Το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με το Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στην Αθήνα για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών, παρουσίασε στις 31 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, την πρώτη Εθνική Στρατηγική για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών (2025 – 2030) στην Ελλάδα, η οποία διαμορφώθηκε με τη συνδρομή του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ) Α.Ε. και με τη χρηματοδότηση της Γενικής Διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Technical Support Instrument) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Εθνική Στρατηγική σηματοδοτεί τη δέσμευση της χώρας για την αναβάθμιση των υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, θέτοντας τη διασφάλιση της ποιότητας και της ασφάλειας ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής υγείας. Συνιστά μια ολοκληρωμένη προσέγγιση,στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η πεποίθηση ότι η διασφάλιση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου να έχει πρόσβαση σε ποιοτικές και ασφαλείς υπηρεσίες υγείας είναι εφικτή μόνο μέσω συστηματικών, στοχευμένων και καινοτόμων δράσεων.
Η δυναμική της Εθνικής Στρατηγικής έγκειται στην ενότητα του οράματος για την «οικοδόμηση ενός δημόσιου συστήματος υγείας, στο πλαίσιο του οποίου η ποιότητα αποτελεί καθημερινή δέσμευση και διασφαλίζεται ότι όλοι οι πολίτες είναι βέβαιοι πως η υγειονομική περίθαλψη θα είναι ασφαλής, δίκαιη και αποτελεσματική».
Πρόκειται για ένα όραμα που συν-διαμορφώθηκε ως το αποτέλεσμα μιας ευρείας, ουσιαστικής διαβούλευσης και συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Συγκεκριμένα, συνιστά απόρροια της αξιοποίησης της βαθιάς γνώσης και εμπειρογνωμοσύνης του ΠΟΥ, μέσω του Γραφείου Ποιότητας Φροντίδας και Ασφάλειας Ασθενών στην Αθήνα, αλλά και της συμμετοχής του ΟΔΙΠΥ Α.Ε., των Υγειονομικών Περιφερειών, των μονάδων υγείας, των επαγγελματιών υγείας, των επιστημονικών εταιρειών και των ασθενών.
Για τη διαμόρφωση της είχαν προηγηθεί συνεργατικές πρωτοβουλίες για την εύρεση των διεθνών βέλτιστων πρακτικώνκαι την ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα, συνεντεύξεις με ηγετικά στελέχη και διαμορφωτές γνώμης, η διεξαγωγή ανοιχτής διαδικτυακής έρευνας για την καταγραφή αναγκών και προτεραιοτήτων καθώς και η πραγματοποίηση 7 Workshops ανά την Ελλάδα, στα οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των 7 Υγειονομικών Περιφερειών.
Αυτή η συλλογική και πολυεπίπεδη συνεργασία είναι μάλιστα που τη διαφοροποιεί από προηγούμενες προσπάθειες και διασφαλίζει ότι αποτελεί μια συνεκτική, ρεαλιστική και εφαρμόσιμη πρωτοβουλία, που βασίζεται στην τεκμηρίωση και τη λογοδοσία και ενσωματώνει τις προσδοκίες και τις ανάγκες του πληθυσμού.
Αναφορικά με το περιεχόμενό της, η Εθνική Στρατηγική δομείται γύρω από τρεις στρατηγικούς άξονες: α) την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας, μέσω της αποτελεσματικής ηγεσίας, της διαφανούς διακυβέρνησης και της τεκμηρίωσης, β) την επένδυση στη διαρκή καινοτομία και την ενσωμάτωση τεκμηριωμένων πρακτικών και γ) την ενδυνάμωση των ασθενών μέσω της βελτίωσης της «εγγραμματοσύνης σε θέματα υγείας» και της ενίσχυσης της συμμετοχής τους στη λήψη αποφάσεων.
Οι άξονες αυτοί αναλύονται σε 11 επιμέρους στόχους και 47 προτεραιοποιημένες δράσεις, που αφορούν ενδεικτικά: σε νομοθετικές παρεμβάσεις για την επέκταση, ανάπτυξη και εφαρμογή εθνικών πρωτόκολλων και προτύπων βάσει της διεθνούς εμπειρίας, στην ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της ενίσχυσης των δεξιοτήτων του, στη δημιουργία επιτροπών και δομών για τη διασφάλιση της ποιότητας και την ενίσχυση των ήδη υφιστάμενων, στην υιοθέτηση διαδικασιών και καινοτόμων υπηρεσιών για τη λήψη τεκμηριωμένων και ασφαλών αποφάσεων και στην εδραίωση κουλτούρας συμμετοχής και εκπαίδευσης των ασθενών, με απώτερο σκοπό τη μάθηση μέσω της οπτικής και της εμπειρίας τους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι η Εθνική Στρατηγική για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών (2025 – 2030) δεν αποτελεί απλώς ένα θεωρητικό εγχείρημα, αλλά μια νέα πραγματικότητα που έχει ήδη αρχίσει να μετουσιώνεται σε πράξη, μέσα από συγκεκριμένες παρεμβάσεις και έργα, τα οποία ήδη υλοποιούνται από το Υπουργείο Υγείας προς αυτήν την κατεύθυνση. Επί της ουσίας, θα λειτουργήσει ως επιταχυντής και ως σημείο αναφοράς, ώστε να ενισχυθούν οι προσπάθειες που ξεκίνησαν ήδη από το έτος 2019 και συνεχίζονται αδιάλειπτα έως και σήμερα.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής (ΕΔΙΤ) και ο Ατομικός Ηλεκτρονικός Φάκελος Υγείας (ΑΗΦΥ), έργα τα οποία έχουν μπει σε τροχιά ολοκλήρωσης και αναμένεται με την πλήρη εφαρμογή τους να συμβάλουν θετικά στη βελτίωση βασικών πτυχών που καθορίζουν το επίπεδο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως η ασφάλεια, η εξατομίκευση και η ταχύτητα στην εξυπηρέτηση.
Αναφορικά με την ανάπτυξη δεικτών για τη μέτρηση της ποιότητας, ήδη σε συνεργασία με τον ΟΔΙΠΥ Α.Ε. αναπτύσσουμε δείκτες ασφάλειας και αποτελεσματικότητας (εισροών, διαδικασιών και εκβάσεων), δείκτες ασφάλειας προσωπικού, βασικούς λειτουργικούς δείκτες δομής και στελέχωσης, δείκτες ανθρωποκεντρικής φροντίδας και δείκτες ποιότητας – ελέγχου κλινικής αποτελεσματικότητας, με κοινή μεθοδολογία για το σύνολο των νοσοκομείων. Μάλιστα, ήδη εφαρμόζεται, σε μία ομάδα 12 νοσοκομείων – πιλότων, σύστημα δεικτών μέτρησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και της ασφάλειας των ασθενών, διαδικασία η οποία θα επεκταθεί σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό νοσοκομείων.
Επίσης, σημαντικά στην ανάπτυξη βέλτιστων παρεμβάσεων για την ενίσχυση της ασφάλειας και της ποιότητας, συμβάλλει ήδη και το Πανελλήνιο Πρόγραμμα Πρόληψης και Ελέγχου Λοιμώξεων GRIPP- SNF. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα πενταετούς διάρκειας (2021-2026), με στόχο τη λειτουργία ενός ενιαίου εθνικού συστήματος καταγραφής για την επιτήρηση της νοσοκομειακών λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής. Η εφαρμογή του ξεκίνησε το έτος 2021 σε 10 νοσοκομεία της επικράτειας (σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, Ρίο και Ηράκλειο) και οι βέλτιστες παρεμβάσεις που θα αναπτυχθούν μέσα από αυτό αναμένεται στη συνέχεια να εφαρμοστούν σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας.
Συγχρόνως, με δεδομένο ότι η αξιοποίηση δεικτών για το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την ενίσχυση της ποιότητας της υγειονομικής φροντίδας, εφαρμόζουμε ήδη μια ολοκληρωμένη μεθοδολογία κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτή η μεθοδολογία συνυπολογίζει κρίσιμους λειτουργικούς δείκτες, όπως τον μέσο όρο νοσηλειών, και συνδυάζει την υφιστάμενη στελέχωση με τις κενές θέσεις, ώστε να προκύψουν αξιόπιστα και ασφαλή συμπεράσματα για τις απαιτούμενες ενέργειες στελέχωσης στις υγειονομικές μονάδες. Παράλληλα, σε συνεργασία με τον ΠΟΥ, αναπτύσσουμε ένα πληροφοριακό σύστημα για το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα μας επιτρέπει να παρακολουθούμε και να αξιολογούμε τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του, διασφαλίζοντας ότι θα διαθέτουμε όχι μόνο τον απαιτούμενο αριθμό, αλλά και την κατάλληλη σύνθεση επαγγελματιών υγείας για τις ανάγκες του συστήματος.
Τέλος, με σκοπό να οικοδομήσουμε ένα σύστημα διαρκούς αλληλεπίδρασης και ανοιχτής επικοινωνίας με τους λήπτες υπηρεσιών υγείας, στο προσεχές χρονικό διάστημα θα εκκινήσει η συστηματική αξιολόγηση της εμπειρίας των εσωτερικών ασθενών στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η αξιολόγηση θα πραγματοποιείται μέσω της συμπλήρωσης ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου, στο οποίο ο λήπτης υπηρεσιών υγείας θα κατευθύνεται μέσω υπερσυνδέσμου που θα αποστέλλεται με SMSστο κινητό του τηλέφωνο. Το νέο, ψηφιακό εργαλείο αξιολόγησης όχι μόνο θα επιτρέπει, αλλά θα ενθαρρύνει τον λήπτη υπηρεσιώνυγείας να μοιραστεί μαζί μας τη συνολική του εμπειρία, η οποία θα λαμβάνεται σοβαρά και υπεύθυνα υπόψη στη χάραξη πολιτικών.
Καταλήγοντας, η Εθνική Στρατηγική για την Ποιότητα της Φροντίδας και της Ασφάλειας των Ασθενών (2025 – 2030)συνιστά ένα πρωτοπόρο, ζωντανό και δυναμικό εργαλείο. Η επιτυχής υλοποίησή της θα αναδείξει την Ελλάδα σε ηγέτιδα δύναμη για την προώθηση μιας σύγχρονης κουλτούρας ποιότητας και ασφάλειας στην υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη. Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να λειτουργήσει παράλληλα ως πρότυπο καλής πρακτικής και ως σημείο αναφοράς για τις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δημιουργώντας έναν ισχυρό πόλο συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας, με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της ευημερίας και της υγείας του πληθυσμού.