Η επίδραση του ανθρώπου στο κλίμα της Γης γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής. Ανάμεσα στις επιπτώσεις αυτής της επίδρασης σημαντική θέση κατέχουν και οι επιπτώσεις που έχουν οι βασικές μεταβολές του κλίματος επί των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη τα οποία διαδραματίζουν ένα ξεχωριστό ρόλο στην ισορροπία και του κλίματος, αλλά και των υπηρεσιών που αυτά προσφέρουν.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις ένα υψηλό ποσοστό φυσικών οικοσυστημάτων υφίσταται σε ετήσια βάση συνέπειες συνδεόμενες με την κλιματική αλλαγή, οι οποίες εκφράζονται με εκτεταμένες ξηράνσεις της βλάστησης, μείωση της ζωτικότητας πληθυσμών ως αποτέλεσμα καταπόνησης από την ξηρασία, αλλαγές στη γενετική συγκρότηση των πληθυσμών των ειδών, αύξηση προσβολών από έντομα, αλλά και αλλαγές στην ένταση και στην εποχικότητα πυρκαγιών στις οποίες εκτίθενται τα φυσικά οικοσυστήματα. Η έναρξη και η εξάπλωση των πυρκαγιών εξαρτάται άμεσα από την υγρασία της βλάστησης, που με τη σειρά της καθορίζεται από τη βροχόπτωση, τη σχετική υγρασία, τη θερμοκρασία του αέρα και την ταχύτητα του ανέμου. Έτσι η προβλεπόμενη άνοδος της μέσης θερμοκρασίας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, αυξάνει την ξηρότητα της βλάστησης με το φαινόμενο αυτό να γίνεται πιο έντονο στις περιοχές που μειώνονται παράλληλα και οι βροχοπτώσεις.
Όλα τα μελλοντικά κλιματικά σενάρια συνηγορούν στο ότι η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης των πυρκαγιών ειδικά στα μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα. Σύμφωνα με προσομοιώσεις μελλοντικών κλιματικών μοντέλων διαφαίνεται ότι κατά την περίοδο 2020-2050 λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας και της ξηρασίας σε πολλές περιοχές της χώρας με χαμηλό υψόμετρο θα υπάρξει μεγάλος αριθμός ημερών με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς. Αν και στη χώρα μας οι περισσότερες πυρκαγιές οφείλονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες (ακούσιες ή εκούσιες), οι μετεωρολογικοί παράγοντες όπως η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία του αέρα καθώς και η ταχύτητα και η διεύθυνση του πνέοντος ανέμου είναι οι κύριες παράμετροι που διαμορφώνουν τις συνθήκες καύσης στην ύπαιθρο. Έτσι επιδρούν καθοριστικά στην ταχύτητα, τη θερμική ένταση και τον τρόπο διάδοσης των πυρκαγιών. Η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι καύσωνες είναι πιθανό να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά των δασικών πυρκαγιών, όπως την πιθανότητα ανάφλεξης, το ρυθμό εξάπλωσης και την ένταση, καθώς επίσης τη συχνότητα, το μέγεθος και τη δυσκολία κατάσβεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεγάλες πυρκαγιές του 2021 στη χώρα (Βόρεια Εύβοια, Πάρνηθα) προήλθαν έπειτα από παρατεταμένες ημέρες καύσωνα. Αντίστοιχα φαινόμενα σημειώθηκαν το ίδιο έτος στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Τουρκία και το 2023 στον Καναδά.
Σημαντικές όμως είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και στη βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με την Διακυβερνητική Πλατφόρμα για τη Βιοποικιλότητα και τις Οικοσυστημικές Υπηρεσίες (IPBES), η κλιματική αλλαγή αποτελεί ήδη την τρίτη μεγαλύτερη απειλή για τα είδη, μετά την καταστροφή των φυσικών τύπων οικοτόπων και την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Η άνοδος της θερμοκρασίας, η μείωση των βροχοπτώσεων, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επηρεάζουν τις οικολογικές ισορροπίες. Πολλά είδη δεν μπορούν να προσαρμοστούν τόσο γρήγορα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, οδηγούμενα είτε σε εκτοπισμό είτε σε εξαφάνιση. Στην Ελλάδα, ενδημικά είδη της Πίνδου, των Κυκλάδων ή της Κρήτης απειλούνται από την άνοδο της θερμοκρασίας και τη μείωση των βροχοπτώσεων. Επιπλέον, η αύξηση της θερμοκρασίας των θαλασσών μας ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής και των παρατεταμένων ημερών καύσωνα έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία ξενικών ειδών από γειτονικές θερμότερες περιοχές (Αίγυπτος, διώρυγα του Σουέζ) όπως ο λαγοκέφαλος ή το λεοντόψαρο τα οποία όχι μόνο ανταγωνίζονται ή θηρεύουν τα ενδημικά είδη, αλλά δημιουργούν σοβαρές οικονομικές απώλειες για τους αλιείς, καθώς μειώνονται σημαντικά πληθυσμοί εμπορικά σημαντικών ειδών (π.χ. συναγρίδες, σαργοί).
Στα αστικά περιβάλλοντα οι παρατεταμένοι καύσωνες δημιουργούν το φαινόμενο της «Αστικής Θερμικής Νησίδας» το όποιο συνίσταται στην αυξημένη θερμοκρασία που καταγράφεται στις πόλεις σε σύγκριση με τις γύρω ημιφυσικές ή φυσικές περιοχές. Το φαινόμενο προκαλείται κυρίως από τα υλικά δόμησης (άσφαλτος, τσιμέντο) που απορροφούν και εκπέμπουν θερμότητα, την έλλειψη πρασίνου και φυσικής σκίασης, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τη χρήση κλιματιστικών, οχημάτων κ.ά. που προσθέτουν θερμότητα στα αστικά περιβάλλοντα. Το φαινόμενο αυτό προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία (θερμοπληξία, αφυδάτωση, επιδείνωση καρδιαγγειακών & αναπνευστικών προβλημάτων, κτλ.).
Εκ του γεγονότος ότι τα φυσικά οικοσυστήματα (δάση, υγρότοποι, ωκεανοί κτλ.) λειτουργούν ως φυσικοί απορροφητές άνθρακα, ρυθμίζουν τη θερμοκρασία και το κλίμα. οι πολιτικές προστασίας, ενίσχυσής και αποκατάστασής τους όταν αυτά είναι υποβαθμισμένα ή κινδυνεύουν, κρίνονται επιτακτικές και πρώτης προτεραιότητας. Η εφαρμογή πολιτικών μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και άλλων μέτρων προσαρμογής (διατήρηση και αποκατάσταση
οικοσυστημάτων, αύξηση του πρασίνου στις πόλεις, λύσεις βασισμένες στη φύση, κτλ) δεν είναι απλώς περιβαλλοντική ανάγκη, αλλά είναι στρατηγική επιβίωσης. Η διατήρηση υγιών φυσικών οικοσυστημάτων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μέλλον.
* Ο κ. Ιωάννης Μητσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ





