Σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 1890, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ βγήκε στα χωράφια του Ωβέρ-συρ-Ουάζ, στη Γαλλία, κρατώντας ένα πιστόλι. Είπε πως θα πήγαινε να διώξει τα κοράκια που τον ενοχλούσαν.
Επέστρεψε τραυματισμένος, με μια σφαίρα στο στήθος, την οποία είχε στρέψει ο ίδιος στον εαυτό του.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου, ο πιο βασανισμένος ίσως καλλιτέχνης του 19ου αιώνα πέθαινε στην αγκαλιά του αδελφού του, Τεό.
Έφυγε στα 37 του χρόνια, πιστεύοντας ότι είχε αποτύχει. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως λίγα χρόνια μετά, θα μνημονευόταν ως ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Η Έναστρη Νύχτα, 1889. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
Ο ολλανδός ζωγράφος πάλευε για χρόνια με την ψυχική του υγεία. Μέσα από τις πολυάριθμες επιστολές του προς τον αδελφό του Τεό και άλλους φίλους, που έχουν διασωθεί, περιγράφει ψυχικές διακυμάνσεις, άγχη, καταθλίψεις, αισθήματα απελπισίας.
Πολλοί σύγχρονοι ψυχίατροι και ιστορικοί τέχνης θεωρούν ότι έπασχε πιθανότατα από διπολική διαταραχή ή σχιζοφρενικό φάσμα, ενώ έχουν διατυπωθεί και θεωρίες περί επιληψίας του κροταφικού λοβού.
Ζούσε με την αίσθηση της απόρριψης, της μοναξιάς. Στις επιστολές του προς τον αδερφό του, μιλούσε διαρκώς για την αδυναμία του να αναγνωριστεί ως καλλιτέχνης, ενώ ένιωθε οικονομικά εξαρτημένος και συναισθηματικά απομονωμένος.
Κι όμως, όσο η ψυχή του βυθιζόταν στο σκοτάδι, η απόγνωση του δεν τον παρέλυσε. Αντίθετα, την μετουσίωσε σε εικόνες που εξακολουθούν να συγκινούν με την ένταση και το φως τους.

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Hλιοτρόπια, 1888. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
Στις 10 Νοεμβρίου 1956, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» διασώζεται ένα ξεχωριστό κείμενο του Σπύρου Μελά της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο «Η ιστορία όπως δεν εγράφη – Βαν Γκογκ» όπου εξιστορεί την πορεία του ζωγράφου μέχρι το δραματικό τέλος του.
Η αρχή του τέλους
Το 1888 ο ζωγράφος, έπειτα από έντονο καβγά με τον φίλο και συνάδελφό του Γκογκέν, πέρασε σε ψυχωσικό επεισόδιο και έκοψε μέρος του αριστερού του αυτιού με ξυράφι:
«… εκεί που ο Γκογκέν περπατούσε κάτω από τα δέντρα, βλέπει τον Βαν Γκογκ να τρέχη έξαλλος εναντίον του μ΄ένα ξυράφι στο χέρι. Έντρομος τον βλέπει να πλησιάζει. Αλλά , ξαφνικα, σαν μια σκέψις άλλη να τον σταμάτησε, γυρίζει τρέχοντας στο σπίτι, κόβει με το ξυράφι το αυτί του, το βάζει σ’ ένα κουτί και το στέλνει “ενθύμιο” σε φιλική του οικογένεια, που έχει μια κοπέλα ελαφρών ηθών».

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Αυτοπροσωπογραφία με επίδεσμο στο αυτί, 1889. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
Λίγους μήνες αργότερα, μπήκε οικειοθελώς για νοσηλεία. Ο Σπύρος Μελάς γράφει χαρακτηριστικά:
«Είναι η αρχή του τέλους. Ο Τεό φθάνει και καταφέρνει να βάλη τον αδερφό του στο φρενοκομείο του Σαίν-Ρεμύ…»
Εκεί, μέσα στην απομόνωση και τον πόνο, δημιούργησε μερικά από τα πιο εμβληματικά έργα του. Όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς:
«Παλεύει κατά της τρέλλας του, πετυχαίνει να φτιάξη μια γωνιά ήρεμη μέσα στο τρελλοκομείο και αρχίζει να δουλεύη με απίστευτον οργασμό… Τα πιο ενδιαφέροντα έργα της ζωής του βγαίνουν τώρα από τον χρωστήρα του: Ζωγραφίζει τα κυπαρίσσια, τον κήπο του φρενοκομείου, τους γείτονικούς κάμπους, τις ρεματιές, τα πάντα.
»Αλλά οι τόνοι του δεν είναι πια οι ίδιοι. Δεν υπάχει πια η λάμψις, ο παλμός, η φαιδρότης. Ως να πέφτη στα πράγματα η σκιά ενός μεγάλου σύγνεφου, το προαίσθημα της δραματικής εσπέρας που πρόκειται να σημάνη το τέλος του καλλιτέχνη».
Η τέχνη του αποκτά βάθος και ένταση, αλλά η εσωτερική ταραχή δεν υποχωρεί. Η επαφή με τον αδελφό του, Τεό, και μια προσωρινή περίοδος ηρεμίας του επιτρέπουν να ταξιδέψει ξανά στο Παρίσι.
Η παραίσθηση στα χρυσά χωράφια
Το καλοκαίρι του 1890, ο Βαν Γκογκ μεταφέρεται στο Ωβέρ-συρ-Ουάζ, φιλοξενούμενος υπό την επίβλεψη του γιατρού Γκασέ:
«Τις τελευταίες μέρες του περνάει ο Βαν Γκογκ στην Οβέρ συρ Ουάζ, όπου ο Τεό τον τοποθετεί, φιλοξενούμενο του γιατρού Γκασέ.

«Auberge Ravoux» – ο ξενώνας όπου διέμενε ο Βίνσεντ στο Ωβέρ-συρ-Ουάζ. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
»Αυτός θα μπορή και να τον επιβλέπη, όταν τον πιάνουν οι κρίσεις. Μεταξύ γιατρού και αρρώστου αναπτύσσεται θερμή φιλία και ο Βαν Γκογκ του φιλοτεχνεί δύο προσωπογραφίες από τις οποίες η μία είναι μέσα στ’ αριστουργήματά του.

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Πορτρέτο του Δρ. Γκασέ, 1890. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
»Οι υποψίες του όμως σε λίγο ξαναρχίζουν. Όπως και με τον Γκογκέν, ο Βαν Γκογκ απειλεί τον γιατρό να τον σκοτώση. Μα κάτω από την ευεργετική του επίδρασι πείθεται ότι έχει άδικο και του ζητάει συχώρεσι».
Δείχνει να ανακάμπτει, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει. Το απόγευμα της 27ης Ιουλίου βγαίνει στα χωράφια με ένα όπλο:
«Ένα μεσημέρι πολύ ζεστό του Ιουλίου ο καλλιτέχνης, κατ’ επιφάνειαν ήρεμος, στέκει στο μπαλκόνι και θαυμάζει τους ολόχρυσους, θερισμένους αγρούς. Από πάνω τους όμως πετάνε, αμαυρώνοντας τον ήλιο, μαύρα κοράκια.

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Χωράφι με σιτάρι και κοράκια , 1890. Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/
»Ο Βαν Γκογκ κατεβαίνει, από το σπίτι, αρματωμένος μ’ ένα πιστόλι, λέγοντας ότι πάει να χτυπήσει τα κοράκια που τον ενοχλούν. Προχωρώντας ανάμεσα στα χωράφια, κουράζεται.
»Έχει ξαφνικά την παραίσθησι, ότι είναι δέσμιος, αιχμάλωτος μέσα στο πλαίσιο ενός πίνακός του…»
Το τέλος
»Σηκώνει το πιστόλι κατά τον ουρανό για να ρίξη. Αλλά από της αδύσσους της ταραγμένης ψυχής του υψώνεται και κυριεύει το μυαλό του αυτύ η παράξενη ιδέα: “Τα κοράκια δεν είναι έξω, είναι μέσα του!” Κατεβάζει αργά το πιστόλι, το διευθύνει κατά του εαυτού του και πιέζει, χαμογελώντας περίεργα, την σκανδάλη.
»Η σφαίρα τρύπησε τα σπλάχνα του και σφηνώθηκε στην σπονδυλική στήλη. Σωτηρία δεν υπήρχε πια, παρ’ όλες τις φροντίδες του Γκασσέ.
»Στις 29 Ιουλίου 1890 πέθανε στην αγκαλιά του πιστου του αδερφού Τεό, μ’ απόλυτη αταραξία και με το παράξενο χαμόγελο που είχε, όταν γύριζε το πιστόλι απάνω του».
“Ε, λοιπόν, ρισκάρω τη ζωή μου για το έργο μου και η λογική μου έχει σχεδόν ναυαγήσει μέσα σ’ αυτό. Αλλά τι μπορείς να κάνεις;”
(Τελευταία φράση του ανολοκλήρωτου γράμματος προς τον Τεό, με σημείωση του ίδιου του Τεό: «Το γράμμα που είχε πάνω του στις 27 Ιουλίου, την ημέρα του δυστυχήματος» – Πηγή: https://www.vangoghmuseum.nl/en/)






