Αν είναι πολλά τα μέτωπα στα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει δυσκολίες, κανένα δεν φαίνεται να τον βασανίζει πολιτικά όσο η υπόθεση Τζέφρι Έπσταϊν. Περίτρανη απόδειξη όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες.

Το πρώτο «καρφί» ήρθε όταν σε εκτενές δημοσίευμα, η Wall Street Journal ανέφερε ότι η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόνταϊ και ο αναπληρωτής της Τοντ Μπλαντς είχαν ενημερώσει ήδη από τον Μάϊο τον πρόεδρο, σε συνάντηση μαζί του στον Λευκό Οίκο, ότι το όνομά του εμφανιζόταν σε έγγραφα που σχετίζονται με τον Έπσταϊν (οι δύο άνδρες διατηρούσαν επί σειρά ετών φιλία).

Παρότι ο Λευκός Οίκος έσπευσε να κάνει λόγο για «ψευδή είδηση», η δημοσιοποίηση της συνάντησης ανάμεσα στον Μπλαντς και την πρώην σύντροφο και συγκατηγορούμενη του Έπσταϊν, Γκιλέιν Μάξγουελ, με στόχο να υπάρξει κάποια συνεργασία μαζί της, έδωσε «πάτημα» για νέα «βέλη». Οι Δημοκρατικοί υπενθύμισαν ότι ο Μπλαντς υπήρξε δικηγόρος του Τραμπ, καταλογίζοντας προσωπικό κίνητρο στον χειρισμό της υπόθεσης και κάνοντας λόγο για «σύγκρουση συμφερόντων».

Ακόμη και η απόφαση που πήρε η Επιτροπή Εποπτείας της Βουλής των Αντιπροσώπων, με επικεφαλής τον Ρεπουμπλικανό Τζέιμς Κόμερ, να εκδοθούν κλητεύσεις αναφορικά με την υπόθεση, που περιλαμβάνουν από πρώην υπουργούς Δικαιοσύνης και διευθυντές του FBI σε βάθος εικοσαετίας έως το προεδρικό ζεύγος Κλίντον, έρχεται κατόπιν εορτής και εν μέσω επικρίσεων. Αφενός είχε προηγηθεί ψηφοφορία υποεπιτροπής όπου Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Δημοκρατικούς, αψηφώντας την κομματική γραμμή. Αφετέρου, θύματα του Έπσταϊν επισημαίνουν ότι επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, με ένα εξ αυτών να ζητάει τη διασφάλιση της προστασίας του, τονίζοντας εμφατικά ότι «δεν θα γίνει πολιτικό πιόνι».

Η αίσθηση διαρκούς οπισθοχώρησης από πλευράς προεδρικού επιτελείου και ο φόβος ότι θα εξελιχθεί το όλο ζήτημα σε κρίση οδήγησαν στην απόφαση του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς να συγκαλέσει σύσκεψη με τους επικεφαλής του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FΒΙ για τον συντονισμό των κινήσεων στην πολιτική διαχείριση της υπόθεσης.

Ρήγμα στη βάση του MAGA

Δεν πάει πολύς καιρός που o Τραμπ δήλωνε ότι θα έδινε στη δημοσιότητα όλα τα αρχεία που σχετίζονται με τον Έπσταϊν, δισεκατομμυριούχο χρηματιστή καταδικασμένο για σεξουαλικά εγκλήματα και μαστροπεία, ο οποίος αυτοκτόνησε στη φυλακή το 2019. «Θα δούμε πιθανότατα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα», δήλωνε προεκλογικά προαναγγέλλοντας αποκαλύψεις που αφορούσαν όσους πήγαιναν στο ιδιωτικό νησί του Έπσταϊν και περιλαμβάνονται στη διαβόητη «λίστα» με την οποία αυτός υποτίθεται πως εκβίαζε μια σειρά από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα.

Η δέσμευση «κούμπωνε» στο αίτημα τμήματος του κινήματος MAGA που δεν έχει πάψει να αναζητά «την αλήθεια» γύρω από τον θάνατο του Έπσταϊν, και φλερτάρει με το συνομωσιολογικό αφήγημα των QAnon – σύμφωνα με το οποίο μια παγκόσμια ελίτ παιδεραστών κυβερνά τον κόσμο. Διαψεύστηκε ωστόσο από την κοινή έρευνα υπουργείου Δικαιοσύνης και FBI, η οποία συμπέρανε πως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Έπσταϊν είχε «πελατολόγιο» που εκβίαζε ούτε ότι ο ίδιος δολοφονήθηκε στη φυλακή.

Όμως η άλλοτε ιδεώδης σχέση του Τραμπ με τους οπαδούς του δοκιμάζεται σε τέτοιο σημείο που δημιουργεί πρόβλημα διαχείρισης και στους πλέον διαπρύσιους υποστηρικτές του. Πρωτοστάτες του MAGA, όπως η influencer Λόρα Λούμερ και ο δημοσιογράφος της alt-right Τζακ Ποζόμπικ, και ιστότοποι όπως το ZeroHedge τηρούν αποστάσεις από το ζήτημα, προσπαθώντας να στρέψουν αλλού την προσοχή του κοινού.

Ωστόσο άλλοι, όπως ο δημοσιογράφος Τάκερ Κάρλσον, ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ και podcaster Στιβ Μπάνον και ο YouTuber Μπένι Τζόνσον, συνεχίζουν να καλύπτουν την υπόθεση εντατικά. Και το ρήγμα «κατεβαίνει» στη βάση του κινήματος, όπου ακόμη και εμβληματικές προσωπικότητες σαν τον Τζέικομπ Τσάνσλεϊ – τον «σαμάνο» που συμμετείχε στην εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 – αναρτούν υβριστικά μηνύματα κατά του Τραμπ.

Ο Τραμπ κατηγόρησε, μέσω του Truth Social, τους ψηφοφόρους του ότι έπεσαν θύματα της «ριζοσπαστικής αριστερής» απάτης της αντιπολίτευσης που θέλει να τον δυσφημίσει και να αποσιωπήσει το θετικό έργο της κυβέρνησής του. Η ανάρτηση του προέδρου προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση μερίδας των υποστηρικτών και ψηφορόρων του.

Η δυσαρέσκεια αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Σε πρόσφατη έρευνα της Wall Street Journal, περίπου τα δύο τρίτα των Ρεπουμπλικανών και εννιά στους δέκα Δημοκρατικούς πιστεύουν πως η έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης για την υπόθεση Έπσταϊν είναι ελλιπής. Η απογοήτευση των οπαδών του Τραμπ αυξάνεται, δημιουργώντας ευκαιρίες για τους Δημοκρατικούς και ελπίδες για αλλαγή των συσχετισμών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026.