Με πρόσχημα την «προστασία της δημοκρατίας» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον τελευταίο καιρό, προωθεί μια σειρά πολιτικών παρεμβάσεων που έχουν άμεσες επιπτώσεις, τόσο στην ελευθερία του λόγου, όσο και στην προστασία της ιδιωτικότητας των πολιτών στο Διαδίκτυο.
Καθώς οι ευρωπαίοι πολίτες επιδεικνύουν ολοένα αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν, φαίνεται αποφασισμένη να μετατρέψει το Διαδίκτυο στην ΕΕ σε ένα ασφυκτικά ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου η οποιαδήποτε κριτική σε πολιτικούς, πολιτικές και θεσμούς μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
Γενικά στη Δύση, που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται το δικαίωμα των πολιτών στην ελεύθερη έκφραση και την απρόσκοπτη διακίνηση των ιδεών, καταγράφονται, το τελευταίο διάστημα, χιλιάδες περιστατικά πολιτών που οδηγούνται στα δικαστήρια, επειδή έγραψαν κάτι ανάρμοστο στο Διαδίκτυο.
Η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Βρετανία και η Γερμανία, όπου σε χιλιάδες χρήστες του Διαδικτύου επιβάλλονται τσουχτερά πρόστιμα ή και ποινές φυλάκισης, για σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή για κριτική που ασκούν σε συγκεκριμένους πολιτικούς.
Πριν λίγο καιρό, είχαμε αναφερθεί στην προσπάθεια της ΕΕ να βάλει τέλος στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας των πολιτών, θεσπίζοντας έναν νόμο που θα ανάγκαζε τα κοινωνικά δίκτυα να «σαρώνουν» τα ιδιωτικά μηνύματα μεταξύ των χρηστών, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές των χωρών – μελών να έχουν πρόσβαση στα μηνύματα αυτά.
Η απόφαση της Γερμανίας να καταψηφίσει, την τελευταία στιγμή, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, απέτρεψε την ψήφισή του, αλλά η Δανική Προεδρία είναι αποφασισμένη να το ξαναφέρει σε ψηφοφορία, μέσα στον Δεκέμβριο, πριν αναλάβει την Προεδρία ή Κύπρος.
Το πρόστιμο στο Χ
Στις 5 Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι επέβαλε πρόστιμο 120 εκατ. ευρώ (140 εκατ. δολάρια) στο Χ, (πρώην Twitter), που ήταν και η πρώτη ποινή που επιβλήθηκε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με τον Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2023 και υποτίθεται ότι ρυθμίζει τις μεγάλες πλατφόρμες, με σκοπό την προστασία των χρηστών.
Επίσημα, η Κομισιόν δικαιολόγησε το πρόστιμο, αναφερόμενη σε τρεις παραβάσεις του νόμου, στις οποίες υποτίθεται ότι προέβη το Χ: παραπλανητικό σύστημα ταυτοποίησης των χρηστών, αδιαφάνεια στις διαφημίσεις και άρνηση πρόσβασης του περιεχομένου της πλατφόρμας σε ερευνητές.
Όμως, όλοι γνωρίζουν ότι η Επιτροπή απλά θέλει να περιορίσει την ελευθερία του λόγου των χρηστών του Χ, καθώς η κριτική που ασκείται στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, στη συγκεκριμένη πλατφόρμα, είναι συχνά πολύ σκληρή. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις της Φον ντερ Λάιεν, αλλά και των άλλων ευρωπαίων αξιωματούχων, για να καταλάβει για ποιον λόγο οι Βρυξέλλες δεν είναι ευχαριστημένες με το Χ.
Η ανακοίνωση του προστίμου είχε άμεσες αντιδράσεις από αμερικανούς αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ. Ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς έγραψε στο Χ: «Το πρόστιμο επιβλήθηκε επειδή το Χ αρνείται να επιβάλλει λογοκρισία. Η ΕΕ θε έπρεπε να υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου και όχι να επιτίθεται σε αμερικανικές εταιρείες για ασήμαντους λόγους». Παρόμοιες δηλώσεις έκανε και ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.
Να σημειωθεί ότι και το TikTok είχε απειληθεί με πρόστιμο από την ΕΕ, για παρόμοιους λόγους, αλλά σε αυτή την περίπτωση, δεν επιβλήθηκε τελικά πρόστιμο, καθώς το δίκτυο έδωσε μια αόριστη υπόσχεση ότι θα συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Επιτροπής. Το συμπέρασμα είναι τελικά ότι όποιος συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Επιτροπής, τη γλιτώνει, όποιος δεν συμμορφώνεται, αναγκάζεται να πληρώσει υπέρογκα ποσά.
Η όλη υπόθεση έφερε και πάλι στο προσκήνιο την αυξανόμενη ρήξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών, στη διακυβέρνηση του ψηφιακού κόσμου. Η μεν ΕΕ βλέπει το Διαδίκτυο ως ένα περιβάλλον που πρέπει να αστυνομεύεται, οι δε ΗΠΑ – τουλάχιστον η κυβέρνηση Τραμπ – ως έναν χώρο όπου πρέπει να προστατεύεται η ελευθερία του λόγου.
Πολλοί αναλυτές αναμένουν ανανεωμένες πιέσεις των ΗΠΑ σε εμπορικές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και ταχύτερη τεχνολογική αποσύνδεση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.
Και οι ευρωπαίοι μένουν με την απορία: προστατεύει ο νόμος DSA τους πολίτες ή την πολιτική εξουσία; Και ποιον σκοπό εξυπηρετεί το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες παίζουν τον ρόλο του ψηφιακού σερίφη, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας καταρρέουν, κάτω από τα κόστη συμμόρφωσης σε δρακόντειες νομοθετικές ρυθμίσεις;
Η Ευρώπη παλεύει για έλεγχο σε ένα οικοσύστημα που δεν έκτισε, τη στιγμή που η συνεισφορά της στην παγκόσμια καινοτομία συρρικνώνεται συνεχώς. Η υπόθεση του προστίμου στο Χ δεν αφορά μόνο στη συγκεκριμένη πλατφόρμα, αλλά στο μέλλον του ανοιχτού Διαδικτύου. Η Ευρώπη ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στις ΗΠΑ. Αντ΄ αυτού, ξεκίνησε έναν διατλαντικό «πόλεμο», που δεν έχει τα μέσα να τον νικήσει.
Ασπίδα Δημοκρατίας
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν πριν λίγο καιρό, μια πρωτοβουλία με τίτλο «Ευρωπαϊκή Ασπίδα Δημοκρατίας» (European Democracy Shield), που στα χαρτιά σκοπό έχει να προστατεύει τους πολίτες, τις «ελεύθερες εκλογές» και τη «ζωντανή κοινωνία των πολιτών».
Όμως, όπως αναφέρουν πολλοί αναλυτές, η πρωτοβουλία αυτή είναι ακόμα ένα όραμα ανελευθερίας, με στόχο την καταστολή της διαφωνίας και την αστυνόμευση του λόγου, υπό το πρόσχημα της «προστασίας της δημοκρατίας από ξένη παρέμβαση και ψευδείς ειδήσεις».
Στο πλαίσιο της Ασπίδας Δημοκρατίας, η Επιτροπή προτείνει τη δημιουργία ενός Κέντρου Παρακολούθησης, που θα εντοπίζει και θα αφαιρεί «ψευδές περιεχόμενο» και «παραπληροφόρηση» από το διαδίκτυο.
Ένα νέο «ανεξάρτητο ευρωπαϊκό δίκτυο ελεγκτών γεγονότων» θα δημιουργηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, ενώ το European Digital Media Observatory (EDMO), το κορυφαίο ευρωπαϊκό δίκτυο «fact-checking», χρηματοδοτούμενο με σχεδόν 30 εκατ. ευρώ, θα αποκτήσει νέες «ανεξάρτητες» αναλυτικές αρμοδιότητες για την παρακολούθηση εκλογών και κρίσεων.
Βέβαια στις Βρυξέλλες, «ανεξαρτησία» σημαίνει οικονομική εξάρτηση από την Επιτροπή. Προκειμένου λοιπόν η Επιτροπή να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία αυτού του Κέντρου Παρακολούθησης, υπόσχεται γενναιόδωρη χρηματοδότηση σε «ανεξάρτητες» ΜΚΟ.
Θεωρητικά, αυτές οι πρωτοβουλίες αποσκοπούν στην προστασία της δημοκρατίας, αλλά στην πράξη, κάνουν το αντίθετο. Ο σκοπός τους δεν είναι να «καταπολεμήσουν την παραπληροφόρηση», όπως ισχυρίζονται, αλλά να ελέγξουν το αφήγημα, σε μια στιγμή που οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αντιμετωπίζουν πρωτοφανή δυσπιστία από το κοινό — συγκεντρώνοντας τον έλεγχο της πληροφορίας και επιβάλλοντας μία και μοναδική «αλήθεια», ορισμένη από τις Βρυξέλλες.
Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χτίζει μια πανευρωπαϊκή μηχανή λογοκρισίας.
Με λίγα λόγια, η Κομισιόν οδηγεί την Ενωση σε ένα ολισθηρό μονοπάτι, όπου η αντίδραση, η κριτική και η διαφωνία ελέγχεται όλο και πιο ασφυκτικά και το Διαδίκτυο κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε ένα «ψηφιακό Γκούλαγκ», όπου η ιδιωτικότητα και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών θα αποτελούν ρομαντικά απομεινάρια του παρελθόντος.






