Οι πρόσφατες στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ εναντίον της Χεζμπολάχ, έχουν επιφέρει μια διακριτή μετατόπιση στην περιφερειακή δυναμική ισχύος. Μέσω της ανάλυσης πληροφοριών από αναφορές της UNIFIL (United Nations Interim Force in Lebanon) φαίνεται μια σαφής μείωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Χεζμπολάχ, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα αποθέματα πυραύλων και την επιχειρησιακή ετοιμότητα. Αυτή η μείωση, ενώ ενδεχομένως προσφέρει στο Ισραήλ μια περίοδο μειωμένης άμεσης απειλής, έχει δημιουργήσει ένα κενό ισχύος το οποίο άλλοι δρώντες επιχειρούν να εκμεταλλευτούν.
Μια αξιοσημείωτη συνέπεια, είναι η αναβίωση των σουνιτικών εξτρεμιστικών ομάδων. Δορυφορικές εικόνες και αναφορές από το πεδίο δείχνουν αυξημένη δραστηριότητα υπολειμμάτων του ISIS στη συριακή έρημο, καθώς και ομάδων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα στην επαρχία Ιντλίμπ. Επιπλέον, διάφορες ένοπλες ομάδες που υποστηρίζονται από την Τουρκία, όπως υποομάδες εντός του Συριακού Εθνικού Στρατού (SNA), έχουν επεκτείνει τον εδαφικό τους έλεγχο σε περιοχές που προηγουμένως αμφισβητούνταν από δυνάμεις που ευθυγραμμίζονταν με τη Χεζμπολάχ. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις, μιας και αυτές οι ομάδες, ενδεχομένως ενισχυμένες από εξωτερική υποστήριξη, θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια πιο σημαντική απειλή από την προηγουμένως κυρίαρχη σιιτική αντιπολίτευση.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επισφαλής για τις περιοχές με κουρδική πλειοψηφία στη βόρεια Συρία, συγκεκριμένα τις περιοχές Ασραφίγιε και Σεΐχ Μακσούντ στο Χαλέπι. Φαίνεται ότι αυτές οι περιοχές, που ήδη φιλοξενούν πάνω από 200.000 πρόσφυγες από προηγούμενες συγκρούσεις, αντιμετωπίζουν τώρα αυξημένη πίεση από τις προελαύνουσες εξτρεμιστικές ομάδες. Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) έχουν αναπτύξει ενισχύσεις, όπως επιβεβαιώνεται από δελτία τύπου των SDF και ανεξάρτητες αναφορές μέσων ενημέρωσης, υπογραμμίζοντας την κρίσιμη φύση της κατάστασης. Η πιθανή πτώση αυτών των περιοχών, η οποία θα διαταράξει τη σχετική σταθερότητα της περιοχής, θα αντιπροσώπευε μια σημαντική οπισθοδρόμηση για την κουρδική αυτονομία και σταθερότητα στην περιοχή.
Η συνεχιζόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει επίσης συμβάλει στις μεταβαλλόμενες δυναμικές. Με μειωμένη εστίαση στη Συρία, υπήρξε μια αντιληπτή αύξηση της επιρροής της Τουρκίας, ιδιαίτερα της υποστήριξης της προς ορισμένες συριακές αντιπολιτευόμενες ομάδες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη βόρεια Συρία κερδίζουν δυναμική, όπως αποδεικνύεται από τις αυξημένες σε ένταση επιχειρήσεις κυρίως πυροβολικού αλλά και τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, εγείροντας ανησυχίες για το μέλλον των κουρδικών εδαφών. Η στρατηγική σημασία πόλεων όπως η Κομπάνι και η Μανμπίτζ είναι εμφανής, δεδομένου του ιστορικού ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την επέκταση της επιρροής της σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές. Η πιθανότητα περαιτέρω τουρκικής στρατιωτικής δράσης, ιδίως υπό το φως των αλλαγών στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, προσθέτει ένα στρώμα αβεβαιότητας στο μέλλον της περιοχής.
Η μειωμένη επιρροή της Χεζμπολάχ, ενός βασικού ιρανικού συμμάχου, έχει επίσης επηρεάσει την περιφερειακή θέση του Ιράν. Η ανάλυση των ιρανικών μέσων ενημέρωσης αποκαλύπτει μια μετατόπιση της εστίασης προς την εδραίωση της επιρροής σε άλλες περιοχές. Ενώ αυτό μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη στο Ισραήλ, η πιθανότητα μιας πιο ενωμένης σουνιτικής εξτρεμιστικής απειλής, ενδεχομένως υπό εξωτερική επιρροή, δημιουργεί ένα μακροπρόθεσμο ζήτημα. Αυτή η μετατόπιση θα μπορούσε να απαιτήσει μια επαναξιολόγηση των περιφερειακών στρατηγικών ασφαλείας τόσο για το Ισραήλ όσο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες, απαιτώντας μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στην αντιτρομοκρατία και την περιφερειακή διπλωματία.
Η ανθεκτικότητα των κουρδικών δυνάμεων, και η αποδεδειγμένη τους ικανότητα να παρέχουν περιφερειακή σταθερότητα, όπως αποδεικνύεται από τον ρόλο τους στον αγώνα κατά του ISIS, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε κάθε μελλοντικό στρατηγικό σχεδιασμό. Η τρέχουσα εκεχειρία, ενώ παρέχει προσωρινή ανάπαυλα, ενέχει τον κίνδυνο απρόβλεπτων, μακροπρόθεσμων συνεπειών.
Στις 6 Μαρτίου 2025, παράκτιες περιοχές της Ταρτούς και της Λαττάκειας έγιναν θέατρο συντονισμένων επιθέσεων από απομεινάρια του καθεστώτος Άσαντ και συμμαχικές τοπικές πολιτοφυλακές Αλαουιτών. Οι επιθέσεις αυτές, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων μαχητών και τον τραυματισμό πολιτών, αποτέλεσαν μια σαφή ένδειξη της συνεχιζόμενης αστάθειας στη Συρία μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο.
Σε απάντηση, οι δυνάμεις ασφαλείας του νέου καθεστώτος, με πυρήνα την πρώην Hayat Tahrir al-Sham (HTS), προχώρησαν σε μεταφορά σημαντικού αριθμού ενόπλων ομάδων από γειτονικές περιοχές, με στόχο την καταστολή των υποστηρικτών του ανατραπέντος καθεστώτος. Παράλληλα, επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας στις πόλεις Λαττάκεια και Ταρτούς, σε μια προσπάθεια περιορισμού των εχθροπραξιών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, έχουν ιδρυθεί τουλάχιστον πέντε οργανώσεις από πρώην υποστηρικτές του έκπτωτου Σύρου δικτάτορα, πιθανότατα με την υποστήριξη του Ιράν. Οι οργανώσεις αυτές έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις εναντίον του νέου καθεστώτος, κυρίως στις επαρχίες Ταρτούς και Λαττάκεια, αλλά και στις επαρχίες Χομς και Χάμα.
Ενώ τα απομεινάρια του καθεστώτος Άσαντ διατηρούν παρουσία και σε άλλες περιοχές της Συρίας, η δραστηριότητα τους παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, καθώς και η διασφάλιση μιας ειρηνικής μετάβασης, θα απαιτήσουν μια συντονισμένη προσπάθεια από το νέο καθεστώς, με την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Η αποτυχία σε αυτό το εγχείρημα θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής, με απρόβλεπτες συνέπειες για το ευρύτερο υποσύστημα της Μέσης Ανατολής.
*Μηνάς Λυριστής, Υπ. Διδάκτορας Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου



