Πέρασε από μια Οδύσσεια για να τα καταφέρει, όμως ο Γιάννης Σμαραγδής τα κατάφερε και τελείωσε την ταινία «Καποδίστριας», την πιο φιλόδοξη – ίσως και καλύτερη της καριέρας του. Τα κατάφερε, όπως πάντα τα κατάφερνε. Ίσως να οφείλεται στο κρητικό πείσμα του, ή πολύ περισσότερο, στην αγάπη του απέναντι στο πρόσωπο, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον μεγάλο Έλληνα πολιτικό και οραματιστή που δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο από… Έλληνες. Μεγάλο ρόλο στην ολοκλήρωση αυτής της ταινίας ίσως να έπαιξε και η υπόσχεση που ο Σμαραγδής είχε δώσει στην γυναίκα του Ελένη, που δεν ζει πλέον (πέθανε ενώ το σενάριο είχε ολοκληρωθεί αλλά πριν τα γυρίσματα αρχίσουν). Όποιος και αν είναι ο λόγος, η ταινία του «Καποδίστριας», διάρκειας δύο ωρών και κάποιων λεπτών, θα προβάλλεται από τα Χριστούγεννα σε μεγάλο αριθμό αιθουσών της χώρας μας.

Και με αυτή την αφορμή ο γεννημένος το 1946 στο Ηράκλειο Κρήτης Γιάννης Σμαραγδής, σκηνοθέτης ταινιών πο έχουν αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές του ελληνικού κοινού και έγιναν επιτυχίες (ανάμεσά τους οι «Καβάφης», «Ελ Γκρέκο» και «Καζαντζάκης»), ο δάσκαλος και καθηγητής τόσο στο Πάντειο πανεπιστήμιο όσο στις δραματικές σχολές και σχολές κινηματογράφου όπου δίδαξε, παραχώρησε στο «ΒΗΜΑ» αυτή την συνέντευξη που καλύπτει όλη την ζωή και το έργο του.

Λίγο πριν την δοκιμασία της τελευταίας ταινίας σας, «Καποδίστριας» με το κοινό, ποιο συναίσθημα νιώθετε να κυριαρχεί μέσα σας;

Σ’ αυτή την ταινία όσο παράξενο κι αν φανεί, ήξερα από την αρχή κάποια πράγματα. Το πώς θα λειτουργήσει και το πώς θα την υποδεχτεί ο κόσμος. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι η ταινία θα έβρισκε ένα τρόπο να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων και το έβλεπα στους συμμετέχοντες σε αυτήν ενώ την γύριζα. Το καταλάβαινα από την ψυχή που έβαλαν στην ταινία. Άρα η ταινία είχε αποφασίσει από μόνη της πώς θα είναι και πώς θα λειτουργήσει με τους ανθρώπους.

Τι ακριβώς εννοείτε με το «η ταινία είχε αποφασίσει από μόνη της πως θα είναι»;

Με ένα παράξενο τρόπο, στο γύρισμα, ένιωθα ότι αυτή η ταινία με χρησιμοποιούσε για να γίνει και ότι στην ουσία, ενώ συμμετείχα στην δημιουργία της, αυτό που έκανα, το μόνο που έκανα, ήταν να την παρακολουθώ να δημιουργείται. Σαν να την έκανε μια άλλη οντότητα, όχι εγώ. Έτσι είμαι και τώρα. Σε κανένα στάδιο δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι η ταινία θα είχε την ολοκλήρωση που χρειάζεται για να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων. Ειλικρινά δεν είχα καμία αμφιβολία.

Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο αρχικά δεν θελήσατε να βάλετε το όνομά σας στους τίτλους της ταινίας;

Ναι είναι. Με έπεισαν να βάλω το όνομά μου οι συνεργάτες μου και κυρίως η μοντέζ μου, Στέλλα Φιλιπποπούλου, που θεώρησε ότι αυτή η κίνηση, για κάποιους, θα ήταν προκλητική. Δεν θα την καταλάβαιναν.

Αυτό το συναίσθημα της ολοκλήρωσης στο οποίο αναφερθήκατε δεν το είχατε νιώσατε σε όλες τις ταινίες που έχετε μέχρι σήμερα γυρίσει;

Όχι. Είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει. Στον «Καζαντζάκη» και πολύ περισσότερο στο «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», ήξερα ότι το πράγμα δεν πήγαινε εκεί ακριβώς όπου ήθελα. Αμφιβολίες είχα και στον «Ελ Γκρέκο» όπως και στον «Καβάφη». Η μόνη ταινία για την οποία θα μπορούσα να πω ότι επίσης δεν μου είχε δημιουργήσει αμφιβολίες είναι το «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε», εκείνη η μεσαίου μήκους που έκανα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, η οποία είναι η πρώτη ταινία αυτής της διαδρομής.

Όταν λέτε «αυτής της διαδρομής» τι ακριβώς εννοείτε; Διότι υπήρξαν και άλλες ταινίες προηγουμένως, το «Κελλί Μηδέν» (1975) και το «Τραγούδι της επιστροφής» (1983).

Η περίοδος δημιουργίας πριν από το «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε», δεν με βοήθησε στην εξέλιξή μου. Αντιθέτως, με καθυστέρησε στην διαδρομή για εκεί όπου πραγματικά ήθελα να πάω. Με τον Παπαδιαμάντη άρχισα να καταλαβαίνω γιατί είμαι εδώ.

«Το στρατευμένο πολιτικό σινεμά της αριστεράς ήταν για τότε ότι είναι σήμερα η woke ατζέντα».

Και τι είναι αυτό που με αφετηρία τον Παπαδιαμάντη και ( μέχρι σήμερα ) προορισμό τον Καποδίστρια, σας βοήθησε να καταλάβατε το «γιατί είστε εδώ»;

Ότι είμαι διάμεσος. Μου χαρίστηκαν αυτά τα έργα που έκανα με αρχή τον Παπαδιαμάντη αλλά είχα συναίσθηση ότι μου έχουν χαριστεί. Θυμίζω ότι το «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε» που είναι μια ταινία την οποία γύρισα για την τηλεόραση γιατί δεν μπορούσα να βρω χρήματα για να την γυρίσω στον κινηματογράφο, την είχα δει στον ύπνο μου.

Δηλαδή το “Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε” προέκυψε από ένα όνειρο;

Ακριβώς. Ένα όνειρο το οποίο διηγήθηκα στην γυναίκα μου την Ελένη και αργότερα κατάλαβα ότι είδα αυτήν την ταινία στον ύπνο μου χάρη ακριβώς στην γυναίκα μου η οποία σε όλη αυτή την διαδρομή λειτουργούσε κανονικά ως μεταφορέας μηνυμάτων. Δηλαδή ως άγγελος. Ακόμα και στα γυρίσματα εκείνης της ταινίας το είχα δει έτσι. Είχα στα χέρια μου ένα δώρο, κάτι που μου έχει δοθεί και που έπρεπε να υπηρετηθεί. Εκεί επίσης κατάλαβα – και σε αυτό με βοήθησε ο κόσμος που αποδέχθηκε την ταινία – ότι δεν είμαι φτιαγμένος για να ακολουθώ έργα της μόδας. Το «Κελλί Μηδέν» και το «Τραγούδι της επιστροφής» ακολουθούσαν την μόδα της εποχής, ήταν το πολιτικό σινεμά, το στρατευμένο πολιτικό σινεμά της Αριστεράς και εγώ, τελικά, δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά. Εκείνο το στρατευμένο πολιτικό σινεμά της αριστεράς ήταν για τότε ότι είναι σήμερα η woke ατζέντα. Κι εγώ είχα ακολουθήσει μια μόδα την οποία στην πραγματικότητα δεν πίστευα. Συνήλθα όταν όπως είπα μου χαρίστηκε το έργο για τον Παπαδιαμάντη. Το «Κελλί Μηδέν» και το «Τραγούδι της επιστροφής» είναι ανώριμα έργα που δεν έχουν καμία σχέση με την ψυχή μου.

Με την σύζυγό σας την Ελένη που υπήρξε και παραγωγός των ταινιών σας, πόσα χρόνια ήσασταν μαζί;

Από πάντα. Ήμουν 18 χρονών και η Ελένη 15 όταν γνωριστήκαμε. Και μείναμε 54 χρόνια μαζί ως τον θάνατό της. Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά όταν δούλευα σε φαρμακείο.

Πώς και έχετε δουλέψει σε φαρμακείο;

Στα 16 μου όταν έχασα τον πατέρα μου, έφυγα από την Κρήτη και ήρθα ως εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα μαζί με την μητέρα μου και τους τρεις αδελφούς μου. Για να ζήσουμε έπρεπε να δουλέψουμε. Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά μέσω της Ελένης, κατάλαβα ότι μπορούσα να γίνω.

Από τον Παπαδιαμάντη και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα προέκυψε μια περίοδος κινηματογραφικής σιωπής παρότι στην ελληνική κρατική τηλεόραση γράψατε ιστορία με σειρές όπως οι «Χατζηεμμανουήλ» και «Σιγά… η πατρίδα κοιμάται». Κάποια στιγμή έρχεται ο «Καβάφης». Πώς έγινε αυτό;

Αυτά που έκανα για την τηλεόραση, κυρίως οι σειρές «Σιγά… η πατρίδα κοιμάται» και «Χατζηεμμανουήλ» μου δημιούργησαν την επιθυμία να κάνω κάτι για αυτόν τον άνθρωπο, τον Καβάφη, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του έζησε την απαξίωση. Νομίζω ότι αυτό που κυρίως μου είχε διεγείρει την επιθυμία, ήταν  να μιλήσω για το  τεράστιο μέγεθος ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ χαρά όσο ζούσε. Και εδώ έπαιξε τεράστιο ρόλο η γυναίκα μου η Ελένη.

Τι ρόλο έπαιξε η σύζυγός σας σχετικά με την δημιουργία του «Καβάφη»;

Ήταν εκείνη που επέμενε να γυριστεί για τον κινηματογράφο και όχι για την τηλεόραση -όπως αρχικά σκεφτόμουν να γίνει. Και το σκεφτόμουν διότι όπως πάντα θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια που όπως όλοι γνωρίζουμε για τον κινηματογράφο είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι για την τηλεόραση. Η ταινία γυρίστηκε για το σινεμά χάρη στην επιμονή της Ελένης. Εκείνη βρήκε τους πόρους χρηματοδότησης. Εκείνη έβρισκε πάντα τα χρήματα. Και κάτι ακόμα που οφείλω εδώ να προσθέσω είναι ότι χάρη στην γυναίκα μου και σε αυτήν την ταινία γνώρισα έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο, έναν τεράστιο φίλο, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνέθεσε σην μουσική στον «Καβάφη» και επρόκειτο να συνεργαστεί ξανά μαζί σας στον «El Greco». Πώ; γνωριστήκατε;

Είχα μιλήσει με έναν μουσικό, του οποίου το όνομα δεν θα ήθελα να αναφέρω, και καθότι δεν μου ταίριαζαν τα δείγματα που μου είχε παρουσιάσει, η συνεργασία μας δεν προχώρησε. Μετά σκέφτηκα τον Διονύση Σαββόπουλο με τον οποίο είχα συνεργαστεί στην σειρά «Σιγά… η πατρίδα κοιμάται» και με τον οποίον ήμουν φίλος. Όταν όμως το είπα στην Ελένη εκείνη μου είπε «όχι» και ότι θα έπρεπε να επικοινωνήσω με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ήμουν επιφυλακτικός γιατί ο Παπαθανασίου βρισκόταν ήδη στο στόχαστρο της αριστεράς και ανησυχούσα μην γίνει το ίδιο και με μένα αφού είχα ήδη φύγει από την αριστερά. Σκεφτόμουν επίσης το οικονομικό. Εξάλλου, λόγω του οικονομικού δεν είχα καταφέρει να γυρίσω δύο σκηνές πλήθους που ένιωθα ότι χρειάζονταν στην ταινία. Ο Παπαθανασίου ήταν τεράστιο, πολύ μεγάλο όνομα – τι λεφτά θα ζητούσε κι εκείνος; Οπότε αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τον Σαββόπουλο και πράγματι κλείσαμε ραντεβού για την επομένη στο σπίτι του. Πάω λοιπόν στο σπίτι του και… δεν είναι εκεί. Βγήκε η Φιλιππινέζα και μου λέει «κύριο Σαββόπουλο είναι το Χαλκίδα». Επιστρέφω σπίτι μου, το λέω στην Ελένη και εκείνη μου λέει «η ταινία αυτή θέλει την μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου». Και σε δύο μέρες μου έκλεισε εκείνη το ραντεβού με τον Βαγγέλη. Τον συνάντησα τού άφησα το μονταρισμένο υλικό του «Καβάφη» και την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε συνάντηση για να προχωρήσουμε.

«H γνωριμία και σχέση μου με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου στερέωσε μέσα μου το τι σημαίνει ελληνικός πολιτισμός. Το παλίμψηστο του ελληνικού πολιτισμού, την ιερότητα του».

Τι θυμάστε από αυτήν την κομβική συνάντηση με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου;

Αυτό δεν το έχω πει ποτέ στην ζωή μου. Ο Παπαθανασίου μου είπε «Κύριε Σμαραγδή εδώ μέσα,  σε αυτό που μου δείξατε, υπάρχει η ψυχή του ποιητή. Όμως λείπει το κάδρο». «Ποιο είναι το κάδρο;», ρώτησα εγώ. Οι σκηνές πλήθους μου λέει. Λείπουν. Πρέπει να μπουν εκεί και εκεί. Και μένω κάγκελο. Ήταν οι σκηνές που είχα σκεφτεί και εγώ στα ίδια σημεία! Και μετά μου είπε: «Θα σας γράψω την μουσική υπό έναν όρο. Δεν θα πάρω χρήματα και θα υπογράψουμε ένα συμβόλαιο για ένα δολάριο για να μην έχετε προβλήματα με τις εταιρείες μου στο εξωτερικό και τα δικαιώματα της μουσικής». Έτσι προχωρήσαμε. Έκτοτε, για εννέα χρόνια με τον Βαγγέλη ήμασταν σαν αδέλφια. Και μέχρι το τέλος της ζωής του στενοί φίλοι. Αυτή η γνωριμία και σχέση μου με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου στερέωσε μέσα μου το τι σημαίνει ελληνικός πολιτισμός. Το παλίμψηστο του ελληνικού πολιτισμού, την ιερότητα του.

Θέλετε να αναπτύξτε περισσότερο την σκέψη σας πάνω σε αυτό που είπατε για τον ελληνικό πολιτισμό;

Ότι ο πολιτισμός, τον οποίο δυστυχώς οι διοικήσεις έχουν απαξιώσει πλήρως, δεν είναι μόνο χρήσιμος για τους Έλληνες αλλά είναι οικουμενικό ζήτημα. Ο Παπαθανασίου μου έδειξε επίσης, που υπάρχουν ή που μπορούν να βρεθούν τα στοιχεία της διαχρονικότητας αυτού του πολιτισμού. Γιατί ο Βαγγέλης Παπαθανασίου υπηρετούσε αυτόν τον πολιτισμό στην πάνω πάνω σκάλα. Ο Παπαθανασίου κατάλαβε ότι εγώ εκινούμην διαισθητικά προς αυτή τη κατεύθυνση. Επίσης, παρότι δεν συνεργαστήκαμε σε άλλη ταινία μετά τον «Ελ Γκρέκο» ήταν ο άνθρωπος που με επιμονή, με τεράστια επιμονή μου έλεγε ότι έπρεπε να κάνω τον «Καποδίστρια».

Ο «Καποδίστριας» είναι μια ταινία που γυρίστηκε με πάρα πολλά εμπόδια. Πώς τα αντιμετωπίσατε;

Έχω καταλάβει με τα χρόνια ότι οι δυσκολίες είναι διλήμματα και όχι προβλήματα. Το σύμπαν σού δίνει τις δυσκολίες και τα εμπόδια και σε δοκιμάζει για το πως θα φερθείς. Εγώ μπροστά σε αυτά τα διλήμματα απάντησα, θέλω να πιστεύω, με γενναιότητα. Με τόλμη και πείσμα. Ήταν σαν να ήξερα ότι θα βρεθούν οι δυνάμεις που θα με βοηθήσουν να ξεπεράσω όλες αυτές τις άθλιες, τις ΑΘΛΙΕΣ συμπεριφορές του επίσημου Κράτους. Τις άθλιες και καταδικαστέες γιατί έχουν δόλο πίσω τους. Δεν είναι καθόλου αθώα αυτή η στάση. Δεν αγαπούν τον ελληνικό πολιτισμό. Το γιατί δεν τον αγαπάνε δεν είναι της παρούσης.

«Ο Καποδίστριας ήταν άτρωτος επειδή ήταν αθώος».

Υποθέτω ότι σε αυτό που λέτε δεν περιλαμβάνονται οι πάντες.

Όχι βέβαια, υπάρχουν εξαιρέσεις γιατί πάντα σε κάθε κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις. Πάντα υπάρχουν ψυχές που δεν έχουν μολυνθεί -διότι περί μόλυνσης πρόκειται. Αυτές τις ψυχές θα τις μνημονεύσω όταν πρέπει και στον καιρό που πρέπει. Η γενική πάντως συμπεριφορά ήταν καταδικαστέα και ύποπτη. Όπως και η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν ύποπτη. Υποκινήθηκε από ξένες δυνάμεις, από τους Άγγλους και από τους Γάλλους.

Πιστεύετε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο του Καποδίστρια και τελικά τον δολοφόνησαν – ο Κουντουριώτης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Μέτερνιχ, ο Μαυροκορδάτος- κατά βάθος τον εκτιμούσαν;

Ναι τον εκτιμούσαν. Γιατί; Διότι ο Καποδίστριας ήταν άτρωτος επειδή ήταν αθώος. Αυτό δεν μπορείς να μην το εκτιμήσεις όσο και αν μισείς τον άλλον. Και ο Καποδίστριας ήταν αθώος, διότι δεν ενεπλάκη στις σκοτεινές πλευρές της ζωής κανενός. Μελέτησα πάρα πολύ τον Καποδίστρια αλλά πιστεύω το έκανα με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ακολουθούν οι ιστορικοί, γιατί δεν είναι και η δουλειά τους. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να καταλάβω ποιος ήταν ο ψυχισμός του Καποδίστρια, ποιο ήταν το χρώμα της ψυχής του. Οι περιγραφές από τους ανθρώπους που τον έζησαν κυρίως στο εξωτερικό όταν ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, τα σαλόνια ας πούμε, διακρίνονταν από έναν υπέρτατο θαυμασμό για το μεγαλείο της ψυχής του. Και οι άτιμοι αυτοί άνθρωποι που τελικά τον σκότωσαν, μέχρι προχθές τον λάσπωσαν. Και ακόμα τον λασπώνουν.

Τι εννοείται ότι «ακόμα τον λασπώνουν»;

Oι εγκάθετοι παραμένουν πάντα εγκάθετοι. Είναι εκεί για να χαλάσουν την τελετουργία. Γίνεται συνέχεια. Όταν διαχειρίζεσαι σκοτεινά χρήματα, έχεις χρήματα για να φτιάξεις και εγκάθετους και κείμενα και ιστορίες ολόκληρες ενάντια στον Καποδίστρια και στην ταινία. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω περισσότερο για αυτό τώρα.

Εντάξει, αλλά εσείς τι απαντάτε σε όλα αυτά που λένε;

Εμείς που είμαστε από την Κρήτη έχουμε να πούμε αυτό που έλεγε και ο Καζαντζάκης. Υπάρχει ένας συμπαντικός και όχι ανθρώπινος νόμος που λέει ότι «πάντα στην αρχή μοιάζει να κερδίζει το κακό αλλά πάντα στο τέλος το κακό ηττάται». Πάντα. Αυτό έχω να πω. Η πρόθεση όλων όσοι κάναμε την ταινία –και δεν λέω η δική μου– ήταν να αναδείξουμε το μέγεθος της αθωότητας του Καποδίστρια. Γιατί ο Καποδίστριας αντιπροσωπεύει όλες ανεξαιρέτως τις αρετές των Ελλήνων χωρίς κανένα από τα ελαττώματά μας. Ο Καποδίστριας ήταν ο άγιος της ρωμιοσύνης γι’ αυτό και όσο ζούσε αλλά και μετά που δολοφονήθηκε ο κόσμος τον λάτρευε.

Αν σας ζητούσα να συμπυκνώσετε μέσα σε λίγες λέξεις μερικά παραδείγματα που αποτυπώνουν το μεγαλείο του Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και την εκτίμησή του από τον λαό, τι θα λέγατε;

Τρία πράγματα. Πρώτον, την ημέρα της δολοφονίας του ανέβηκε τον Γολγοθά νωρίτερα γιατί, γνωρίζοντας ότι θα τον δολοφονήσουν, δεν ήθελε να τον ακολουθήσει ο μονόχειρας φρουρός του μη τυχόν και σκοτωθεί κι εκείνος. Δεύτερον, όταν δολοφονήθηκε και πήγαν στο σπίτι του για να του αλλάξουν κοστούμια για το τελετουργικό της ταφής, δεν βρήκαν άλλο ρούχο γιατί δεν είχε άλλο ρούχο. Ο… Κόμης Καποδίστριας δεν είχε άλλο ρούχο. Και το τρίτο: όταν μαθεύτηκε το φονικό οι γυναίκες του Ναυπλίου έβαψαν μαύρα τα ρούχα τους και τα λευκά σεντόνια όπου κοιμόντουσαν. Ο λαός με άλλα λόγια καταλάβαινε τι ήταν αυτό που έγινε. Αυτόν τον Καποδίστρια προσπάθησα να περιγράψω. Τον άτρωτο άγιο Καποδίστρια της ρωμοσύνης.