Πολύς θόρυβος γίνεται σχετικά με τα τέσσερα αδειοδοτηθέντα ΝΠΠΕ και ειδικότερα με τις τρεις νέες Νομικές Σχολές. Κατά πόσο είναι απαραίτητες είναι ένα θέμα που χρήζει μεγάλης συζήτησης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι λόγοι που ενδεχομένως δικαιολόγησαν τη μη ίδρυση μιας ακόμη δημόσιας Νομικής (στην Πάτρα, και αρκετά χρόνια νωρίτερα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), δεν ισχύουν αναλόγως για την αδειοδότηση ίδρυσης από ιδιωτικούς φορείς: στην πρώτη περίπτωση το Κράτος παρέχει (δωρεάν) δημόσια υπηρεσία επενδύοντας ίδιους πόρους, ενώ στη δεύτερη επιτρέπει στην αγορά να προσφέρει σπουδές, οι οποίες θα ευδοκιμήσουν ή όχι αναλόγως της ζήτησης.
Πιο λεπτό, και νομικά περίπλοκο, είναι το θέμα το οποίο έχουν αναδείξει διάφοροι δημοσιογράφοι, συνάδελφοι δικηγόροι και καθηγητές, και ο ίδιος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ), ο οποίος μάλιστα έχει προαναγγείλει και αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, σχετικά με την επάρκεια των προγραμμάτων σπουδών (μιας) των προτεινόμενων Νομικών/ΝΠΠΕ. Όλοι οι παραπάνω, παραπονούνται ότι το πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου του Keele απέχει πολύ από το αντίστοιχο των Ελληνικών νομικών. Αναρωτιούνται, συναφώς, τι είδους νομικούς επιστήμονες θα παράγει αυτή η σχολή. Το ερώτημα αυτό επιδέχεται απάντηση τόσο στο νομικό όσο και στο ουσιαστικό επίπεδο.
Υπενθυμίζεται ότι τα ΝΠΠΕ είναι παραρτήματα αλλοδαπών πιστοποιημένων Πανεπιστημίων, τα οποία προσφέρουν στην Ελλάδα προγράμματα σπουδών πιστοποιημένα στη χώρα προέλευσης του κάθε Πανεπιστημίου: για το Keele στο ΗΒ. Είναι προφανές ότι κανένα Πανεπιστήμιο τρίτης χώρας (πλην, ίσως, της Κύπρου όπου οι Νομικές Σχολές στελεχώνονται από αποφοίτους και τέως Καθηγητές των Ελληνικών Νομικών) δεν υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσει πρόγραμμα σπουδών που να αντιστοιχεί επαρκώς (και πώς ποσοτικοποιείται το «επαρκώς»;) σε αυτό της μιας εκ των τριών Νομικών Σχολών της χώρας μας. Για περισσότερους λόγους:
Πρώτον, τα προγράμματα των αλλοδαπών Πανεπιστημίων θα πρέπει να περιέχουν το ελάχιστο περιεχόμενο που θα τους επιτρέπει να πιστοποιηθούν από τους οικείους ακαδημαϊκούς και (ενδεχομένως) επαγγελματικούς φορείς (λ.χ. δίκαιο καταπιστευμάτων, το οποίο είναι πολύ σημαντικό για το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα).
Δεύτερον, ούτε στο ακαδημαϊκό προσωπικό των αλλοδαπών Πανεπιστημίων ούτε στους φορείς που τα πιστοποιούν υπάρχει επαρκής γνώση του Ελληνικού νομικού συστήματος και της Ελληνικής νομικής πρακτικής, ώστε να αξιολογηθεί επαρκώς η ανάγκη συγκεκριμένων μαθημάτων.
Τρίτον, η Βρετανική εκπαίδευση, σε αντίθετη την «Ηπειρωτική» βασίζεται ανέκαθεν σε πολύ λιγότερα μαθήματα, με έμφαση στην εμβάθυνση, τη μεθοδολογία και τις επαγγελματικές δεξιότητες. Το πτυχίο νομικής (LLB) των Πανεπιστήμιων Cambridge και LSΕ (ενδεικτικά) απονέμεται με την επιτυχή εξέταση σε λιγότερα από 32 μαθήματα (4 ανά εξάμηνο, από τα οποία μαθήματα κάποια είναι 2 εξαμήνων). Είναι χειρότεροι νομικοί επιστήμονες οι απόφοιτοι αυτών των Πανεπιστημίων από τους αποφοίτους των δικών μας Νομικών; Ή μήπως γίνονται καλοί επιστήμονες επειδή τους επιβάλει κάποια μαθήματα ο ΔΣΑ προκειμένου να τους εγγράψει ως ασκούμενους δικηγόρους; Ακριβώς για να εκλείψει η «μπακαλική» με τα μαθήματα, η ΕΕ έχει θεσπίσει εδώ και χρόνια το σύστημα αντιστοίχισης μέσω ECTS, το οποίο αναφέρεται σε μετρήσιμο μαθησιακό φόρτο και τέσσερα έτη φοίτησης τόσο στην Ελλάδα όσο και στο ΗΒ αντιστοιχούν σε 240 ECTS.
Τέταρτον, η νομική επιστήμη είναι από τη φύση της συντηρητική και αυτό επιδρά και σε αυτούς που την υπηρετούν. Έτσι, ενώ οι αναμνήσεις της φοιτητικής ζωής και του προγράμματος σπουδών του κάθε επώνυμου ή ανώνυμου δικηγόρου μπορεί να έχουν συναισθηματική αξία, εκπαιδευτικά θα ήταν μάλλον ανησυχητικό αν το πρόγραμμα και η μεθοδολογία που ακολουθούνται στις Νομικές Σχολές μας παρέμεναν ίδια. Με βεβαιότητα έχουν αλλάξει και οφείλουν να αλλάξουν ακόμη πιο δραστικά στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Με δεδομένο ότι οι αγγλοσάξονες έχουν «παράδοση στην ανανέωση» και στη χρήση εκπαιδευτικών μεθόδων οι οποίες υιοθετούνται σε άλλες χώρες με αρκετή καθυστέρηση, θα ήταν ωφέλιμο πριν κρίνουμε σκωπτικά να αναλογιστούμε.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν γεννάται από το πρόγραμμα σπουδών των αλλοδαπών Πανεπιστημίων, που είναι αυτό που είναι. Γεννάται από την παράλογη – και κατά τη γνώμη πολλών μεταξύ των οποίων και ο γράφων – παράνομη πρόβλεψη του νόμου ότι τα προγράμματα σπουδών των ΝΠΠΕ οφείλουν να πιστοποιούνται και στη χώρα προέλευσης και στη χώρα υποδοχής, δηλαδή και από τις βρετανικές αρχές και από την ΕΘΑΑΕ. Είναι δυνατόν το ίδιο πρόγραμμα σπουδών να ικανοποιεί φορείς πιστοποίησης με διαφορετικές κουλτούρες, αρχές, μεθοδολογίες και ουσιαστικές απαιτήσεις – οι οποίες ενίοτε, όπως στην περίπτωση των αποφοίτων νομικής, συνδέονται με διαφορετικά επαγγελματικά δικαιώματα; Αποτελεί βασική γνώση (δευτεροετούς φοιτητή/τριας) – αλλά όχι του σοφού νομοθέτη – ότι η ελεύθερη κυκλοφορία στην Εσωτερική Αγορά της ΕΕ εξασφαλίζεται καλύτερα στη βάση της «αρχής του κράτους προέλευσης» (όταν δηλαδή η συμμόρφωση με τους κανόνες του κράτους αυτού επαρκεί), λιγότερο καλά στην «αρχή του κράτους υποδοχής» (όταν δηλαδή απαιτείται συμμόρφωση με τους κανόνες του κράτους αυτού), αλλά ποτέ στο συνδυασμό των δύο αρχών, οι οποίες αλληλοαναιρούνται!
Το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας σφραγίζει τα σχετικά πτυχία, τα οποία ισχύουν άμεσα στη χώρα μας, τόσο επαγγελματικά όσο και ακαδημαϊκά, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση: προανήγγειλε αίτηση ακύρωσης ο ΔΣΑ, είναι ασαφές όμως κατά ποίου; Όπως γράφαμε όταν ο νόμος τελούσε σε διαβούλευση «τίθεται εύλογα το ερώτημα ποιος πραγματικά είναι ο εκδότης της σχετικής διοικητικής πράξης (του πτυχίου): το αλλοδαπό ίδρυμα, στο οποίο αναγνωρίζεται έτσι η αρμοδιότητα έκδοσης ελληνικών διοικητικών πράξεων· το ΝΠΠΕ, το οποίο όμως είναι ΝΠΙΔ (ιδιωτικός φορέας)· ή το Υπουργείο, το οποίο ελέγχει από την αρχή μέχρι το τέλος την όλη διαδικασία αδειοδότησης ΝΠΠΕ, εισαγωγής, φοίτησης και αποφοίτησης φοιτητών;»
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο νόμος, ο οποίος επιδιώκει τον τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή να συνδυάσει την ίδρυση «παρατημάτων» τα οποία μοιραία εξαρτώνται από κάποιο μητρικό ίδρυμα σε άλλη χώρα με τον εκτεταμένο έλεγχο της ΕΘΑΑΕ και την άμεση αναγνώριση των πτυχίων (αγνώστου πατρότητας!) στη χώρα μας. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε το πρόγραμμα σπουδών του (κάθε) Keele το οποίο αντιστοιχεί σε πιστοποιημένες ακαδημαϊκές διεργασίες στο ΗΒ, ούτε ο ΔΣΑ ο οποίος ανησυχεί για την είσοδο στην αγορά εργασίας επαγγελματιών με ελλιπείς γνώσεις – πρόβλημα το οποίο πάντως μπορεί να αντιμετωπιστεί με αυστηρότερες εξετάσεις πρόσβασης στο επάγγελμα.
*Ο Βασίλης Χατζόπουλος είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επισκέπτης Καθηγητής στο HEC Paris Δικηγόρος Αθηνών, Ad Hoc δικαστής στο ΕΔΑΔ





