Ο Αλέκος Φλαμπουράρης έφυγε όπως έζησε και κινήθηκε τα χρόνια της επαγγελματικής και πολιτικής του διαδρομής. Αθόρυβα. Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που συστήνονται στο κοινό μέσα από μεγάλες συγκρούσεις, κοφτές φράσεις και υψηλούς τόνους. Υπάρχουν κι εκείνοι που δείχνουν την ισχύ τους όχι από το βήμα της Βουλής, αλλά στα ενδιάμεσα: στα γραφεία, στις συσκέψεις, στις λεπτές ισορροπίες που κρατούν μια κυβέρνηση όρθια ή δίνουν σε ένα κόμμα κατεύθυνση όταν μοιάζει να την έχει χάσει.
Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκε ο Αλέκος Φλαμπουράρης που άφησε το δικό του αποτύπωμα στον ευρύτερο χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι η είδηση του θανάτου του έφερε πάλι κοντά, έστω και αυτές τις λίγες ώρες πριν του αποχαιρετισμού, πρόσωπα που είχαν κοινές διαδρομές αλλά οι μεγάλες κρίσεις στο ΣΥΡΙΖΑ τους οδήγησε σε διαφορετικούς δρόμους.
Για πολλά χρόνια, το όνομά του λειτουργούσε σχεδόν σαν κωδική αναφορά στον εσωτερικό κόσμο της Αριστεράς: συνδυασμός τεχνοκρατικού βλέμματος, πολιτικής εμπειρίας δεκαετιών και προσωπικής οικειότητας με πρόσωπα και διαδικασίες.
Η διαδρομή του εξάλλου μακρά και πολλά τα βιώματα σε δύσκολους καιρούς όταν η Αριστερά δεν ήταν στα … σαλόνια της εξουσίας αλλά κυνηγημένη διαρκώς. Αυτά τα βιώματα, οι πλούσιες εμπειρίες και οι αμέτρητες παραστάσεις του έδιναν τα πολιτικά εργαλεία να αναλύσει καταστάσεις και να δώσει κατευθύνσεις.
Οι σπουδές στο Γκρατς και το τεχνοκρατικό προφίλ του Φλαμπουράρη
Για τους Αριστερούς συντρόφους και φίλους από την εποχή που σπούδαζε στο Γκρατς ήταν ο Αλέκος, πρόσωπο οικείο και γνώριμο στον χώρο. Πολλοί όμως τον γνώρισαν όταν βρέθηκε στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα, όχι ως ακόμη ένας σύμβουλος, αλλά ως άνθρωπος-κλειδί. Ένας ρόλος που δεν τον αναζήτησε, ούτε τον προέβαλε, αλλά τού αποδόθηκε σχεδόν φυσικά, σύμφωνα με την λογική της Αριστεράς που αναζητά διαρκώς πρόσωπα με θεσμική μνήμη και πολιτική σοβαρότητα.
Ο Αλέκος Φλαμπουράρης ανήκε σε μια γενιά που διαμόρφωσε την πολιτική της ταυτότητα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν η Ελλάδα άλλαζε με ρυθμούς που συχνά δεν έβρισκαν θεσμικό αντίβαρο. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός, πρώτα στο Γκρατς και αργότερα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι πρώτες επαγγελματικές του εμπειρίες δεν είχαν σχέση με πολιτικά γραφεία, καθώς ήταν άνθρωπος στο πεδίο, των σχεδίων, των μελετών και των έργων.
Αυτό το τεχνικό υπόβαθρο δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Αργότερα, όταν καλούνταν να διαχειριστεί κρίσιμες κυβερνητικές αρμοδιότητες, η σκέψη του παρέμενε προσανατολισμένη στη διαδικασία: πώς λειτουργεί η διοίκηση, πού μπλοκάρουν οι μηχανισμοί, γιατί ένα έργο δεν προχωρά, ποια είναι η πραγματική ανάγκη και όχι η επικοινωνιακή επιφάνεια.
Δεν ανήκε στους πολιτικούς που θεωρούν ότι η χώρα μπορεί να αλλάξει με συνθήματα. Πίστευε ότι οι αλλαγές γίνονται με θεσμικές τομές, υποδομές, αποφάσεις που έχουν διάρκεια και όχι απλώς για να εξυπηρετήσουν έναν πολιτικό κύκλο. Αυτή η οπτική, που αργότερα θα τον έκανε κεντρικό πρόσωπο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ήδη εκεί: ένας τεχνοκράτης που πέρασε στην πολιτική χωρίς να αποποιηθεί τη μηχανική αντίληψη του κόσμου.
Από το ΚΚΕ Εσωτερικού μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ
Η πρώτη του σοβαρή πολιτική διαδρομή περνά μέσα από το ΚΚΕ Εσωτερικού. Δεν ήταν απλώς η επιλογή ενός αριστερού κόμματος. Για τον Αλέκο Φλαμπουράρη ήταν ένα ολόκληρο ρεύμα πολιτικής σκέψης που προσπαθούσε να φέρει την Αριστερά πιο κοντά σε μια ευρωπαϊκή εκδοχή σοσιαλισμού, δημοκρατίας και πλουραλισμού. Σε μια εποχή που η αντιπαράθεση μεταξύ ορθόδοξης και ανανεωτικής Αριστεράς ήταν έντονη, ο Φλαμπουράρης βρέθηκε με το μέρος εκείνων που πίστευαν ότι η Αριστερά οφείλει να συνομιλεί με την κοινωνία, να συνεργάζεται, να αναζητά μεταρρυθμίσεις και όχι επαναστάσεις.
Αυτή η πολιτική κουλτούρα θα τον ακολουθήσει ως τέλος. Ούτε αργότερα, όταν η Αριστερά βρέθηκε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στη διακυβέρνηση, ενέδωσε στον πειρασμό της αυταρχικής παθογένειας. Ο ρεαλισμός του ήταν συνήθως μεγαλύτερος από τον ενθουσιασμό των γύρω του.
Στο περιβάλλον της ανανεωτικής Αριστεράς, ο Φλαμπουράρης υπήρξε πρόσωπο που συνδύαζε ήθος, ψυχραιμία και οργανωτική επάρκεια. Δεν διεκδίκησε ποτέ ρόλο στα κομματικά μαγειρεία, αλλά προτίμησε τις διαδικασίες από τις αντιπαραθέσεις. Αυτή είναι μια ποιότητα που αναγνώρισαν, αργότερα, ακόμη και όσοι διαφωνούσαν μαζί του πολιτικά.
Η σχέση του Φλαμπουράρη με τον Τσίπρα
Το όνομα του Φλαμπουράρη έγινε συνώνυμο με τον Αλέξη Τσίπρα ήδη πριν τον δουν οι περισσότεροι μαζί στα τηλεοπτικά πλάνα. Η μεταξύ τους σχέση δεν ήταν σχέση αρχηγού και στελέχους· ήταν σχέση εμπιστοσύνης, σχεδόν οικογενειακή.
Η εμπειρία του Φλαμπουράρη ήταν πολύτιμη για έναν νέο πολιτικό που προχωρούσε με γρήγορα βήματα σε ένα δύσκολο πολιτικό τοπίο. Σε κάθε μετάβαση, από την περίοδο των κοινωνικών κινημάτων ως τη διαχείριση της εξουσίας, ο Τσίπρας είχε δίπλα του έναν άνθρωπο που του πρόσφερε σταθερότητα, γνώση των θεσμών, αίσθηση του εφικτού και πολιτική μνήμη.
Δεν ήταν το πρόσωπο που έδινε μάχες στα κανάλια, ούτε το ήθελε. Ο ρόλος του ήταν ακριβώς αντίστροφος: να κρατά τη συνοχή όταν ο θόρυβος γινόταν πολύς, να προσφέρει τη νηφαλιότητα που χρειαζόταν η ηγεσία, να βλέπει λίγο πιο μακριά από την επόμενη μέρα.
Οι επικριτές του τον αποκάλεσαν «πολιτικό πατέρα» του Τσίπρα, συχνά με διάθεση υποτίμησης. Ωστόσο, αυτή η περιγραφή, αν και προερχόμενη από την αντιπολίτευση, περιέχει μια σημαντική αλήθεια: ο Φλαμπουράρης υπήρξε για τον Τσίπρα εκείνος που προσέφερε το είδος της καθοδήγησης που δεν παρέχουν οι κομματικές οργανώσεις. Μια καθοδήγηση πιο πολιτική, πιο ουσιαστική, πιο ανθρώπινη.
Η υπουργοποίηση και η ΑΕΚ
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία το 2015, ο Φλαμπουράρης βρέθηκε στο επίκεντρο. Η τοποθέτησή του ως Υπουργός Επικρατείας δεν ήταν συμβολική, αλλά απολύτως λειτουργική. Η θέση αυτή, που συχνά στο παρελθόν γινόταν αντιληπτή ως πολιτική τιμή, επί των ημερών του πήρε χαρακτήρα ουσιαστικής ευθύνης.
Ο Φλαμπουράρης επιφορτίστηκε με τον συντονισμό κυβερνητικών δράσεων, με την παρακολούθηση μεγάλων έργων υποδομής, με τη διασύνδεση υπουργείων που δεν συνεργάζονταν πάντα εύκολα μεταξύ τους. Ήταν το είδος του υπουργού που περνούσε πολλές ώρες πίσω από κλειστές πόρτες και ελάχιστες έως μηδαμινές στα στούντιο τηλεοπτικών εκπομπών. Χωρίς αυτό να τον καθιστά λιγότερο επιδραστικό.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν η άρνησή του να λειτουργήσει ως επικοινωνιακός διαμεσολαβητής. Πίστευε, και εν μέρει είχε δίκιο, ότι η πολιτική κρίνεται από την αποτελεσματικότητα, όχι από τις εντυπώσεις. Αυτό όμως είχε και κόστος: σε μια εποχή που η πολιτική παρουσία στα ΜΜΕ ήταν σχεδόν υποχρεωτική, ο Φλαμπουράρης επέλεξε την διακριτική παρουσία από την υπερέκθεση.
Ο Φλαμπουράρης δεν επεδίωξε στιγμή να μετατρέψει την προσωπική του ζωή σε στοιχείο πολιτικής κεφαλαιοποίησης. Δεν είδαμε συνεντεύξεις για την οικογένειά του, δεν είδαμε παρασκήνια με προσωπικές εξομολογήσεις, δεν επιδίωξε να χτίσει δημόσιο προφίλ πέρα από την πολιτική του ταυτότητα. Μόνο η μεγάλη αγάπη του η ΑΕΚ ήταν που φαινόταν πολλές φορές με την παρουσία του στους αγώνες της. Μια ΑΕΚ που του οφείλει πολλά καθώς ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε σε πολύ μεγάλο βαθμό για να γίνει το σημερινό γήπεδο – κόσμημα της ομάδας.
Εκείνο που τον ξεχώριζε
Αν κάτι ξεχώριζε κανείς στον Φλαμπουράρη, ήταν η ψυχραιμία του. Σε μια πολιτική σκηνή όπου κυριαρχούν οι υπερβολές και οι εύκολοι χαρακτηρισμοί, εκείνος παρέμενε σταθερός στις λέξεις και τις επιλογές του. Δεν μιλούσε συχνά, αλλά όταν το έκανε, το ύφος του ήταν καθαρό: όχι επιθετικό, όχι αμυντικό, αλλά απολύτως ισορροπημένο.
Η τεχνοκρατική του αντίληψη, η ανάγκη να υπάρχουν στοιχεία, δεδομένα, συγκεκριμένα σχέδια, συχνά τον έφερνε σε αντίθεση με στελέχη που προτιμούσαν τη θεωρητική ανάλυση αντί των πρακτικών λύσεων. Δεν ήταν θεωρητικός της Αριστεράς, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε ότι οι ιδέες πρέπει να συναντούν την πραγματικότητα.
Σε μια εποχή που η πολιτική μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τηλεοπτικό προϊόν, η περίπτωση του Φλαμπουράρη υπενθυμίζει ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως διαρκή, επίμονη, δύσκολη εργασία και όχι ως διαδικασία μάρκετινγκ.
Και αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερο του αποτύπωμα για έναν άνθρωπο που βοήθησε υπέρμετρα τον Αλέξη Τσίπρα σε όλη του την πολιτική διαδρομή έως σήμερα, με εχεμύθεια, εμπιστοσύνη και καίριες παρεμβάσεις όπου έπρεπε, όπως ο Αντώνης Λιβάνης στον Ανδρέα Παπανδρέου ή ο Πέτρος Μολυβιάτης στον Κώστα Καραμανλή.
Το λυπηρό είναι ότι πολιτικά πρόσωπα με τέτοια χαρακτηριστικά φεύγουν σιγά- σιγά. Αλλάζουν οι εποχές!






