Στον πυρήνα κάθε ευνομούμενης κοινωνίας βρίσκεται ένα άγραφο, αλλά θεμελιώδες συμβόλαιο. Είναι το συμβόλαιο μεταξύ των γενεών: οι νέοι, με την εργασία και τις εισφορές τους, στηρίζουν τους γονείς και τους παππούδες τους στην τρίτη ηλικία, με την σιωπηρή υπόσχεση και βεβαιότητα ότι, όταν έρθει η δική τους ώρα, η επόμενη γενιά θα κάνει το ίδιο γι’ αυτούς. Αυτή η διαγενεακή αλληλεγγύη δεν είναι απλώς ο μηχανισμός που στηρίζει το ασφαλιστικό σύστημα. Είναι η ηθική που κρατά μια κοινωνία ενωμένη στον χρόνο.
Στην Ελλάδα σήμερα, το συμβόλαιο αυτό σπάει με βία. Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια καταιγίδα που απειλεί τα θεμέλια της: μια δημογραφική κατάρρευση που επιταχύνεται, ένα ασφαλιστικό σύστημα που μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα και μια νέα γενιά που καλείται να σηκώσει ένα δυσβάσταχτο βάρος, την ίδια στιγμή που στερείται τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να δημιουργήσει και να ονειρευτεί. Η απουσία μιας συνεκτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτής της τριπλής κρίσης δεν οδηγεί απλώς σε αδιέξοδο. Παράγει έναν σιωπηλό, ύπουλο πόλεμο γενεών, όπου οι νέοι νιώθουν προδομένοι και οι ηλικιωμένοι νιώθουν απροστάτευτοι. Έναν πόλεμο στον οποίο, τελικά, δεν θα υπάρξουν νικητές.
Η δημογραφική κρίση δεν είναι μια μελλοντική απειλή, είναι μια παρούσα πραγματικότητα. Τα στοιχεία είναι αμείλικτα και περιγράφουν μια χώρα που φθίνει.
- Η υπογεννητικότητα: Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα παραμένει καθηλωμένος στο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το όριο για την αναπλήρωση των γενεών είναι το 2,1. Κάθε χρόνο, οι θάνατοι είναι δεκάδες χιλιάδες περισσότεροι από τις γεννήσεις, οδηγώντας σε μια σταθερή μείωση του πληθυσμού.
- Η γήρανση: Ως αποτέλεσμα, η κοινωνία μας γερνά με ραγδαίους ρυθμούς. Η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ασφαλιστικού συστήματος, επιδεινώνεται δραματικά. Σήμερα, η αναλογία αυτή πλησιάζει το 1,7 προς 1, δηλαδή για κάθε έναν συνταξιούχο αντιστοιχούν λιγότεροι από δύο εργαζόμενοι. Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ και της Eurostat για το 2050 είναι εφιαλτικές, με την αναλογία να τείνει προς το 1 προς 1.
- Το Brain Drain: Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, η χώρα χάνει το πιο πολύτιμο κεφάλαιό της: τους νέους, μορφωμένους ανθρώπους της. Έρευνες για τους λόγους που οδηγούν πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες στο εξωτερικό την τελευταία δεκαετία είναι αποκαλυπτικές. Δεν φεύγουν μόνο για τους υψηλότερους μισθούς. Φεύγουν, όπως δηλώνουν οι ίδιοι, για να ξεφύγουν από την αναξιοκρατία, την έλλειψη προοπτικής και την εργασιακή ανασφάλεια που μαστίζει την ελληνική αγορά.
Αυτή η δημογραφική πραγματικότητα δυναμιτίζει εκ θεμελίων τη βιωσιμότητα του διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος. Ένα σύστημα που στηρίζεται στη λογική «οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν για τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων» είναι μαθηματικά αδύνατο να επιβιώσει όταν οι εργαζόμενοι μειώνονται και οι συνταξιούχοι αυξάνονται.
Αυτό δημιουργεί μια διπλή, παράλληλη αγωνία που δηλητηριάζει τις σχέσεις των γενεών. Από τη μία, οι σημερινοί συνταξιούχοι, μετά από δεκαετίες περικοπών, βλέπουν τις συντάξεις τους να μην επαρκούν για μια αξιοπρεπή διαβίωση, ενώ ζουν με τον διαρκή φόβο νέων, μελλοντικών μειώσεων. Από την άλλη, οι νέοι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές (που ξεπερνούν το 40% του μισθού τους, μαζί με την εργοδοτική εισφορά), χωρίς να έχουν καμία εμπιστοσύνη ότι, όταν έρθει η δική τους ώρα, θα υπάρχει ένα ταμείο για να τους δώσει έστω και μια στοιχειώδη σύνταξη. Νιώθουν ότι πληρώνουν για ένα σύστημα στο οποίο οι ίδιοι δεν θα συμμετάσχουν ποτέ ως δικαιούχοι.
Από την άλλη, η υπογεννητικότητα δεν είναι θεομηνία. Είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της απουσίας ενός σχεδίου πολιτικών που θα στηρίζουν την απόφαση ενός νέου ζευγαριού να κάνει παιδιά. Οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις είναι αποσπασματικές, κυρίως επιδοματικού χαρακτήρα, χωρίς να αγγίζουν τον πυρήνα του προβλήματος.
- Η ανεπάρκεια σε δομές: Η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη στην παροχή δημόσιας, δωρεάν φροντίδας για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η κάλυψη σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για παιδιά κάτω των 3 ετών είναι δραματικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό στόχο της Βαρκελώνης. Αυτό αναγκάζει τις οικογένειες είτε να πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε ιδιωτικούς σταθμούς, είτε η γυναίκα, συνήθως, να εγκαταλείπει την αγορά εργασίας.
- Το οικονομικό περιβάλλον: Όπως είδαμε στα προηγούμενα κείμενα πολιτικής της σειράς στο Βήμα, η στεγαστική κρίση που καθιστά αδύνατη την απόκτηση ενός σπιτιού και η εργασιακή ανασφάλεια που κυριαρχεί, λειτουργούν ως οι ισχυρότερες πολιτικές αντικινήτρου για τη δημιουργία οικογένειας.
Η αντιμετώπιση αυτής της υπαρξιακής κρίσης απαιτεί μια ριζική αλλαγή παραδείγματος. Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική συμφωνία, ένα νέο συμβόλαιο που θα αποκαθιστά τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών.
- Ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για την οικογένεια και το παιδί: Αντί για επιδόματα-ψίχουλα, απαιτείται ένα συνεκτικό πακέτο που θα αντιμετωπίζει την απόφαση για τεκνοποίηση ως εθνική επένδυση. Αυτό περιλαμβάνει: α) Γενναία αύξηση του αφορολόγητου ορίου για κάθε παιδί. β) Δημιουργία ενός καθολικού δικτύου δωρεάν, υψηλής ποιότητας δημόσιων βρεφονηπιακών σταθμών, με στόχο την πλήρη κάλυψη της ζήτησης. γ) Αύξηση της γονικής άδειας και για τους δύο γονείς, με πλήρεις αποδοχές και προστασία της θέσης εργασίας.
- Στρατηγικό σχέδιο για την αναστροφή του brain drain: Η επιστροφή των νέων μας δεν είναι όνειρο, μπορεί να γίνει σχέδιο. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία ενός ελκυστικού περιβάλλοντος. Προτείνουμε στοχευμένα προγράμματα με ισχυρά φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα για τουλάχιστον μια πενταετία για τους επιστήμονες που επιστρέφουν. Κυρίως, όμως, απαιτεί τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης, με χρηματοδότηση για τη δημιουργία θέσεων έρευνας στα πανεπιστήμια και ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.
- Διασφάλιση της βιωσιμότητας της δημόσιας ασφάλισης: Η λύση στο ασφαλιστικό δεν είναι η ιδιωτικοποίησή του, η οποία θα οδηγούσε σε μια κοινωνία όπου οι συντάξεις θα ήταν προνόμιο των λίγων. Η λύση είναι η εγγύηση του δημόσιου, αναδιανεμητικού χαρακτήρα του πρώτου πυλώνα, ο οποίος αποτελεί την έκφραση της εθνικής αλληλεγγύης. Η βιωσιμότητα του εξαρτάται άμεσα από την επιτυχία των παραπάνω πολιτικών (αύξηση γεννήσεων και επιστροφή εργαζομένων). Παράλληλα, οφείλουμε να ενισχύσουμε, με αυστηρούς κανόνες και κρατική εποπτεία, τον δεύτερο πυλώνα των επαγγελματικών ταμείων, ώστε να λειτουργεί ως ένα συμπληρωματικό εργαλείο για την αύξηση του τελικού εισοδήματος των συνταξιούχων, και όχι ως υποκατάστατο της δημόσιας ασφάλισης.
Το δημογραφικό, το ασφαλιστικό και η κρίση της νέας γενιάς δεν είναι τρία διαφορετικά προβλήματα. Είναι οι τρεις όψεις της ίδιας, μεγάλης πρόκλησης που αντιμετωπίζει η χώρα. Το να αφήσουμε τις γενιές να έρθουν σε σύγκρουση, με τους μεν να κατηγορούν τους δε, είναι μια συνταγή εθνικής παρακμής.
Η μόνη βιώσιμη απάντηση είναι η οικοδόμηση μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης. Μιας σχέσης όπου η κοινωνία επενδύει στους νέους της, προσφέροντας τους τα εχέγγυα για μια αξιοπρεπή ζωή, και οι νέοι, με τη σειρά τους, αισθάνονται την ασφάλεια και την υποχρέωση να στηρίξουν τους μεγαλύτερους. Η επιλογή για μια δίκαιη κοινωνία είναι, τελικά, η επιλογή για μια κοινωνία που δεν αφήνει καμία γενιά πίσω.
Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου



