Το πρωί της Πέμπτης, 10ης Οκτωβρίου 1935, οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων Αλέξανδρος Παπάγος, Γεώργιος Ρέππας και Δημήτριος Οικονόμου ανακοίνωσαν στον πρωθυπουργό και ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη ότι η κυβέρνησή του παύεται με απόφαση των Ενόπλων Δυνάμεων. Κατάληξη μιας πολύμηνης κρίσης που σοβούσε από την καταστολή του βενιζελικού κινήματος τον Μάρτιο, σήμανε την επικράτηση των ακραιφνών βασιλοφρόνων στη διελκυστίνδα γύρω από το δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’. Ο οργανωτής του πραξικοπήματος, Γεώργιος Κονδύλης, ανέλαβε άμεσα την πρωθυπουργία και παρουσιάστηκε στη Βουλή το απόγευμα της ίδιας ημέρας προκειμένου να ανακοινώσει ότι ο στρατός προχώρησε στο «διάβημα» καθώς «επεζητείτο να ματαιωθή το δημοψήφισμα».

Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης στο βιβλίο «Η της πολιτείας δόξα» (εκδ. Μίνωας), ο Τσαλδάρης επεδίωκε τη διεξαγωγή ενός γνήσιου δημοψηφίσματος, ενώ ο σκληρός φιλοβασιλικός πυρήνας στο εσωτερικό των αντιβενιζελικών, φοβούμενος μια οριακή έκβαση, προσανατολιζόταν στην άμεση λύση της νομοθετικής πράξης ή του προδιαγεγραμμένου εκλογικού αποτελέσματος. Οταν το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 3 Νοεμβρίου 1935, πριν από 90 χρόνια, η βασιλευομένη δημοκρατία υπερψηφίστηκε από το 97,88% των ψηφοφόρων, ποσοστό που το καθιστούσε νόθο πέραν κάθε αμφιβολίας. Στις 25 Νοεμβρίου ο Κονδύλης υποδεχόταν τον Γεώργιο Β’ σηματοδοτώντας το τέλος της αβασίλευτης δημοκρατίας του Μεσοπολέμου – ένα καίριο, αλλά όχι το καταληκτικό επεισόδιο στην εμπλοκή Στέμματος και πολιτικής στη διαδρομή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

 

Βασιλεία και αναρχία

Αναλύοντας τη σχέση αυτή κατά την περίοδο 1830-1974 ο Σπυρίδων Πλουμίδης συγκροτεί μια σύγχρονη πολιτική ιστορία με έμφαση στους σταθμούς της για τη βασιλεία: η έξωση του Οθωνα, η έλευση του Γεωργίου Α’, ο Εθνικός Διχασμός, η Β’ Ελληνική Δημοκρατία, η παλινόρθωση του 1935, η επάνοδος του Γεωργίου Β’ το 1946, τα Ιουλιανά του 1965, η δικτατορία των συνταγματαρχών, η Μεταπολίτευση και το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, στο φόντο των γενικότερων εξελίξεων της εποχής, όπως και της διαχρονικής, διακριτικής επιρροής πρώτα της Βρετανίας και έπειτα των ΗΠΑ, αποτελούν βασικούς κόμβους της αφήγησης.

Θεμέλιο του θεσμού της μοναρχίας στην Ελλάδα υπήρξε η πρόσληψή του ως προμαχώνα κατά της αναρχίας – των εμφυλίων πολέμων ή της επανάστασης στον 19ο αιώνα, του ανατρεπτικού κομμουνισμού στον 20ό. Το αφήγημα επανέρχεται στην επικαιρότητα για να δικαιώσει την αποδοχή του Συντάγματος από τον Οθωνα το 1843, τη δυναστική αλλαγή του 1864, όταν ο Γεώργιος Α’ κομίζει «κατά πρώτιστον λόγον την τάξιν και την ευνομίαν», την επιστροφή του Κωνσταντίνου Α’ το 1920 στη θέση του «αναρχικού του Θερίσου» Ελευθέριου Βενιζέλου, τη βασιλικής επίνευσης δικτατορία της 4ης Αυγούστου προς «απαλλαγή της χώρας από την “αναρχίαν”», την υποδοχή του Γεωργίου Β’ το 1946 ως «φράκτη κατά του κομμουνιστικού κινδύνου» εφόσον «στο επίσημο λεξιλόγιο η “κομμουνιστική κίνησις” προσδιοριζόταν ως “αναρχική”». Με την προβολή της ως παράγοντα σταθερότητας συνδέεται η διεκδίκηση της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον λαό που η ελληνική δυναστεία επικαλείται στον θυρεό της («ισχύς μου η αγάπη του λαού»), και, αντίστροφα, προσλαμβάνεται από αυτόν, με ενδεικτικό παράδειγμα τη συχνότητα με την οποία τα Ανάκτορα φαίνονται στα αρχεία να γίνονται αποδέκτες αιτημάτων πολιτών – από την τοποθέτηση τηλεφωνικής γραμμής ως τον διορισμό στη ΔΕΗ.

Ο γρίφος του δυϊσμού

Καθώς το στάδιο της ελέω Θεού βασιλείας ταυτίζεται μόνο με την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Οθωνα, ο θεσμός στην Ελλάδα συνυπάρχει από πολύ νωρίς με τον φιλελευθερισμό. Οι προβλέψεις του Συντάγματος, ωστόσο, διέπονται από έναν δυϊσμό μεταξύ πρωθυπουργού και ανώτατου άρχοντα που θα χαρακτηρίσει διαδοχικές εκδοχές του από το 1864 ως το 1952. Το πολίτευμα όπου «ο Βασιλεύς βασιλεύει και κυβερνά αλλ’ ου διοικεί», κατά τη φράση του σπουδαίου νομικού Νικόλαου Ι. Σαρίπολου, ορίζει πρακτικά τη σχέση Στέμματος και πολιτικής εξουσίας ως τον Ιούλιο του 1965 και τη σύγκρουση Γεωργίου Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Β’ διαιωνίζοντας έναν «γρίφο». Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του δικομματισμού και την αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης πλειοψηφίας ο θρόνος διατήρησε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα τις «προνομίες» του (χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, διαχείριση της στρατιωτικής πολιτικής, ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, διάλυση της Βουλής, διορισμό μειοψηφικών κυβερνήσεων) που επέτρεπαν μια «συνταγματική βασιλεία», έναν θεσμό με «υπερτροφικές λειτουργίες».

Ο Εθνικός Διχασμός περιστράφηκε ακριβώς γύρω από αυτές και το συνταγματικό ζήτημα της «υποταγής του Στέμματος εις την νομίμως εκδηλουμένην κυρίαρχον λαϊκήν θέλησιν», σύμφωνα με την εφημερίδα «Κήρυξ». Πέρα από την αντιπαράθεση δυναστικών και εθνικών συμφερόντων, ουδετερότητας και εξόδου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αντικρουόμενων εκτιμήσεων για την έκβασή του και, συνακόλουθα, για το μέλλον της χώρας, η διένεξη Βενιζέλου και Κωνσταντίνου είχε στον πυρήνα της μια σαφή συνταγματική διάσταση προτού εξελιχθεί στο πολιτειακό ζήτημα που θα ανέκυπτε τακτικά στη δημόσια σφαίρα τα επόμενα 50 χρόνια.

Η κρίσιμη δεκαετία του ’60

Κατά μία άποψη η μόνη διαφορά του μεταπολεμικού καταστατικού χάρτη του 1952 από εκείνον του 1911 ήταν ότι οι προνομίες «υπέκειντο πλέον σε περισσότερο κοινοβουλευτικό έλεγχο». Οχι όμως σε αποτελεσματικό βαθμό, εφόσον, όπως υποδεικνύει ο Πλουμίδης, υπήρξαν το επίκεντρο των κρίσεων και της δεκαετίας του ’60: ο Γεώργιος Παπανδρέου το επιβεβαίωσε στη διάρκεια του Ανένδοτου Αγώνα ζητώντας την επέμβαση του βασιλιά ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, για να πέσει θύμα τους στα Ιουλιανά, όταν υπέστη τις συνέπειες της διακριτικής ευχέρειας του βασιλιά να διορίζει πρωθυπουργό «πρόσωπον της επιλογής του». Τόσο ο «Ανένδοτος Αγών» της Ενωσης Κέντρου κατά της ΕΡΕ ως «παρανόμου» κυβέρνησης το 1961-1963 όσο και ο «υπέρτατος αγών» της ΕΡΕ κατά της Ενωσης Κέντρου ως «Δούρειου Ιππου του κομμουνισμού» το 1965 έχουν κατά τον Πλουμίδη την κοινή διάσταση της πρόσληψης ενός «βασιλιά-κομματάρχη» ευθυγραμμισμένου με τις επιδιώξεις τους. Είναι ενδεικτικό ότι και στις δύο περιπτώσεις εμβληματικές εφημερίδες των αντίστοιχων παρατάξεων εξέφρασαν τις διαμετρικά αντιθετικές θέσεις τους με πανομοιότυπο τρόπο: «Εσήμανε πλέον η ώρα του Βασιλέως» («Ελευθερία», 25/11/1962)· «Εχει σημάνει η ώρα του Βασιλέως» («Καθημερινή», 6/6/1965).

Ο ανασφαλής Θρόνος

Αν την ταραγμένη δεκαετία του ’60 οι κομματικές ηγεσίες συνηγόρησαν στην εμπλοκή του Στέμματος στο πολιτικό παιχνίδι, βρήκαν στην απέναντι πλευρά πρόθυμους συνομιλητές που επεδίωκαν την κατοχύρωση προνομίων τα οποία είχαν στο παρελθόν αμφισβητηθεί και την επανεδραίωση μιας θέσης η οποία ακόμη και πρόσφατα είχε αποδειχθεί επισφαλής. Η ανασφάλεια του βασιλικού οίκου, κληρονομιά μιας εικοσαετίας Διχασμού, υπήρξε έκδηλη μετά την παλινόρθωση του 1935, παρατηρεί ο Πλουμίδης. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι ο Παύλος και ο Κωνσταντίνος Β’ πρωταγωνίστησαν μεταπολεμικά σε κρίσεις με όλους τους ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες της εποχής ανεξαρτήτως κόμματος: Αλέξανδρο Παπάγο, Κωνσταντίνο Καραμανλή, Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου. Εν τέλει, ήταν η ανάμειξη στα εσωτερικά της Ενωσης Κέντρου, η έγκριση διαδοχικών μη εκλεγμένων κυβερνήσεων την περίοδο 1965-1967, η διάχυτη στην κοινή γνώμη αίσθηση της πιθανότητας μιας βασιλικής δικτατορίας και έπειτα η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου που διέρρηξαν αποφασιστικά τους δεσμούς της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας με τη βασιλεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην τελική ευθεία προς το δημοψήφισμα του 1974 φιλοβασιλικές εφημερίδες όπως η «Εστία» ή η «Ακρόπολις» στήριζαν μια μοναρχία με απαραίτητη προϋπόθεση τον συμβολικό της χαρακτήρα, ένα πολίτευμα «αγγλικού ή σουηδικού τύπου» στο οποίο «ο βασιλεύς θα βασιλεύη και δεν θα κυβερνά».

Είναι γεγονός ότι παρά την επιμέρους έρευνα γύρω από πτυχές του φαινομένου οι μελέτες, ιδίως οι συνθετικές, γύρω από τον θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα σπανίζουν ακόμη. Η δημοτικότητά του πέρασε από πολλές διακυμάνσεις, η ταραχώδης διαδρομή του 20ού αιώνα ευνόησε διαφορετικές ερευνητικές προτεραιότητες, το ιστοριογραφικό εκκρεμές απομακρύνθηκε προς άλλη κατεύθυνση. Κατά κανόνα, είναι η οθωνική περίοδος, ο Εθνικός Διχασμός, ο Εμφύλιος και η «βραχεία δεκαετία του ’60» οι στιγμές εκείνες κατά τις οποίες η ένθεση και η συνεξέτασή του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αποδίδει μερικότερες όψεις του. Ωστόσο, καθώς συμπληρώθηκε ήδη μισός αιώνας Μεταπολίτευσης, ο επιστημονικός διάλογος με αφορμή την περυσινή επέτειο κατέστησε πιο σαφή την ανάγκη βαθύτερης διερεύνησης των όσων προηγήθηκαν της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας προκειμένου να αποτιμηθεί καλύτερα η δική της ιστορική πορεία. Η συστηματικότερη προσέγγιση της μοναρχίας έχει προφανή θέση σε ένα τέτοιο πρόγραμμα και μελέτες με πλούσιο υλικό και μακρά εμβέλεια όπως αυτή του Σπυρίδωνος Πλουμίδη δίνουν μια εικόνα της στόχευσης και της προοπτικής που θα είχαν συνολικότερες θεωρήσεις της.

Η σημασία των «θεσμικών εκβολών» του Διχασμού

Μια παράλληλη ανάγνωση με το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάνθη Χατζηβασιλείου Εθνικός Διχασμός (εκδ. Πατάκη) είναι χρήσιμη γιατί αποσαφηνίζει διαύλους διατήρησης των ιζημάτων της σύγκρουσης. Κατ’ αρχάς ο Διχασμός από ένα σημείο και μετά δημιούργησε «αυθύπαρκτες και αυτοτροφοδοτούμενες αντιπαλότητες», οι οποίες μάλιστα συγκρότησαν ένα σύστημα με λαϊκό έρεισμα. Το πολιτειακό ζήτημα που προέκυψε λύθηκε με αθέμιτους τρόπους διασφαλίζοντας τη μελλοντική ανακίνησή του. Η κατηγορία της προδοσίας (ή του «πράκτορα των ξένων») κατέστη κοινότοπη επιβαρύνοντας την πολιτική ζωή επί δεκαετίες. Στις «θεσμικές εκβολές» τις οποίες περιγράφει ο Χατζηβασιλείου, τις νοοτροπίες και τις στρεβλώσεις της πολιτικής κουλτούρας που εξέθρεψε το τεκτονικό ρήγμα μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τις κατευθυντήριες γραμμές μιας μεταγενέστερης περιόδου. Το Κέντρο και το Στέμμα, για παράδειγμα, επικαλούνται τη γλώσσα και «τη ζώσα μνήμη του Διχασμού»: με τη συνειδητή αναφορά του Γεωργίου Παπανδρέου και της ΕΚ στη «δημοκρατική παράταξη» επί Ανένδοτου Αγώνα, την προβολή αναλογιών μεταξύ 1915 και 1965 και την κατά λέξη επανάληψη του διλήμματος «ποιος κυβερνά, ο βασιλιάς ή ο λαός;» στα Ιουλιανά· με την αποστροφή του Παύλου «σας ανήκω και μου ανήκετε» προς αξιωματικούς το 1962, η οποία παρέπεμπε στη φρασεολογία του πατέρα του. Ο Διχασμός «είναι εγγεγραμμένος με διάφορους τρόπους στην πολιτική πρακτική και τη μνήμη του πολιτικού συστήματος» σημειώνει ο συγγραφέας.