Ήταν 29 Μαρτίου του 2005, όταν έφυγε από τη ζωή ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς μας ποιητές.

Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε μια από τις λιγοστές τηλεοπτικές του συνεντεύξεις, ο Σαχτούρης ξεκίνησε να γράφει στα πρώτα χρόνια της Κατοχής.

«Κατά το τέλος της Κατοχής διάβαζα για τα νομικά για να πάρω το πτυχίο και εκεί πια είδα αυτό που λένε το “ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν”. Δεν μπορούσα να προχωρήσω πια με τα νομικά και τα παράτησα και αφιερώθηκα οριστικά στην ποίηση».

«TO ΒΗΜΑ», 10.4.2005, Iστορικό Αρχείο «TO ΒΗΜΑ» | «TΑ ΝΕΑ»

«Σαν αυτοπαρουσίαση»

Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Σαχτούρη, ο Δημήτρης Μαρωνίτης δημοσίευσε στη στήλη του, Απολίτιστα Μονοτονικά, στο «ΒΗΜΑ» της 10ης Απριλίου 2005, την«αυτοπαρουσίαση» του σπουδαίου ποιητή:

«Ξεκινώντας εκείνο το μακρινό φθινόπωρο του 1977 τα μαθήματα για τον Σαχτούρη στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, παρεκάλεσα τον ποιητή να μας στείλει, αν ήθελε, έναν δικό του χαιρετισμό. Ανταποκρίθηκε αμέσως και ιδού το αποκαλυπτικό γράμμα του, με οκταήμερη ημερομηνία γραφής «17-25 Δεκεμβρίου 1977» και τίτλο «Σαν αυτοπαρουσίαση»:

Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Θυμάμαι μόνο πως γράφτηκαν σε ώρες απρόσμενες· νύχτες χειμωνιάτικες, κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα, πεταγόμουν ξαφνικά απ’ το κρεβάτι, σαν μια αστραπή, σαν κάτι κόκκινο να με χτύπησε στο κεφάλι, έφτιαχνα τον σκελετό του ποιήματος κι ύστερα έπεφτα και κοιμόμουνα.

Ομως μέρες πολλές ύστερα τα δούλευα, όπως ο τεχνίτης δουλεύει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, κι αν στο τέλος δεν με ικανοποιούσε, το έσχιζα και το πετούσα. Τα περισσότερα τα πετούσα.

Ποτέ δεν κάθησα a priori να γράψω ένα ποίημα. Ετσι όλα τα έγραψα, όπως λέω παραπάνω. Αλλα τη νύχτα, άλλα σε παγωμένα καφενεία της Κατοχής, σε έρημες ταβέρνες στο Νέο Φάληρο, ακτή Πρωτοψάλτη, κοντά στο μεσαιωνικό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου (με τι νοσταλγία τις θυμάμαι!).

Μια φορά συνάντησα τον Σεφέρη σ’ ένα βιβλιοπωλείο (λίγο πριν φύγει για την Αγγλία).

– Γράφετε; με ρώτησε.

– Ναι, συνεχώς, του απάντησα, γράφω και σχίζω.

– E, λοιπόν, μου λέει, να γράφετε, γιατί θά ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να γράφετε τόσο εύκολα.

Τι δίκαιο που είχε ο σοφός ποιητής!

Τώρα βλέπω τα ποιήματά μου όλα μαζί, με αφορμή που τα ξανατυπώνω.

Ολόκληρη ζωή τριάντα χρόνων περνάει μπροστά μου. Βλέπω ότι πολλά έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι α λ η θ ι ν ά και πως δεν θα μπορούσα αλλιώς να τραγουδήσω.

Παράξενα μου φαίνονται τα καινούρια που γράφω (ακόμη και πολλά που περιέχονται στην τελευταία μου συλλογή «Το Σκεύος», 1971).

Σα νά ‘χουν γραφτεί από έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μια κόλαση και τώρα είναι λίγο, πολύ λίγο, πιο ησυχασμένα.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ”».

Μίλτος Σαχτούρης

Πρόσωπα βυθισμένα στο παράλογο και την παράνοια

Ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου γράφει, μεταξύ άλλων, στο «ΒΗΜΑ» της 24ης Οκτωβρίου 2014:

«Ως υπερρεαλιστής του μεταπολέμου, ο Σαχτούρης θα αποφύγει τα γλωσσικά παιχνίδια και τις μυστικιστικές τάσεις των προκατόχων του, πιάνοντας από πολύ νωρίς επαφή με τον δραματικό λόγο του εξπρεσιονισμού.

»Το χρώμα και οι καθαρές μεταφορές που χρησιμοποίησαν εν εκτάσει οι εξπρεσιονιστές, λίγο προτού αναλάβει δράση ο υπερρεαλισμός, σε συνδυασμό με το εικαστικό άνοιγμα το οποίο επιχείρησαν ζωγράφοι όπως ο Καντίνσκι, ο Κλέε, ο Βαν Γκογκ και ο Μουνκ, θα γίνουν το έδαφος επί του οποίου θα θεμελιώσει ο Σαχτούρης το δραματουργικό και το ηθικό ποιητικό του σύστημα.

»Με τα χρώματα και τις ισχυρές μεταφορές (μεταφορές που θα σβήσουν αμέσως και το τελευταίο ρεαλιστικό τους ίχνος), ο ποιητής θα σκηνοθετήσει υποβλητικά τα πρόσωπά του, βυθίζοντάς τα στο παράλογο και στην παράνοια.

»Η ένταση των μεταφορών και η έξαρση των χρωμάτων, που θυμίζουν την αδιαφοροποίητη, συμπαγή πυκνότητα της μπογιάς, θα αποκαλύψουν έναν παρά φύσιν κόσμο: τον κόσμο που θα προέλθει από το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έναν κόσμο για τον οποίο το μόνο που μπορεί να κάνει η ποίηση είναι να τον διορθώσει επί τα χείρω».

Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης αναφέρθηκε και στις ηχογραφήσεις που έγιναν με τον Σαχτούρη να διαβάζει ποιήματά του.

Στο μεταξύ είχε αποτυπωθεί και η φωνή του ποιητή.

»Στον δίσκο «Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη» ο ποιητής απαγγέλλει τα ποιήματά του σαν παιδί, αμήχανα και αθώα, με ένα είδος παγωμένης συγκίνησης που απαγορεύει την αισθηματολογία και τον ναρκισσισμό.

»H αίσθηση της φωνής σημαδεύει την αίσθηση της ποίησης, με συντροφική μοναξιά, με φιλάνθρωπη αποκάλυψη, με απορία για τον κόσμο και τα άκοσμά του».