χαρακτηριστικά πολιτικής ζούγκλας.
Οι συνθήκες του Εμφυλίου
Και πράγματι, οι αφηγήσεις του Γιάννη Μπούτου αποτελούν μια ζωντανή πολιτική μαρτυρία για τις ζοφερές εκείνες συνθήκες και τους πρωταγωνιστές τους. Οι σελίδες Ιστορίας που ξεδιπλώνονται στα μάτια του αναγνώστη είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας της ακραίας σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στην Πελοπόννησο, όπου τα Τάγματα Ασφαλείας και οι δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αναμετρήθηκαν μέχρις εσχάτων.
Ο πατέρας του συγγραφέα δολοφονήθηκε «από τον ντοπαρισμένο όχλο στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας», μετά την κατάληψη της πόλης από τους αντάρτες και ενώ είχαν μπει στον Μελιγαλά, έδρα των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να γλιτώσει από το αιματοκύλισμα. «Αφήσαμε πίσω μας μια Μεσσηνία αιμορραγούσα και διχασμένη. Να κολυμπάει υστερικά αβέβαιη στη χολή του μίσους και στις αναθυμιάσεις του άφθονα αδικοχαμένου αίματος» αναφέρει.
Hταν λίγο πριν ξεσπάσουν στην Αθήνα τα Δεκεμβριανά του ’44 και επέλθει η ήττα του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ. «Οι μετριοπαθείς κεντρώοι, όπως η οικογένειά μας, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη μέση οδό. Hταν μια μικρή μειοψηφία, εκτεθειμένη στη δυσπιστία και των δύο παρατάξεων» σημειώνει ο Μπούτος, ενώ συγκλονίζει λέγοντας: «Μας μισούσαν γιατί δεν μισήσαμε. Oταν η μητέρα μου, ως μάρτυρας κατηγορίας, κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου ότι δεν γνωρίζει τους φυσικούς εκτελεστές του πατέρα μου και ότι αποδίδει την απάνθρωπη εκτέλεσή του στην έξαρση των πολιτικών παθών και των αντιπαραθέσεων της εποχής, καθυβρίστηκε από τους συμπολίτες μας, που είχαν οργανώσει τη δίκη με κατασκευασμένες μαρτυρίες και κατηγορίες».

Γιάννης Μπούτος. Η ζωή μου (Τόμος Α΄, 1925-1974). Επιμέλεια Περικλής Μπούτος – Χρήστος Αναστασίου. Εκδόσεις Κέδρος, 2024, σελ. 368, τιμή 20 ευρώ
Προσωπικότητα και πορεία
Διακριτή πολιτική προσωπικότητα με πνεύμα που υπερέβαινε την εποχή του και τις σκληρές περιχαρακώσεις, αν και βρέθηκε απέναντι στους κομμουνιστές που κυνήγησαν την οικογένειά του, ο Γιάννης Μπούτος είχε μια μετριοπαθή πολιτική διαδρομή. Το βιβλίο του δεν είναι μόνο μια «συναρπαστική αφήγηση μιας περιπετειώδους ζωής», αλλά εισχωρεί στο πεδίο της πολιτικής ερμηνείας, παραδίδοντας στο κοινό ένα άρτιο αυτοβιογραφικό έργο που αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών σε επίπεδο τοπικής ιστορίας και πολύτιμη μαρτυρία για κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, αλλά και εμπεριστατωμένο πολιτικό δοκίμιο.
Και αυτή είναι ίσως και η πιο απροσδόκητη συμβολή του: «Η κατασταλαγμένη – ειλικρινής – ματιά του, με μια υποδόρια σκωπτική διάθεση, σχετικά με το λειτούργημα της πολιτικής ως υψηλής δημιουργικής πράξης, αλλά και ως ψυχοφθόρας καθημερινής ενασχόλησης».
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1925. Πήγε σχολείο στον Μελιγαλά Μεσσηνίας και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Οικονομικά στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE). Εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας στις εκλογές των ετών 1950, 1956, 1961, 1963, 1964, 1974, 1977, 1981 και 1985. Προερχόμενος από τον χώρο του Κέντρου, προσχώρησε στην Εθνική Ριζοσπαστική Eνωση (ΕΡΕ) και κατέλαβε σημαντικά υπουργικά αξιώματα στις κυβερνήσεις της ΕΡΕ και της ΝΔ από το 1961 έως και το 1981.
Το 1984 εξελέγη ευρωβουλευτής με τη ΝΔ, ενώ το 1985 αποχώρησε από το κόμμα, διατηρώντας την έδρα ως ανεξάρτητος βουλευτής. Στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου του 1989 και της 8ης Απριλίου του 1990 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας με το ΠαΣοΚ. Ακόμα, διετέλεσε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος από το 1993 έως το 1994, οπότε και παραιτήθηκε για να εκφράσει την αντίθεσή του σε κυβερνητικές παρεμβάσεις στο έργο του. Πέθανε το 2004.
Δεν δίσταζε να μιλά σε μη αρεστή, κάποιες φορές, γλώσσα, ήταν ευθύς και ειλικρινής και δεν περιοριζόταν σε αυτά που οι άλλοι επιθυμούσαν να ακούσουν. Δεν θεωρούσε τίποτα ως δεδομένο, αντίθετα ήταν πάντοτε ανοικτός σε νέες ιδέες και «τολμηρά επιρρεπής» προς καθετί καινούργιο και νεωτεριστικό. «Κάτι που με έκανε, έτσι τουλάχιστον νομίζω, ενοχλητικά διαφορετικό και ελαφρά, πλην όμως αισθητά για τους άλλους, επικίνδυνο» εξομολογείται.
Το πολιτικό προφίλ του Μπούτου συμπυκνώνεται σε μία φράση: «Στην Ελλάδα ο πολιτικός έχει την ευχέρεια να είναι δολοπλόκος, δόλιος, ψεύτης ή λωποδύτης – δεν του επιτρέπεται ωστόσο να έχει προσωπικές απόψεις και αρχές». Hταν προσκολλημένος στην «πολιτική της μετριοπάθειας, της λήθης του παρελθόντος και στην ομαλή λειτουργία των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».
Η συνεργασία με τον Καραμανλή
Σημείο-τομή στην πορεία του ήταν η προσέγγισή του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος κάλεσε να τον δει στα τέλη του 1959. Στη συνάντηση στο πολιτικό του γραφείο θα του πει: «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική σου τοποθέτηση, ξέρω ότι ανήκεις στο Κέντρο, αλλά ο τόπος έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες νέων και χρήσιμων ανθρώπων και γι’ αυτό θα ήθελα να σου αναθέσω τη διεύθυνση ενός μεγάλου Οργανισμού».
Ο Μπούτος τού απάντησε: «Κύριε πρόεδρε, νομίζω ότι εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση, δεν ήρθα να σας ζητήσω τίποτα. Το μόνο που θέλω είναι να προσχωρήσω πολιτικά στο κόμμα σας». Του έθεσε μάλιστα «όρους». Ο Καραμανλής ενοχλήθηκε: «Και ποιος είσαι εσύ για να μου θέσεις όρους πολιτικής συνεργασίας;». Οι «όροι» ήταν: ότι «δεν θα επιμείνετε να αναλάβω οποιαδήποτε θέση, διότι θα εκτεθώ στην κατηγορία ότι προσχώρησα πολιτικά σε εσάς για έναν υψηλό μισθό και ένα αυτοκίνητο με σοφέρ» και ότι «αν πρόκειται να με συμπεριλάβετε στον συνδυασμό σας στη Μεσσηνία, η ανακοίνωση της συμμετοχής μου στο ψηφοδέλτιο θα γίνει μόλις προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές». Οι λόγοι ήταν ότι «αν γίνει γνωστό από τώρα ότι προσχωρώ στην ΕΡΕ, θα συμβούν δυο πράγματα: οι Μεσσήνιοι θα αρχίσουν να με πιέζουν για τις προσωπικές τους υποθέσεις (…) αλλά δεν θέλω ποτέ η σχέση μου μαζί σας να περάσει μέσω της διαδικασίας ικανοποιήσεως των ρουσφετιών» και ακόμα ότι γνώριζε τις αντιδράσεις που θα υπήρχαν από την προσχώρησή του.
Ο Καραμανλής ικανοποιημένος του είπε: «Θα σε ειδοποιήσω εν καιρώ». Πέρασε ενάμισης χρόνος χωρίς να έχουν την παραμικρή επαφή, όταν δέχθηκε ένα τηλεφώνημα για να τον ενημερώσουν ότι θα είναι στον συνδυασμό της ΕΡΕ στη Μεσσηνία. Υπήρξαν χιλιάδες τηλεγραφήματα προς το κόμμα ψηφοφόρων που διαμαρτύρονταν για τη συμμετοχή του. Ο Καραμανλής όμως είχε κάνει την επιλογή του…



